Ο διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle Σπύρος Μοσκόβου διαβάζει το βιβλίο του δημοσιογράφου της «Suddeutsche Ζeitung» Αλέξανδρου Στεφανίδη «Στον Ελληνα», την ιστορία μιας ελληνικής ταβέρνας στην Καρλσρούη που είναι ταυτόχρονα μια μαρτυρία, από χαμηλή σκοπιά, της πολιτικής ιστορίας της Γερμανίας τις τελευταίες δεκαετίες

Hταν μια συνηθισμένη ημέρα του 1963 στη Θεσσαλονίκη όταν ο 24χρονος Χριστόφορος Στεφανίδης από τον Μεγαλόκαμπο Δράμας συνειδητοποίησε ένα απρόσμενο πρόβλημα στο φυσικό παρουσιαστικό του. Ηθελε να φύγει στο εξωτερικό για να βρει δουλειά και καλύτερη μοίρα, αλλά ο αρμόδιος υπάλληλος κατέγραψε ύψος 1,74 μ. Δυστυχώς ήταν ακατάλληλος για την πολυπόθητη Βραζιλία που δεχόταν, υποτίθεται, Ελληνες ύψους 1,75 μ. και άνω. Ετσι ο Στεφανίδης αρκέστηκε σε μια άδεια διάρκειας ενός χρόνου για τη Γερμανία, αφού δεν μπορούσε να λαδώσει τον υπάλληλο και να αποκτήσει έτσι το ιδανικό ύψος. Εφθασε λοιπόν στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς με 100 δραχμές στην τσέπη, αλλά αντί για 12 μήνες δούλεψε 46 ολόκληρα χρόνια, στην αρχή ως εργάτης στην εταιρεία Βosch και στη συνέχεια ανοίγοντας δική του ταβέρνα. Ενας από τους τρεις γιους του, ο Αλέξανδρος, δημοσιογράφος σήμερα στην έγκριτη εφημερίδα του Μονάχου «Suddeutsche Ζeitung», έγραψε την ιστορία της οικογένειας και το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις τσέπης Fischer με τίτλο Στον Ελληνα.

Η ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία προκαλεί συνήθως τετριμμένους συνειρμούς, φάμπρικες, εστιατόρια με μαιάνδρους και Αφροδίτες, ένα δεύτερο ή και ένα τρίτο ακόμη πάτωμα στο χωριάτικο σπίτι της Μακεδονίας, μίζερα ελληνικά, σπασμένα γερμανικά. Και ίσως σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ροζιασμένα χέρια του μόχθου, λιγδωμένες ποδιές σε κουζίνες, βολικοί άνθρωποι, συμπαθητικοί, που δεν ενόχλησαν τα τελευταία 50 χρόνια τη συχνά βλοσυρή γερμανική πλειοψηφία. Ισως ήρθε η ώρα να εμπλουτίσουμε τους συνειρμούς της ελληνικής μετανάστευσης. Αυτό τουλάχιστον μας υποδεικνύει το βιβλίο του Στεφανίδη γραμμένο από μια θετική σκοπιά, από το πρίσμα μιας ελληνικής οικογένειας που ξέρει να παλεύει με τον περίγυρο, να χάνει και να κερδίζει, να ενστερνίζεται αρετές και να συγχωρεί κακίες. Το νέο στοιχείο σ΄ αυτή την ιστορία μιας οικογένειας μεταναστών ή για την ακρίβεια στον τρόπο με τον οποίο έχει γραφεί είναι ότι δεν εγκλωβίζεται στον «ρόλο του θύματος που υποτίθεται ότι επιβάλλεται νομοτελειακά στους μετανάστες», όπως μας είπε ο συγγραφέας.

Ο σερίφης των καζίνων

Η ιστορία της οικογένειας Στεφανίδη είναι το αντίθετο του εγκλεισμού σε κάποιον κοινωνικό θύλακο, είναι μια ζωντανή ιστορία γεμάτη κοινωνικότητα. Από τη μια, είναι η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια με τέσσερα τελικά παιδιά, αν λάβει κανείς υπόψη και τη νόθα κόρη, με γιαγιάδες, θείους και θειάδες που πηγαινοέρχονται μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Ο πατέρας, δουλευταράς, μπερμπάντης, πότης και χαρτοπαίκτης, γνωστός ως «σερίφης» στα γερμανικά καζίνα, δέχεται τους πελάτες στην ταβέρνα σαν να ήταν φιλοξενούμενοι στο σπίτι του, αλλά και δεν τους χαρίζεται όταν τον προκαλέσουν. Η μητέρα, ο κάπως πιο αθέατος στυλοβάτης της οικογένειας, δεν δουλεύει μόνο στην κουζίνα αλλά αγωνίζεται διαρκώς για να μείνει η οικογένεια ενωμένη, θα δεχθεί ακόμη και το νόθο, όχι σε μια έξαρση υποτέλειας αλλά στο απόγειο της αυταπάρνησης. Και οι δύο γονείς θα αποδεχθούν γρήγορα την ομοφυλοφιλία του μεγάλου γιου. Από την άλλη, είναι η ταβέρνα στην Καρλσρούη που βαφτίστηκε «Εl Greco», μετονομάστηκε «Αλέξης Ζορμπάς» και κατέληξε να λέγεται «Ο Ελληνας» μέχρι που έκλεισε το 2009, θύμα των ανταπαιτητών στην αγορά, των τουρκικών, αμερικανικών και ασιατικών ταχυφαγείων.

