Λιάκος Αντώνης Ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Οι επέτειοι ανάμεσα στην ιστορία και στην προσδοκία

Τα εκατό χρόνια του «Βήματος» συμπίπτουν με έναν αστερισμό σημαντικών επετείων. Τα 200 χρόνια από το ’21, τα 100 χρόνια από το ’22 και τα επικείμενα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Οι τρεις από τους τέσσερις πυλώνες της σύγχρονης εθνικής μνήμης στην Ελλάδα (ο τέταρτος είναι η δεκαετία του ’40) είναι παρόντες στην πυκνή τετραετία 2021-2024. Πρόκειται όχι απλώς για επετείους χρονολογιών αλλά «χρονοτόπων» (με το πλάτος που έχει αποκτήσει ο όρος στη θεωρία της λογοτεχνίας). Γιατί κάθε επέτειος δεν αναφέρεται μόνο στα συγκεκριμένα γεγονότα ενός τόπου στο παρελθόν, αλλά στον ιστορικό χρόνο που οργανώνει το γεγονός που μνημονεύουμε, στις εμπειρίες και στις αξίες που μεταφέρει, εν τέλει στις σημασίες που του αποδίδουμε. Στον χρονότοπο μύθος και ιστορία συντήκεται. Ετσι άλλωστε ένα γεγονός μετασχηματίζεται σε μεγάλο, εθνικό γεγονός. Και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα δεν βρίσκονται μόνο στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν. Είναι ανοιχτά, πολλές φορές και στοιχειωμένα. Γιατί δεν εξαντλήθηκαν με τη μεταβολή των συνθηκών που τα δημιούργησαν. Δεν ανήκουν μόνο στο αρχείο και στο μουσείο. Συνεχίζουν να μας συγκινούν και τα κουβεντιάζουμε γιατί μετεωρίζονται ανάμεσα στην ιστορία και στην προσδοκία. Γιατί θεωρούμε ότι η ολοκλήρωσή τους δεν εξαντλείται στο παρελθόν, αλλά δεσμεύει και τις επόμενες γενιές, τη συλλογική συνείδηση. Τα μεγάλα γεγονότα βρίσκονται στο σημείο όπου ο ορίζοντας της ιστορίας του παρελθόντος αγγίζει τον ορίζοντα προσδοκιών που ανοίγεται στο μέλλον. Αν δηλαδή αυτά τα γεγονότα διαφέρουν από πολλά άλλα προηγούμενα ή επόμενα είναι γιατί αιωρούνται σε έναν ιδεατό ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο τετελεσμένο και στο ανεκπλήρωτο. Η έννοια της ιστορικής εκπλήρωσης και της δικαίωσης (με την απαραίτητη πολυσημία της) είναι η δύναμή τους, αυτή που τα μετατρέπει σε άξονες πολιτισμικής μνήμης. Δεν γίνεται πάντα, δεν γίνεται για όλα τα γεγονότα, δεν διαρκεί για πάντα. Κάποτε και τα μεγάλα γεγονότα εξαντλούν την ικανότητά τους να γεννούν καινούργια νοήματα. Ιστοριοποιούνται και μουσειοποιούνται αμετάκλητα.

Τα μεγάλα γεγονότα βρίσκονται στο σημείο όπου ο ορίζοντας της ιστορίας του παρελθόντος αγγίζει τον ορίζοντα προσδοκιών που ανοίγεται στο μέλλον

Εχουμε επομένως το δικαίωμα να αναρωτηθούμε αν το σήμερα, το συγκεκριμένο ελληνικό σήμερα των πυκνών επετειακών χρόνων ανταποκρίνεται σε εκείνο που θα προσδοκούσαμε ως δικαίωση αυτών των τεσσάρων αξόνων με τους οποίους οργανώθηκε η εθνική μνήμη. Για να το θέσω με όρους καθημερινής συζήτησης, είναι η Ελλάδα αυτό που θα περιμέναμε με βάση τις επετείους που μνημονεύουμε; Αν δεν είχαμε το δικαίωμα να θέσουμε το ερώτημα αυτό, θα σήμαινε ότι οι επέτειοι έχουν εξαντληθεί.

