Οι «ιστορίες» που επιμελήθηκαν η Εφη Αβδελά και η Αγγέλικα Ψαρρά στον τόμο «Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση» είναι κάθε άλλο παρά «σιωπηρές». Μεταφέρουν μιαν έντονη και εξαιρετικά πλούσια συζήτηση που διεξάγεται τις τελευταίες δεκαετίες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική γύρω από τους στόχους, τις μεθόδους και τις διαδρομές που ακολούθησε η είσοδος των γυναικών στη μελέτη του παρελθόντος, γύρω από τα θεωρητικά διλήμματα και την επιστημολογική πρόκληση που αποτέλεσε η εισαγωγή της κατηγορίας του φύλου στην ιστορική αφήγηση. Μια τέτοια συζήτηση είναι σχεδόν απούσα στην Ελλάδα. Οχι γιατί εδώ η ιστορία των γυναικών και του φύλου είναι ανύπαρκτη αλλά γιατί η άσκησή της έχει κρατήσει το αμφίβολο θέλγητρο μιας εξωθεσμικής, αιρετικής και οπωσδήποτε «ιδεολογικής» ενασχόλησης ­ στην καλύτερη περίπτωση, θεωρείται επιστημονική πρακτική «ήσσονος ενδιαφέροντος». Σύμφωνα με μια σιωπηρή συναίνεση, θεωρείται ότι οι ιστορικές γνώσεις που παράγει δεν είναι σε θέση να μεταβάλουν ουσιαστικά την κατανόηση που έχουμε για μια κοινωνία, για τις βαθύτερες δομές της, για την πολιτική φύση των θεσμών της, αντίθετα ­ ας πούμε ­ από τις τιμές των σιτηρών, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ή την εθνική προέλευση ενός ακριτικού πληθυσμού.


Από την άποψη αυτή, το εγχείρημα των δύο ιστορικών, στις οποίες οφείλουμε εκτός των άλλων και μία από τις μοναδικές εκδόσεις πηγών από την ιστορία του ελληνικού φεμινισμού, παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες: η κατανόηση των επτά επιλεγμένων κειμένων ­ που το καθένα τους αποτέλεσε ένα είδος ορόσημου στην ανάπτυξη των προβληματισμών και μεθόδων της ιστορίας των γυναικών και του φύλου ­ θα ήταν ελλιπής δίχως την ένταξή τους στα θεωρητικά και πολιτικά τους συμφραζόμενα. Τοποθετώντας τα κείμενα στο πλαίσιο των εθνικών και διεθνών ιστοριογραφικών παραδόσεων και των ρευμάτων της κοινωνικής θεωρίας με την οποία βρίσκονται σε διάλογο/αντίλογο, διερευνώντας τις σχέσεις των μεθοδολογικών επιλογών και των αναλυτικών κατηγοριών τους με την εξέλιξη των φεμινιστικών κινημάτων και της φεμινιστικής θεωρίας, εξετάζοντας τους θεσμικούς και επιστημονικούς συσχετισμούς δυνάμεων μέσα από τους οποίους αναπτύχθηκαν αυτές οι τάσεις σε κάθε χώρα, η Εφη Αβδελά και η Αγγέλικα Ψαρρά δεν αρκέστηκαν σε μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση των κειμένων. Το μεγάλο εισαγωγικό δοκίμιό τους («Ξαναγράφοντας το παρελθόν. Σύγχρονες διαδρομές της ιστορίας των γυναικών») αποτελεί ταυτόχρονα μια ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη συμβολή στην «ιστορία της Ιστορίας». Αποφεύγοντας την ισοπέδωση της πολλαπλότητας των προσεγγίσεων και των εθνικών και πολιτισμικών ιδιομορφιών, διαγράφει ένα ενιαίο εντέλει πεδίο ιστορικού στοχασμού το οποίο συνέβαλε ενεργά στην αμφισβήτηση των άρρητων αξιωματικών παραδοχών που οδήγησαν τις τελευταίες δεκαετίες στην ανανέωση της ιστορικής έρευνας και αφήγησης.



