Εν αρχή λοιπόν η μπίρα. Οι Βαυαροί, ο Οθωνας και τα λοιπά. Ο Ιωάννης Φιξ δεν ήταν ο μόνος που ασχολούνταν με την παραγωγή της, φαίνεται όμως ότι ήταν ο καλύτερος αφού ο βασιλιάς τον προτιμούσε. Τόσο μάλιστα ώστε να του παραχωρήσει το μονοπώλιο, η ισχύς του οποίου έληξε το 1963!


Η οικογένεια Φιξ ήρθε στην Ελλάδα το 1833 ενώ ο ιδρυτής της εταιρείας είχε σπουδάσει ζυθοποιός στο Μόναχο. Το πρώτο εργοστάσιό του ήταν στο Ηράκλειο Αττικής, αλλά επικρατώντας των αντιπάλων του στην παρασκευή ζύθου – επίσης Βαυαρών -, εγκαταστάθηκε το 1863 στην Αθήνα σε δύο κτήματα. Το ένα γωνία Καρνεάδου και Ηροδότου και το δεύτερο επί της οδού Υψηλάντου (Τιμολέοντος τότε). Εκεί δημιουργήθηκαν δύο μικρά ζυθοποιεία αλλά έπειτα από μια πυρκαϊά που κατέστρεψε το ένα, ο Φιξ αγόρασε ένα μεγάλο κτήμα στην περιοχή Μακρυγιάννη (Γαργαρέττα τότε) όπου έγινε, το 1863, η εγκατάσταση ζυθοποιείου και κατοικιών της οικογένειας. Εκείνη την εποχή ο Ιλισσός έρρεε ακόμη, δίπλα τους, ενώ η γειτνίαση με τους Στύλους του Ολυμπίου Διός ήταν άμεση καθώς η περιοχή αυτή την εποχή ήταν εντελώς αδόμητη. Με την επέκταση ωστόσο της Αθήνας και τη χάραξη της λεωφόρου Συγγρού το κτήμα διχοτομήθηκε ώστε οι κατοικίες να αποκοπούν από το εργοστάσιο.


Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα οι Αθηναίοι και άλλοι Ελληνες ασφαλώς, έχουν μάθει να πίνουν μπίρα, η επιχείρηση πηγαίνει καλά και το εργοστάσιο επεκτείνεται διαρκώς. Παράλληλα όμως αρχίζει να δομείται η περιοχή και έτσι ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο οικιστικός ιστός, παρ’ ότι συνίσταται σε μονοκατοικίες κυρίως, έχει καλύψει τον χώρο γύρω από το εργοστάσιο. Η ανακατασκευή του εργοστασίου θα αποφασισθεί ακριβώς τότε – βρισκόμαστε άλλωστε στην εποχή της βιομηχανικής ανασυγκρότησης – και το έργο ανατίθεται από την οικογένεια Φιξ στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977), ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα.


Τα σχέδια του Ζενέτου ήθελαν ένα κτίριο που να τονίζει την οριζόντια διάστασή του κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού και της λεωφόρου Καλλιρρόης με γραμμικά υαλοστάσια. Επιπλέον ο αρχιτέκτονας σχεδίασε ένα «εργοστάσιο πόλης», πράγμα που σημαίνει πως η ένταξή του μέσα στον οικιστικό ιστό καθόρισε και τη μορφή του. Με τη μεταφορά του εργοστασίου όμως εκτός Αθηνών – τέλη της δεκαετίας του 1970 – και την εγκατάλειψη του κτιρίου άρχισε σιγά σιγά και η καταστροφή του. Τα σπασμένα υαλοστάσια, οι ξεφτισμένες διαφημίσεις, οι ζημιές από τους σεισμούς αλλοίωσαν το κτίριο σε μεγάλο βαθμό αισθητικά και δομικά ώστε να απαξιωθεί στη συνείδηση του κόσμου. Το αίτημα της κατεδάφισής του ήταν συχνό. Ακόμη και όταν είχαν αρχίσει οι προτάσεις για την αξιοποίησή του.


Ως οινοπνευματοποιείο προοριζόταν αρχικώς το κτίριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο βρίσκεται στη δυτική είσοδό της πόλης, στην αρχή της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Αθήνας. Το εργοστάσιο είχε κατασκευασθεί από τους Μισραχή και Φερνάντε Αλλατίνι, το 1892, σε σχέδια τα οποία είχαν έρθει από το Μόναχο. Από τον αμέσως επόμενο χρόνο άρχισε να λειτουργεί ως ζυθοποιείο ανήκον στην εταιρεία Μισραχή – Φερνάντεζ, η οποία το 1912 άλλαξε επωνυμία σε Ζυθοποιείον Ολυμπος.


Το 1920 η εταιρεία αυτή συνενώθηκε με μια άλλη εξίσου μεγάλη, τη Νάουσα, για να προκύψουν τα Ηνωμένα Ζυθοποιεία Ολυμπος – Νάουσα, ενώ ήδη η ζήτηση ζύθου είχε αυξηθεί πολύ και το 1925 παράγονταν περί τους 6.000 τόνους ζύθου και περί τις 350.000 πλάκες πάγου. Τότε – τον επόμενο χρόνο για την ακρίβεια – θα γίνει και η πώληση της εταιρείας στην Κάρολος ΦΙΞ ΑΕ. Νέο εργοστάσιο παραγωγής πάγου θα ανεγερθεί το 1927 με την επωνυμία Ολυμπος, με τον εξοπλισμό του να έχει παραγγελθεί στην Ελβετία.


Το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης κήρυξε πτώχευση τη δεκαετία του 1980 και το 1988 βγήκε στον πλειστηριασμό περνώντας σε χέρια ιδιώτη. Οι χώροι του εγκαταλείφθηκαν και πολλές ήταν οι καταγγελίες για καταλήστευση του περιεχομένου του (μηχανολογικός εξοπλισμός) αλλά και για αυθαίρετες κατεδαφίσεις. Τα τελευταία χρόνια ένα τμήμα του βιομηχανικού συγκροτήματος, το οποίο απλώνεται σε 30 στρέμματα, χρησιμοποιήθηκε ως μουσική – θεατρική σκηνή.