Είναι ίσως η πιο πετυχημένη γυναίκα συγγραφέας που όμως αρκετοί από εσάς δεν γνωρίζετε. «Τα βιβλία της πωλούνται λες και πρόκειται για ρούχα που αν δεν τα φορέσεις τώρα σε λίγο θα είσαι εκτός μόδας» γράφει στη βρετανική εφημερίδα «Guardian» η Κάρολ Καντγουόλαντρ που πρόσφατα συνάντησε τη Νόρα Ρόμπερτς στις Η.Π.Α. και συνομίλησε μαζί της.

Η συγγραφέας ζει στη μέση του πουθενά, σε μια πολύ μικρή πόλη του Μέριλαντ, το Κίντισβιλ.

Αυτή τη στιγμή είναι τυπωμένα περισσότερα από 400 εκατομμύρια βιβλία που έχουν πάνω το όνομά της (10 εκατομμύρια μόνο πέρυσι). Κάθε λεπτό που περνάει πουλάει συνολικά τριάντα τέσσερα βιβλία! Φέτος τον Ιανουάριο έγινε η τρίτη κατά σειρά συγγραφέας, μετά τον Στιγκ Λάρσον και τον Τζέιμς Πάτερσον, που πούλησε περισσότερα από 1 εκατομμύριο βιβλία στο «Kindle».

Η Νόρα Ρόμπερτς είναι το κρυφό και ανομολόγητο όνειρο κάθε εκδότη. Η συγγραφική και εκδοτική της δραστηριότητα προκαλεί αίσθηση: σε άλλους θαυμασμό και σε άλλους τρόμο. Φέτος κυκλοφόρησαν πέντε βιβλία της. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, χρειάζεται περίπου 45 ημέρες για να γράψει ένα μυθιστόρημα. «Μερικές φορές πρέπει να αδειάσω, να καθαρίσω το σπίτι μου μια ημέρα πριν ξεκινήσω να γράφω το επόμενο βιβλίο μου» αποκάλυψε η ίδια «αλλά όχι περισσότερο απ’ αυτό». Υπηρετεί ό,τι η ίδια ονομάζει «το μεγάλο Ρ», δηλαδή το ρομάντζο.

Το ρομάντζο είναι ένα λογοτεχνικό είδος που γράφεται από γυναίκες και απευθύνεται σε γυναίκες, κατά κύριο λόγο. Εκτός κι αν «ένας τύπος γράφει κάτι παρόμοιο και το χαρακτηρίσουν αλλιώς, κι ύστερα γράψουν γι’ αυτό οι εφημερίδες και στο τέλος γίνει ταινία» συνεχίζει η ίδια εννοώντας το «Μία ημέρα» (Μίνωας, 2011) του άγγλου συγγραφέα και σεναριογράφου Ντέιβιντ Νίκολς που σημείωσε τεράστια επιτυχία. «Μια γυναίκα γράφει κάτι παρόμοιο και απλώς είναι μια απ’ τις πολλές» λέει και αναρωτιέται «πόσο ακόμα να παλέψει κανείς γι’ αυτό;»…

Το εξώφυλλο του νέου της βιβλίου δεν απεικονίζει «τη μάνα που θηλάζει» σχολιάζει κάπως πικρόχολα. Δηλαδή; «Ξέρετε, είναι η στιγμή που η γυναίκα έχει αρχίσει να γδύνεται και ο άνδρας έχει ήδη το στόμα του στο στήθος της» λέει η Ρόμπερτς. Τι πιστεύει όμως για την άποψη που υποστηρίζει ότι τα ρομάντζα καλλιεργούν τις μεγάλες προσδοκίες στις γυναίκες; «Αυτό που μου λέτε είναι ότι οι γυναίκες δε θα ‘πρεπε να έχουν μεγάλες προσδοκίες, σωστά; Είμαστε αρκετά έξυπνες. Πιστεύω ότι καταλαβαίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος διαβάζει Αγκάθα Κρίστι και μετά σκέφτεται: τώρα θα πάω να δολοφονήσω κάποιον».

Η αμερικανίδα συγγραφέας, ιρλανδικής καταγωγής, είναι 61 ετών και ζει ακόμα στο σπίτι που μπήκε πρώτη φορά ως νιόπαντρη κοπέλα όταν ήταν μόλις 19 χρονών -ακόμα και σήμερα που έχει ετήσιο εισόδημα 60 εκατομμύρια δολάρια. Το 2007 το περιοδικό «Time» την ενέταξε στη λίστα με τους 100 ανθρώπους που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο (ο άλλος συγγραφέας της λίστας ήταν ο Ντέιβιντ Μίτσελ). Έχει σαρώσει τα βραβεία ρομαντικής λογοτεχνίας και ήταν επί 893 εβδομάδες στη λίστα των ευπώλητων των «New York Times» – σχεδόν 16 χρόνια!

Οι λογοτεχνικοί κύκλοι ωστόσο δεν την (ανα)γνωρίζουν ούτε την αποδέχονται. Οι «New York Times» έγραψαν μόνο μια φορά γι’ αυτήν. Ο δημοσιογράφος, που πήγε να της πάρει συνέντευξη, ανέφερε τότε χαρακτηριστικά για τον εσωτερικό διάκοσμο του σπιτιού της: «Μέσα, τα έπιπλα έχουν κάτι το γιαγιαδίστικο, κάτι που δεν έχει σχέση με μια γιαγιά που κάποτε μπορεί να είχε το μισό Μέιν στην κατοχή της, αλλά περισσότερο τη γιαγιά που έχει την ενστικτώδη τάση να αγοράζει τα πράγματα που βλέπει στην τηλεόραση».