Τα κείμενα που επέλεξαν καθιστούν φανερή αυτή τη σύνδεση. Οι τρόποι με τους οποίους, εισάγοντας τη σκοπιά του φύλου, υπονομεύουν αυτό που ο Μαρκ Μπλοκ ονόμαζε «ενστικτώδες ερωτηματολόγιο» που απευθύνουν οι ιστορικοί στις πηγές τους αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της σκεπτικιστικής πνοής που διαπερνά πλέον τους αυτοματισμούς και τις συναινετικές παραδοχές της ιστορικής έρευνας. Για παράδειγμα, η «συσχετική» προσέγγιση των επιπτώσεων που είχαν οι μεγάλες ιστορικές μεταβολές στους άντρες και στις γυναίκες κάθε κοινωνικού στρώματος, καθώς και η εμφανής αναντιστοιχία της ισχύουσας περιοδολόγησης προς τις κοινωνικές εμπειρίες των γυναικών (Τζόουν Κέλι), δεν αμφισβητούν απλώς την ισχύ μιας τέτοιας περιοδολόγησης για μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, τις γυναίκες. Υποσκάπτουν ταυτόχρονα δύο θεμελιακές, αν και όχι πάντα ρητές, παραδοχές της ιστοριογραφίας: τη γραμμική αντίληψη της προόδου με την τελεολογική προσέγγιση της Ιστορίας και της αιτιότητας που αυτή συνεπάγεται και την κυρίαρχη χρήση του «οικουμενικού» που επιτρέπει την αφηρημένη συγκατάταξη, επομένως την απώθηση, της πολλαπλότητας και της ανομοιογένειας των ιστορικών εμπειριών και την υπαγωγή του παρελθόντος των «ηττημένων» στη λογική της ιστορίας των νικητών. Η αμφισβήτηση αυτή συνδέεται με την αργή και επώδυνη προσπάθεια κατανόησης των τραυματικών εμπειριών αυτού του αιώνα και με την απορρέουσα επανεκτίμηση της αντιφατικής δυναμικής της νεωτερικότητας. Στη διατύπωσή της συνέβαλε αποφασιστικά, τις τελευταίες δεκαετίες, η νέα ορατότητα που απέκτησαν κοινωνικές ομάδες και σχέσεις εξουσίας οι οποίες απουσίαζαν προηγουμένως από την ιστορική αφήγηση. Η γόνιμη δυσπιστία που εμπνέει μια τέτοια ορατότητα επιτρέπει την επανεξέταση της υποτιθέμενης οικουμενικότητας των βασικών κατηγοριών και εννοιών με τις οποίες προσεγγίζουμε, κατανοούμε και ερμηνεύουμε το παρελθόν.


Οπως φαίνεται, π.χ., από τις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις της Τζόουν Κέλι, της Σάλι Αλεξάντερ και της Τζόουν Ουόλακ Σκοτ, η μελέτη της έμφυλης συγκρότησης της τάξης ως κοινωνικής σχέσης και ως κατηγορίας ανάλυσης δεν περιορίζεται στην κατάδειξη ή στην καταγγελία της παραγνώρισης ή της αποσιώπησης των διαφορετικών εμπειριών που είχαν οι εργάτριες. Δίνει τη δυνατότητα για μια νέα διερεύνηση των εσωτερικών συγκρούσεων, διαφοροποιήσεων και σχέσεων εξουσίας μέσα από τις οποίες η κοινωνική τάξη, στην προκειμένη περίπτωση η εργατική, αναδείχθηκε ιστορικά ως ενιαία κοινωνική και πολιτική ταυτότητα αλλά και ως προνομιακό πρίσμα ανάλυσης και ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων και αλλαγών. Σε χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ αυτή η χρήση της προβληματικής του φύλου επιτάχυνε την (αυτο)κριτική επανεξέταση των κατηγοριών και των σχημάτων αιτιότητας μιας εργατικής ιστορίας η οποία, υποτιμώντας την αυτούσια κοινωνική και πολιτική δυναμική άλλων ανταγωνιστικών σχέσεων, αντιμετωπίζοντας π.χ. το φύλο, τη φυλή, το έθνος ως επιφαινόμενα της τάξης, υποστασιοποιούσε αυτές τις κοινωνικές σχέσεις ανάγοντάς τες στη φύση ή προσεγγίζοντάς τες ως αυτονόητες και ανιστορικές.


