Είναι πάντοτε δύσκολο για έναν μαθητή να σηκώσει το βλέμμα του και να ατενίσει στα ίσα τον δάσκαλό του. Και ο Κλέων Αρζόγλου είναι ο δάσκαλός μου του bodysurf. Ας πάμε λίγο πιο πίσω. Γύρω στα 1997, μέσα από κάποιες ανοίκειες συγκυρίες, βρέθηκα να φιλοξενούμαι στα Χανιά, σε μια πολύ όμορφη μονοκατοικία. Το σπίτι είχε κήπο, αιώρες, θέα στη θάλασσα, φωτογραφίες του Bob Marley στους τοίχους, βιβλία ινδικής φιλοσοφίας, κασέτες ινδικής μουσικής και ένα σιτάρ. Ηταν ένα ωραίο σπίτι και, το σημαντικότερο, ο μυστηριώδης ένοικός του απουσίαζε – φυσικά – στην Ινδία για απροσδιόριστο χρόνο, θα ερχόταν ίσως σε κάποιους μήνες, ίσως ποτέ, ίσως ξανάφευγε, κανένας δεν ήξερε, προφανώς ούτε και ο ίδιος. Το μυστηριώδες όνομα που δονούσε τους μουχλιασμένους τοίχους ήταν Κλέων.


Οταν γνωρίζεις κάποιον που έχει γυρίσει τον κόσμο και έχουν δει πολλά τα ματάκια του, υπάρχει πιθανότητα να πρόκειται για απαράδεκτο εξυπνάκια που αραδιάζει επιδεικτικά τις γνώσεις που έχει μαζέψει ανά τις ηπείρους («πώς αντέχετε, ρε παιδιά, το τσάι χωρίς κάρδαμο και τζίντζερ, το καλύτερο πρωινό είναι ένα τσαπάτι ή έστω μια πακόρα με τσάτνι – α ξέχασα, δεν ξέρεις τι είναι τσαπάτι, δεν έχεις πάει Ινδία, να πας, εγώ πάω είκοσι χρόνια εκεί»). Είμαι πολύ υπέρ των ταξιδιών, κάθε είδους. Ειδικά για εμάς εδώ στην άκρη της Βαλκανικής μερικές φορές είναι η μόνη λύση για να μας μπει η υποψία ότι ίσως δεν είμαστε οι καλύτεροι, οι ομορφότεροι και – κυρίως – οι πιο αδικημένοι. Η αίσθηση ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο εκτός από εμάς, τους φίλους μας και τους συχωριανούς μας είναι ικανή να μας ανοίξει ευπρόσδεκτα τα όρια της αντίληψής μας, αν αποδειχθούμε αρκετά έξυπνοι ώστε να της επιτρέψουμε να μας επηρεάσει όσο της αξίζει. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γυρίσει τον κόσμο τρεις φορές μέσα έξω και η γενική κοσμοαντίληψή τους είναι ότι η Μπανγκόκ είναι «σιχαμένη», οι Ινδοί «βρωμιάρηδες», οι Μαροκινοί «κλέφτες», οι μαύροι «αφελείς» κ.ο.κ. Ενα βασικό χαρακτηριστικό του μέσου έλληνα τουρίστα είναι η παντελής έλλειψη σεβασμού για την ιστορία, τους ανθρώπους και τη χώρα που επισκέπτεται. Οσους θεωρεί «ανώτερους» τούς κατατάσσει σε «αδερφές», «φλώρους», «σκλάβους του χρήματος» κτλ., σε προφανή αντίθεση με τον «γλεντζέ», «όξω καρδιά» εαυτό του. Τους υπόλοιπους, τους «κατώτερους», τους θεωρεί απλώς βλάκες, πονηρούς, κακομοίρηδες, κλέφτες, βρώμικους κτλ. Δεν ενδιαφέρεται να εμβαθύνει ούτε στο ελάχιστο πάνω στην κουλτούρα, στα ήθη, στον πολιτισμό. Το μόνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι να γυρίσει πίσω στο «χωριό», να πάει στον καφενέ και να ανακοινώσει: «Εντάξει μωρέ η Ινδία, η Κίνα και η Βραζιλία, αλλά ξέρω εγώ μια ταβέρνα στην Πάνω Βρύση που κάνει το καλύτερο κοντοσούβλι».


Ο Κλέων δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.


Ο Κλέων Αρζόγλου είναι από τους «άλλους» έλληνες ταξιδιώτες. Ταξιδεύει από τρυφερή ηλικία σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική, έχει βρεθεί σε πολλά διαφορετικά μέρη, έχει γνωρίσει πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και – όπως διατείνεται ο ίδιος – έχει γίνει καλύτερος άνθρωπος.