«Υπάρχει», επισημαίνει η Ρόμπερτς, «κάτι περισσότερο από μια τάση μισογυνισμού» στον τρόπο που κρίνεται το ρομαντικό μυθιστόρημα. «Αυτό που βλέπουν μερικοί είναι μόνο το μεγάλο «Ρ» κι ύστερα απορρίπτουν το βιβλίο. Έκανα την καριέρα μου με τους δικούς μου όρους, κάτι που δεν ταιριάζει απαραίτητα με τις προτιμήσεις των New York Times. Γιατί πρέπει να απολογείσαι όταν διαβάζεις κάτι για την ευχαρίστησή σου; Κάθε βιβλίο που διαβάζεται και ευχαριστεί αυτόν που το διαβάζει πρέπει να υμνείται. Και τα μυθιστορήματα που υμνούν τον έρωτα, τη δέσμευση, τις σχέσεις, τα βιβλία που βοηθάνε τις σχέσεις να πάνε καλύτερα, γιατί αυτά τα μυθιστορήματα να μη γίνονται σεβαστά;» Τη δεκαετία του 1980, όταν η ίδια άρχισε να γράφει βιβλία, τα άρλεκιν (τα βιβλία τύπου Mills & Boon) κυριαρχούσαν στην αγορά.

Το ρομαντικό μυθιστόρημα, το ρομάντζο, άλλαξε και μία απ’ τις αιτίες είναι η Νόρα Ρόμπερτς. Το ιδιαίτερο επίτευγμα της συγγραφέως είναι ότι «αμερικανοποίησε» το είδος, το «άλλαξε» και του έδωσε τεράστια αναγνώριση (μέχρι τότε τα περισσότερα ρομάντζα που πωλούνταν στην Αμερική ήταν Βρετανών κυρίως συγγραφέων). Στο καινούργιο της βιβλίο «Chasing Fire» (ε.α. Το κυνήγι της φωτιάς) η ηρωίδα είναι μια δυναμική γυναίκα απ’ τη Μοντάνα, ονόματι Ρόουαν Τριπ, που δουλεύει στην πυροσβεστική και δε διστάζει να ξυλοφορτώσει όποιον άνδρα θεωρήσει ότι την πείραξε κακοπροαίρετα. Γενικότερα, οι ηρωίδες της είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτές των άρλεκιν. Έχουν δουλειές, συχνά αντισυμβατικές και ενδιαφέρουσες και κυρίως: δεν τις πολυενδιαφέρει να παντρευτούν.

Η Ρόμπερτς (γόνος ενός ηλεκτρολόγου και μιας νοικοκυράς) παντρεύτηκε μικρή και έκανε αμέσως δυο γιους. Δεν ήταν ποτέ της φιλόδοξη, δεν σκεφτόταν την καριέρα και δεν της είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό ότι θα γινόταν συγγραφέας «παρ’ότι ήταν προφανές ότι κάτι προσπαθούσε να βγει από μέσα μου». Πριν αρχίσει να γράφει «ζύμωνα το ψωμί μου, έφτιαχνα τη μαρμελάδα μου, κεντούσα, έπλεκα, έραβα όλα τα ρούχα των παιδιών μου, έραβα τα δικά μου ρούχα. Έψαχνα για κάτι άλλο. Και αυτό ήταν το γράψιμο. Το γράψιμο έθρεψε κάτι μέσα μου».

Το πρώτο της μυθιστόρημα (έχει προ πολλού ξεπεράσει το φράγμα των εκατό) απορρίφθηκε απ’ τον εκδοτικό οίκο «Silhouette». Το δεύτερο όμως κυκλοφόρησε και εκεί βρίσκονται οι ρίζες ενός εκδοτικού φαινομένου. Εκείνη την εποχή χώρισε με τον άνδρα της και το γράψιμο έγινε η σωτηρία για μια χωρισμένη μητέρα με δυο παιδιά. Το γράψιμο τής επέτρεψε να παραμένει στο σπίτι και να τα φροντίζει. Μια μέρα που κάποιος ξυλουργός ήλθε να της τοποθετήσει κάποια ράφια στη βιβλιοθήκη αποφάσισε ότι της ταίριαζε πολύ και έτσι παντρεύτηκε για δεύτερη φορά.

Το να πλάθει με τη φαντασία της δυναμικές ηρωίδες ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό για την ίδια. «Σκεφτόμουνα: δε θέλω να είμαι η γραμματέας, θέλω να είμαι το αφεντικό. Δεν ήθελα να γράφω το είδος της ιστορίας όπου ο άνδρας μεταχειρίζεται τη γυναίκα με τον χειρότερο τρόπο σ’ ολόκληρο το βιβλίο και στο τελευταίο κεφάλαιο της λέει «σου συμπεριφέρθηκα έτσι επειδή σ’ αγαπώ». Αυτό δεν θα μου πήγαινε. Άρχισα να γράφω το είδος των ιστοριών που θα ήθελα να διαβάσω. Ήταν κάτι απολύτως ενστικτώδες» καταλήγει μια γυναίκα της διπλανής πόρτας που άρχισε να γράφει και έτσι άλλαξε τη ζωή της.