Στον βαθμό που το φύλο είναι από τις πιο αυτονόητες και υποστασιοποιημένες κατηγοριοποιήσεις αλλά και από τα παλαιότερα ιδιώματα έκφρασης και νομιμοποίησης της κοινωνικής ιεραρχίας, οι προσπάθειες μετατροπής του σε κριτική κατηγορία ιστορικής ανάλυσης είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές ως προς τη δυσκολία «εκκοσμίκευσης» της Ιστορίας, μιας επιστήμης που δεν αντικατέστησε ατιμωρητί τον ρόλο της θείας πρόνοιας στους νεότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Στηριζόμενη στη διάκριση μεταξύ ανατομικής διαφοράς των φύλων και κοινωνικής σημασιοδότησής της, η νέα εννοιολόγηση του φύλου (gender) απευθύνει μια σημαντική επιστημολογική και μεθοδολογική πρόκληση στην ιστορική έρευνα: Πώς μελετάμε μια καταπιεσμένη κατηγορία, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τους μηχανισμούς που νομιμοποιούν και αποσιωπούν την καταπίεσή της; Τι σημαίνει το γνωστικό αντικείμενο γυναίκες, όταν ξεκινάμε από την υπόθεση ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων τι σημαίνει σε μια κοινωνία γυναίκα ή άντρας, έξω από τους ορισμούς που ερμηνεύουν και οργανώνουν ιεραρχικά τη διαφορά των φύλων; Και αν εγκαταλείψουμε τις γυναίκες ως ερευνητικό αντικείμενο, πώς να μελετήσουμε τους ιστορικούς μηχανισμούς που τις μετατρέπουν σε διιστορική και αυτονόητα υποτελή κατηγορία; Αν η διαφορά των φύλων δεν έχει άλλο κοινωνικό ή πολιτικό νόημα από αυτό που της δίνουν οι άνθρωποι, ποιες προσεγγίσεις επιτρέπουν να μελετήσουμε την ιστορική διαδικασία νοηματοδότησης;


Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις των «Σιωπηρών ιστοριών» είναι οι επιπτώσεις που έχει ένας παρόμοιος προβληματισμός στον προσδιορισμό του ίδιου του επιστημονικού πεδίου (ιστορία των γυναικών; ιστορία του φύλου;): στα μεθοδολογικά δάνεια και στις διεπιστημονικές προσεγγίσεις, στην επιλογή των πηγών και στις νέες θεματικές (όπως η ιστορική προσέγγιση του σώματος και της βιολογίας που αναλύεται στα κείμενα της Τζάνα Πομάτα και της Γκίζελα Μποκ), στις διαφορετικές συνδηλώσεις βασικών ιστορικών κατηγοριών (δρων υποκείμενο, ιστορική εμπειρία, γεγονός κ.ο.κ.). Στο τελικό αποτέλεσμα συντελούν αποφασιστικά οι εξαιρετικής ποιότητας μεταφράσεις της Μαριάννας Κονδύλη, της Ειρήνης Ριζάκη και της Κωστούλας Σκλαβενίτη, οι οποίες δεν κατάφεραν μόνο να δαμάσουν τον εννοιολογικό κυκεώνα των θεωρητικών παραδειγμάτων και αναφορών αλλά και να μεταδώσουν τις αδυναμίες, τις εννοιολογικές ασάφειες και ενίοτε τις αντιφάσεις ορισμένων κειμένων.


Η κυρία Ελένη Βαρίκα είναι ιστορικός, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Παρίσι-8.