Το Εγώ κι ο θείος Χάρης αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που έγινε καλύτερος μέσα από τα ταξίδια, όπως και ο συγγραφέας του, και το βασικό του προτέρημα είναι ότι πρόκειται για ένα τίμιο μυθιστόρημα, όπως και ο συγγραφέας του. Δεν κομπάζει, δεν χαίρεται με την άγνοια του αναγνώστη, προσπαθεί να μοιραστεί μαζί του τη χαρά του ταξιδιού. Από την άποψη της φόρμας, είναι ένα κλασικό ρεαλιστικό «ηθογραφικό» μυθιστόρημα που ακολουθεί τον ήρωα και την οικογένειά του για σαράντα χρόνια. Η διαφορά έγκειται στον ήρωα. Αντί για την αναγνωρίσιμη φιγούρα του έλληνα βιοπαλαιστή παλικαριού-φουκαρά, που παλεύει διαμέσου των αιώνων να σταθεί στα πόδια του, σύμβολο της Ελλάδας που αντιστέκεται και επιμένει κτλ., εδώ έχουμε έναν ανοιχτόμυαλο πιτσιρικά εγκλωβισμένο στα παραλίγο συναρπαστικά – και τελικώς συνθλιμμένα κάτω από τη χουντική μπότα – ελληνικά 60s, ένα απλό, λαϊκό παιδί από τη Θεσσαλονίκη, που μεγαλώνει σε μια Ελλάδα η οποία οδεύει με σπασμένα τα φρένα προς τη δικτατορία, για να κάνει το μεγάλο άλμα. Σε αντίθεση με τον μέσο έλληνα μυθιστορηματικό ήρωα που πάει στα ορυχεία για να δουλέψει σκληρά για να ζήσει τη φαμελιά του, τούτος εδώ ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι ανεμελιάς και ρεμπελιού ανά την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία, με κατάληξη την – αναπόφευκτη – Ινδία. Είναι η ιστορία του Χρήστου που, αν και αφομοιώνεται σε κουλτούρες και συμπεριφορές τελείως ξένες προς αυτόν, δεν χάνει ποτέ τον «Ελληνα», τον βαρύ, τον ζοχάδα, τον ερωτύλο, τον γκρινιάρη, χαράζοντας όμως μια προσωπική πορεία-σύνθεση όλων όσων είδε, άκουσε, γεύτηκε, γνώρισε. Γιατί μετά το «βλέπω», «ακούω», «γεύομαι», έρχεται, για όσους θέλουν, το «γνωρίζω».


Μαζί με τον Χρήστο ταξιδεύουμε και εμείς: Sgt Pepper’s, Alistair Crowley, Βιέννη, Στρασβούργο, Velvet Underground, Παρίσι, Miles Davis, Μάης ’68, Σαρτρ, Στοκχόλμη, ΠΑΚ, Frank Zappa, Κοπεγχάγη, Μόναχο, Βενετία, Τύνιδα, Sympathy for the Devil, Σικελία, Aldus Huxley, Κέρκυρα, Χανιά, Κωνσταντινούπολη, Magic Bus, Τεχεράνη, Everybody must get stoned, Χεράτ, Κανταχάρ, Καμπούλ, ονόματα φωτισμένα πλέον με άγριο κόκκινο φως που περνούν από μπροστά μας σαν μαγικές εικόνες που έρχονται από τα έγκατα του χρόνου· κερασάκι σχεδόν επιβεβλημένη Ινδία: Κρισναμούρτι, Βέδες, τσίλουμ, Δελχί, Βομβάη, Γκόα, Ummagumma, Καρνάτακα, Μπάγκαβαντ Γκίτα, Fort Cochin, Σρι Αουρομπίντο, Βαρανάσι. Μέσα από το ταξίδι ο Χρήστος δεν γίνεται ούτε πρέσβης του Ελληνισμού ούτε πρότυπο απαντοχής και ελληνικής λεβεντιάς· περιφέρεται αμήχανος, αδύναμος, χαμένος, χωρίς όμως ποτέ να χάνει αυτό που είναι, ένας έλληνας πολίτης του κόσμου.


Διάβασα τον Θείο Χάρη στη Βάρκαλα, μια παραλία του ινδικού Νότου. Είναι μια από Εκείνες τις παραλίες. Εκείνες τις παραλίες που ο ωκεανός χαϊδεύει με δίμετρα χάδια μερικών χιλιάδων υγρών κυβικών. Αν μάθεις να σέβεσαι τον ωκεανό, θα σε πάει βόλτα. Αν δείξεις υπεροψία, θα σου σπάσει τα μούτρα. Με οδηγό τον ωκεανό πήγε βόλτα ο θείος Χάρης. Με οδηγό τον θείο Χάρη και τον Χρήστο πήγα βόλτα κι εγώ (με ελάχιστες αμυχές). Και κάθε βόλτα είναι ένα μικρό ταξίδι. Δεν είναι;


Ο κ. Λένος Χρηστίδης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Διακοπές στη Χέλλαντ».