Από το ’22 ως το ’74: αυτές οι πέντε δεκαετίες της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη αποτελούν τον κορμό της μουσικής παράστασης «Ποιος τη ζωή μου…» που θα δούμε στο Βadminton, από τις 10 Μαΐου, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη.
Ο Αρης Λεμπεσόπουλος, ο οποίος θα τον ερμηνεύσει, μοιράζεται μαζί μας σκέψεις και αισθήματα γι’ αυτή τη συνάντηση «με τη νεότερη ελληνική ιστορία».
«Γιατί εγώ; Γιατί επέλεξε εμένα; Αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανα στον σκηνοθέτη. Και κατάλαβα ότι η επιλογή αυτή έχει να κάνει με κάποια πράγματα της ιδιοσυγκρασίας του Μίκη, με κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του, με κάποιες φοβίες και νευρώσεις του. Με μια πιο κρυφή πλευρά του, την πιο «ποιητική» διάστασή του.
Είναι μια μοναδική προσωπικότητα, δεν μπορώ να τον μιμηθώ στην όψη. Δεν ξέρω αν στην πορεία βγει κάτι, μέσα από την παρατήρηση, τις πληροφορίες… Με συγκίνησαν όμως κάποια στοιχεία που έμαθα για την οικογενειακή του ζωή. Είχε μεγάλη αγάπη στον πατέρα του, στη μητέρα του και στον αδελφό του και τούμπαλιν. Αυτοί οι άνθρωποι του έδωσαν ένα φως λαμπρό και μια δύναμη που τον οδήγησαν στη μισή του ζωή να επιλέξει την πίστη στην επανάσταση. Και υπέφερε. Γλίτωσε από θανάτους, εκτελεστικά αποσπάσματα, με όλα τα προβλήματα… Ως τα 40-45 του χρόνια δοκιμαζόταν συνεχώς.
Η συνάντησή μας κράτησε πέντε ώρες –εκεί τον γνώρισα: αφουγκράστηκα την αγάπη για την οικογένειά του, την εμμονή και την αναφορά του στους δικούς του. Για μένα η οικογένειά του ήταν ένας δρόμος να τον προσεγγίσω.
Δεν με ρώτησε τίποτα. Δεν του μίλησα καθόλου. Μόνο τον άκουγα. Τον παρατηρούσα και τον άκουγα. Η μόνη ερώτηση που μου απηύθυνε κάποια στιγμή ήταν αν είμαι εβραίος –και του απάντησα πως δεν είμαι… Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου ότι θα τον γνώριζα.
Δεν προέρχομαι από αριστερή οικογένεια και στο σπίτι μας υπήρχε ένας πράσινος δίσκος με το όνομα του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά μου απαγορευόταν να τον ακούω. Αλλά ωστόσο υπήρχε.
Η διείσδυση του Μίκη Θεοδωράκη στα αντίπαλα στρατόπεδα ήταν γεγονός. Μπορούσε να τους αγγίξει όλους τελικά.
Για μένα ο Μίκης ήταν κάτι μακρινό, κάτι ηρωικό, κάτι ξένο. Μετά άκουσα τα τραγούδια του, τα επαναστατικά, του αγώνα. Κάποια στιγμή, στην εφηβεία μου, όρμηξα στον πατέρα μου και τον ρώτησα γιατί δεν ήταν αριστερός. Εγώ δεν ψήφισα ποτέ ΚΚΕ ούτε ένιωσα ποτέ κοντά σ’ αυτή την ιδεολογία. Ο Μίκης γιατί μένα ήταν πάντα κάτι απρόσιτο, μυθικό, ως και φοβιστικό.
Τον φοβόμουν με την έννοια ότι ήταν κάτι τεράστιο για μένα. Δεν είχα καμία επαναστατική διάσταση μέσα μου και δεν έχω κάνει τίποτα επαναστατικό στη ζωή μου –εκτός ίσως από το ότι έγινα ηθοποιός. Αυτή είναι η ελάχιστα μικρή μου επανάσταση, αλλά μπροστά σ’ αυτά που έκανε ο Θεοδωράκης, που τον έθαβαν ζωντανό, τον σπάγανε στο ξύλο, που έχει μισό πνεύμονα και φυματίωση, που έχει γλιτώσει στο παρά πέντε από εκτελεστικά αποσπάσματα… Με τη σκιά αυτού του πατέρα που τον λάτρευε και τον προστάτευε…
Ξεκίνησα κι εγώ να τον προσεγγίσω μέσα από το φως της οικογένειάς του. Γιατί ούτε εγώ είχα αυτό το φως από την οικογένειά μου. Και μου έλειψε. Το θαυμάζω αυτό που είχε. Είχαν μεταξύ τους μια σχέση λατρείας. Απόλυτη. Μαζί με το ταλέντο του στη μουσική –εγώ δεν ασχολήθηκα ποτέ με τη μουσική. Ολα μου είναι ξένα στον Μίκη.
Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι έναν δίαυλο επικοινωνίας μαζί του. Είναι μια πορεία για μένα όλο αυτό. Δεν φοβάμαι, αλλά με απασχολεί το πώς θα ερμηνεύσω έναν άνθρωπο που είναι ανάμεσά μας και πολύ χαρακτηρισμένος… Γι’ αυτό και σκέφτομαι με ποδοσφαιρικούς όρους και λέω στον εαυτό μου «θα βγω στο Μπερναμπέου και θα παίξω μπάλα», έχοντας όμως μια αίσθηση του πράγματος.
Δεν ξέρω αν τον αγαπούσα –μου ήταν απόμακρος. Στη συνάντηση εκείνη που είχα μαζί του, μια στιγμή που ήμουν αφηρημένος, γύρισα προς το μέρος του και τον είδα να με κοιτάει με ένα γλυκό χαμόγελο. Κράτησα αυτή την τρυφερή εικόνα μέσα μου. Δεν ξέρω αν ήξερε ήδη κάτι για μένα –αν είχε δει ποτέ, έστω τηλεοπτικά, την εικόνα μου. Ξέρω ότι είχε γίνει μια κουβέντα από τον Θέμη Μουμουλίδη που με πρότεινε και τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Αλλά ξέρω ότι ο Μίκης ελέγχει τα πάντα.
Νιώθω σαν να είχα μια συνάντηση με τη νεότερη ελληνική ιστορία. Ο Μίκης έζησε μια ζωή δύσκολη και ευλογημένη. Διέσχισε την Ελλάδα… Και για το φινάλε ο ίδιος έγραψε: «Δεν ξέρω αν ήταν αληθινή η ζωή που έζησα, αν την έζησα εγώ ή κάποιος άλλος»…

HeliosPlus