«Η ταβέρνα» μας είπε ο Αλέξανδρος Στεφανίδης «είναι ένα σταυροδρόμι διαφορετικών βιογραφιών.Για μένα και τα αδέλφια μου ήταν μεγάλο προνόμιο που μεγαλώσαμε στο εστιατόριο.Γνωρίζεις από κοντά πολιτικούς,όπως ο Γιόσκα Φίσερ ή ο Γκρέγκορ Γκίζι, χωρίς να μεσολαβεί η γνώση που μεταφέρουν γι΄ αυτούς τα ΜΜΕ. Και μέσα από την προσωπική επαφή πολλά πράγματα εμφανίζονται κάτω από ένα διαφορετικό φως.O πατέρας μου, π.χ., διηγείται ότι ο Βίλι Μπραντ έπινε τρία ποτήρια κρασί πριν έρθει το φαγητό του». Και τρελαινόταν για γύρο με τζατζίκι, όπως μαθαίνουμε στο βιβλίο, βρίσκοντας συνεπέστατο για έναν σοσιαλδημοκράτη να ευφραίνεται με ένα λαϊκό έδεσμα. Στον «Ελληνα», ιδίως κατά τη δεκαετία του ΄70, οπότε ένα ελληνικό γεύμα σήμαινε για πολλούς και πολιτική διαμαρτυρία για τη χούντα στην Ελλάδα, έτρωγαν όχι μόνο πολιτικοί αλλά και ευκατάστατοι προαγωγοί των παρακείμενων συνοικιών και καθηγητές στο πανεπιστήμιο της πόλης και δικαστές του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου που εδρεύει στην Καρλσρούη. Εκεί γιόρτασαν την ίδρυση του κόμματός τους το 1980 και οι μακρυμάλληδες τότε Πράσινοι, μέχρι που περασμένα μεσάνυχτα πια η Αστυνομία διέλυσε το γλέντι στον «Ελληνα».

Μέσα από τη διασταύρωση τόσων διαφορετικών βιογραφιών η ιστορία της οικογένειας Στεφανίδη είναι ταυτόχρονα και μια μαρτυρία από χαμηλή σκοπιά για την πολιτική ιστορία της Γερμανίας τις τελευταίες δεκαετίες. Και αναπόφευκτα διαποτίζεται από το κοινωνικό κλίμα και τις διακυμάνσεις του, ιδίως απέναντι στους ξένους. «Αυτό που υπήρχε αναμφίβολα πάντα στη Γερμανία ήταν ένας λανθάνων φόβος απέναντι στους ξένους» λέει ο συγγραφέας. «Και, ως γνωστόν, ο φόβος παγιώνει απόψεις που μετατρέπονται σε κοινωνικές προκαταλήψεις και αυτές με τη σειρά τους μπορούν να γίνουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.Ο πατέρας μου βρέθηκε συχνά, κυρίως σε δημόσιες υπηρεσίες αλλά και σε ιδιωτικές συζητήσεις, αντιμέτωπος με τον υπαινιγμό ότι ήταν πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Και, παρ΄ όλα αυτά,πιστεύω ότι τα τελευταία 50 χρόνια η Γερμανία έχει αλλάξει πολύ. Κατά τη γνώμη μου, η ξενοφοβία έχει περιοριστεί σημαντικά και το κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνικής συναίνεσης προβάλλει μια Γερμανία ανοιχτή στους ξένους.Παρά τις όποιες υποτροπές, εγώ δεν ξέρω πολλές χώρες που να είναι τόσο ανοιχτές στους ξένους».

Ο Αλέξανδρος Στεφανίδης αποφάσισε να γράψει την ιστορία της οικογένειάς του όταν έκλεισε η ταβέρνα. Ισως χωρίς να το πολυκαταλάβει και ο ίδιος κατάφερε δύο πράγματα: έστησε ένα απέριττο μνημείο στην παραδοσιακή ελληνική περιποίηση και στους επαγγελματίες λειτουργούς της, υπηρέτες μιας τέχνης ταπεινής, και ταυτόχρονα αποδέσμευσε μια μικρή ελληνική περίπτωση από την ομφαλοσκόπηση και την ενέταξε σε ένα ευρύτερο γερμανικό σύνολο που τη νοηματοδοτεί και διαφορετικά. Ο ίδιος το διατυπώνει στο τέλος του βιβλίου ως εξής: «Το εστιατόριο, η τραπεζαρία μας, όπως το λέγαμε χαριτολογώντας, δεν ήταν ποτέ μια κλειστή κοινωνία, μάλλον το αντίθετο: ήταν το όνειρο μιας ανοιχτής κοινωνίας και μέσα εκεί παίχτηκε η ιστορία της οικογένειάς μου που ήρθε στη Γερμανία ως φιλοξενούμενη και έγινε οικοδεσπότης».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