Αν έχουμε όμως το δικαίωμα, μπορούμε να αναρωτηθούμε για να αναστοχαστούμε το παρόν μαζί με το παρελθόν. Ποιος και ποια θα φανταζόταν ότι 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τους πρόσφυγες (που ήρθαν στην Ελλάδα την πολεμική δεκαετία από το 1914 έως το 1924) θα καταδικαζόταν η χώρα από διεθνή δικαστήρια και οργανισμούς για τραγικά γεγονότα όπως στο Φαρμακονήσι, για τα push backs, για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη βάρβαρη συμπεριφορά των κρατικών αρχών απέναντι στους πρόσφυγες της εποχής μας; Είναι δικαίωση εκείνης της τρομερής εμπειρίας πριν από έναν αιώνα η σημερινή πολιτική της Ελλάδας στο Προσφυγικό;

Είναι η Ελλάδα αυτό που θα περιμέναμε με βάση τις επετείους που μνημονεύουμε; Αν δεν είχαμε το δικαίωμα να θέσουμε το ερώτημα αυτό, θα σήμαινε ότι οι επέτειοι έχουν εξαντληθεί

Ποιος και ποια θα φανταζόταν ότι στα επικείμενα 50 χρόνια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και στο έπος της Μεταπολίτευσης θα σκιάζουν τη χώρα το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και των υποκλοπών αρχηγών κομμάτων, πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών κ.ά., η πεισματική άρνηση να ριχτεί φως, οι αποκρύψεις, οι συγκαλύψεις και τα απροκάλυπτα ψέματα; Θυμίζουν όλα αυτά τη Μεταπολίτευση ή την προηγούμενη εποχή, τα «πέτρινα χρόνια» του «φακελώματος» και των παρακολουθήσεων των ελλήνων πολιτών, του φόβου και της καχυποψίας. Πώς μας φαίνεται το να στρατοπεδεύει η Αστυνομία στα πανεπιστήμια; Πώς μας φαίνεται η επανεμφάνιση ύστερα από 50 χρόνια στρατοπέδων εγκλεισμού ανθρώπων και οικογενειών χωρίς δίκη με το εξωραϊσμένο όνομα «κλειστές δομές φιλοξενίας»; Μας φαίνεται ότι συνάδει με το πνεύμα της δημοκρατίας που γιορτάζουμε να βλέπουμε τον Τύπο και τα ΜΜΕ – αυτό το θεμέλιο της δημοκρατίας – στα χέρια τριών-τεσσάρων ολιγαρχών; Ποιος/α της γενιάς μας που πάσχιζε για τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό και την απαλλαγή της χώρας από τον νεποτισμό και το πελατειακό σύστημα θα φανταζόταν την επιστροφή της οικογενειοκρατίας στην κορυφή της πολιτικής ζωής και το άπλωμά της από την κυβέρνηση έως τον δήμο της πρωτεύουσας, από τις μυστικές υπηρεσίες έως τα δημοφιλή ΜΜΕ και τις ΜΚΟ; Αν το δημόσιο σύστημα Υγείας ήταν μια από τις βασικότερες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, πώς μας φαίνεται η κατεδάφισή του;

Το χειρότερο όμως από όσα συμβαίνουν είναι ότι όλα αυτά δεν μας φαίνονται αδιανόητα, δεν μας φαίνονται απειλητικά. Δεν μας φαίνονται αντίθετα με τις αξίες που ομνύουμε στους επετειακούς εορτασμούς. Συμβαίνει μάλιστα το αντίστροφο: Μας φαίνονται ετερόδοξες, εκτός κλίματος, ενδεχομένως παρωχημένες, οι ευαισθησίες και οι διαμαρτυρίες για τα ζητήματα αυτά. Και μόνο που διατυπώνονται δημόσια προκαλούν δυσφορία. Φοβάμαι ότι μέσα από μικρές καθημερινές μετατοπίσεις και ρωγμές έχουμε αποξενωθεί ριζικά από το πνεύμα των επετείων που γιορτάζουμε.

Μακάρι να βρούμε τη δύναμη να το επανακτήσουμε.

ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