Η 15η Σεπτεμβρίου 2008, ημερομηνία της πτώσης της Lehman Brothers, εκτός από ορόσημο της Μεγάλης Ύφεσης του 21ου αιώνα οφείλει να αποτελέσει και την απαρχή ενός νέου πεδίου: της περί κρίσης φιλολογίας. Αρχικά ήταν οι οικονομολόγοι (Τζόζεφ Στίγκλιτς, Πολ Κρούγκμαν) εκείνοι που έσπευσαν να φωτίσουν αίτια και απαρχές – και να υπογραμμίσουν πώς είχαν προβλέψει ότι η φούσκα έβαινε προς σκάσιμο. Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν εξειδικευμένοι δημοσιογράφοι του οικονομικού ρεπορτάζ (Άντριου Ρος Σόρκιν, Γκίλιαν Τετ) προκειμένου να μας γνωρίσουν τις λειτουργίες των too big to fail δεινοσαύρων και των χαριτωμένων δομημένων προϊόντων τους. Τέλος, ήρθε η αυτού διασημότης, ο Μάικλ Λούις του Vanity Fair, να ασκήσει το οξύ βλέμμα του στο σαρκασμό, ταξιδεύοντας στον «νέο τρίτο κόσμο» Ισλανδίας, Ιρλανδίας, Ελλάδας και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Παρόμοιο ως ταξίδι, στα ίδια πάνω κάτω μέρη, είναι και το άκρως ελκυστικό Ημερολόγιο της κρίσης του Παύλου Τσίμα (Μεταίχμιο, 2011) – μείον την επιτηδευμένα προκλητική αγγλοσαξονική δημοσιογραφική ειρωνεία. Η περιπλάνησή του σκιαγραφεί μια εικόνα βίαιων κοινωνικών μεταπτώσεων, από το Μπουένος Αιρες του 2001 ως το Δουβλίνο του 2009 και το Ρέικιαβικ του 2010, στο κάδρο μιας χαώδους οικονομικής ανισότητας. Σε δεύτερο πλάνο, βάζοντας τις κουκκίδες εσωτερικών και εξωτερικών γεγονότων στη σειρά (πώς ο περίφημος «εκλογικός κύκλος» εκτροχίασε δαπάνες και έσοδα τη διετία 2008-2009, πώς η πτώχευση του Ντουμπάι έκανε τις αγορές να απωλέσουν την εμπιστοσύνη τους στην έννοια του κρατικού χρέους σε κάκιστη συγκυρία για το ελληνικό, πώς η Ελλάδα βρέθηκε «όμηρος και κλωτσοσκούφι ενός υπόγειου γαλλογερμανικού ανταγωνισμού»), ο Τσίμας δομεί ένα συνεκτικό αφήγημα των ποικίλων αλληλεπιδράσεων που κατέληξαν στην ελληνική χρεοκοπία.

Η αριθμητική του χρέους που επικαλείται (το 75% του ελληνικού ΑΕΠ αντιπροσώπευε η ιδιωτική κατανάλωση μιας χώρας 30ής στον κόσμο στην κατά κεφαλήν κατανάλωση, αλλά 90ής στην κατά κεφαλήν παραγωγή) αποδίδει τη στρεβλότητα του μεταπολιτευτικού μοντέλου ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, η αυτοψία σε χώρες που είτε αντιμετώπισαν διαφορετικά προβλήματα (το ισλανδικό παράδειγμα της τραπεζικής κατάρρευσης) είτε ακολούθησαν εναλλακτικές λύσεις (ο ιρλανδικός δρόμος της προληπτικής λιτότητας) υποδεικνύει τη συστημική διάσταση της κρίσης και τη συμβολή του ζουρλομανδύα της πάγιας συνταγής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Πέρα από τις συνεχείς συγκρίσεις και αντιστοιχίες μεταξύ αθηναϊκής και διεθνούς πραγματικότητας στην τριετία της κρίσης, αυτό που κατεξοχήν αναδύεται από το βιβλίο του Παύλου Τσίμα είναι η παντελής έλλειψη συσχετισμών μεταξύ εξελίξεων του διεθνούς και του εγχώριου περιβάλλοντος που διακρίνει την ελληνική πολιτική ελίτ. Και αν η περίπτωση της Lehman Brothers, η οποία διέλαθε της προσοχής της ελέω προεκλογικής εκστρατείας, είναι οριακά συγχωρητέα, εκείνες των προσφυγών Ουγγαρίας και Ρουμανίας στο ΔΝΤ στα τέλη του 2008 και τις αρχές του 2009 είναι κραυγαλέα ενδεικτικές της μακαριότητας μιας εγχώριας πολιτικής τάξης που ανάγοντας σε άρθρο πίστης το ιδεολόγημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως «αυτόματου πιλότου» διακυβέρνησης απαξιούσε κάθε πρόνοια σχεδίου αντιμετώπισης τη στιγμή που οι ισχυροί της Ένωσης αποστασιοποιούνταν από τις «αμαρτίες» του Νότου. (Το ότι οι έλληνες δημοσιολόγοι υπήρξαν εξίσου ελάχιστα υποψιασμένοι αναδεικνύει ένα πρόβλημα σχετικό με το παραπάνω: αυτό του ελάχιστου εύρους του δημοσίου διαλόγου, συχνά αυστηρά επικεντρωμένου σε μια πολιτική εκδοχή των μεσημεράδικων.)

Το αποτέλεσμα της ιδιότυπης περιχαράκωσης στον κόσμο μας ήταν η περίφημη ρήση του Γιώργου Βουλγαράκη περί απόλυτης ισοτιμίας των νομισμάτων νομίμου και ηθικού να εκληφθεί ως αποκλειστικά τοπικό πολιτικό φαινόμενο. Ενώ, στην πραγματικότητα, συνδυαζόμενη με τα διαδοχικά καταρρέοντα κομμάτια του ντόμινο Ισλανδίας, Ιρλανδίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Ντουμπάι, αυτή εξέφραζε την πεμπτουσία τριάντα χρόνων διδαγμάτων της Σχολής του Σικάγου. Γιατί τα δόγματα του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού εφαρμοζόμενα στην πράξη πρεσβεύουν τελικά πώς στην πλήρως απορρυθμισμένη αγορά ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό.