Το απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1992, έχοντας αφήσει πίσω μου μια Αθήνα αποσβολωμένη από τη δολοφονία του εικοσάχρονου Θάνου Αξαρλιάν από τη «17 Νοέμβρη» πέντε ημέρες νωρίτερα, περπατούσα στο κέντρο της Ρώμης. Ζέστη πολλή, τουρίστες παντού. Σε ένα καφέ-μπαρ αγόρασα ενα μπουκάλι νερό. Κάποιος φώναξε «σκότωσαν τον Μπορσελίνο!». Aνοιξαν διαμιάς τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, οι συνομιλίες φούντωσαν. «Ποιος είναι ο Μπορσελίνο;» ρώτησα. «Ο δικαστής Πάολο Μπορσελίνο. Ο φίλος του Τζοβάνι Φαλκόνε, του δικαστή που δολοφονήθηκε επίσης από τη Μαφία πριν από δύο μήνες». Λίγο αργότερα, τρία περιπολικά της αστυνομίας σταμάτησαν μπροστά μου, στη γωνία δυο δρόμων κοντά στην Piazza di Spagna: ένοπλοι φώναζαν «ψηλά τα χέρια», το πλήθος των τουριστών αραίωσε και ένας νεαρός βρέθηκε με το πρόσωπο στον τοίχο. Τις επόμενες ημέρες οι δολοφονηθέντες δικαστές πέρασαν στο πάνθεον των ηρώων. Η οργή του κόσμου ξεχείλιζε, τόσο εναντίον της Μαφίας όσο και κατά του ιταλικού κράτους που έμοιαζε αδύναμο να σταματήσει τον πόλεμο της Κόζα Νόστρα. Η αποφυλάκιση του αρχιμαφιόζου Τριάντα σχεδόν χρόνια αργότερα, η Μαφία γίνεται ξανά πρώτη είδηση με την αποφυλάκιση, ύστερα από 25 έτη, στις 31 Μαΐου, του αρχιμαφιόζου Τζοβάνι Μπρούσκα, δολοφόνου του δικαστή Φαλκόνε και άλλων εκατό ανθρώπων, ανάμεσά τους και ενός παιδιού 11 ετών. Ο Μπρούσκα, 64 ετών, είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη αλλά αποφυλακίστηκε γιατί συνεργάστηκε με τις αρχές. Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, για ειδεχθή εγκλήματα όπως αυτά της Μαφίας, η ισόβια κάθειρξη είναι ισόβια μόνο αν ο καταδικασθείς αρνείται να συνεργαστεί με τις αρχές. Οργή και έντονες αντιδράσεις Η αποφυλάκιση του Μπρούσκα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο από τους συγγενείς των θυμάτων του όσο και στην πολιτική τάξη της Ιταλίας, καθώς άνοιξε ξανά τη συζήτηση για την επιβολή αυστηρότερων ποινών για τα ειδεχθή εγκλήματα, μια συζήτηση που έχει αρχίσει και στην Ελλάδα με αφορμή την κυβερνητική εισήγηση για αυστηρότερες ποινές για εγκλήματα, όπως η δολοφονία της εικοσάχρονης Καρολάιν Κράουτς στα Γλυκά Νερά. Η Μαρία Φαλκόνε, αδελφή του δικαστή Φαλκόνε, νομικός και η ίδια, δήλωσε ότι σε ανθρώπινο επίπεδο η αποφυλάκιση του Μπρούσκα είναι οδυνηρό γεγονός, όμως ο νόμος πρέπει να τηρείται και «ο νόμος για την αποφυλάκιση των μαφιόζων που συνεργάζονται με τη Δικαιοσύνη είναι νόμος που πρότεινε ο αδελφός μου». Ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά που μετέχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι, δήλωσε ότι «αυτή δεν είναι δικαιοσύνη που αξίζει στους Ιταλούς». Ο Ενρίκο Λέτα, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, επικεφαλής του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος που επίσης μετέχει στην κυβέρνηση, χαρακτήρισε την αποφυλάκιση του Μπρούσκα «γροθιά στο στομάχι». «Τα οφέλη της νομοθεσίας» Μιλώντας στο «Βήμα», η Ιλάρια Μερέντα, καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης ROMA III, τονίζει ότι «είναι απολύτως σεβαστά ο πόνος και η οργή των συγγενών των θυμάτων. Ο ρόλος ωστόσο του κράτους δεν είναι να αντιδρά συναισθηματικά αλλά να μάχεται για την πάταξη της Μαφίας. Είναι κρίμα που η νομοθεσία εναντίον της Μαφίας εργαλειοποιείται από τους πολιτικούς για ψηφοθηρικούς λόγους. Ο μέσος πολίτης δεν διαθέτει τις γνώσεις για να κατανοήσει την απόφαση της Δικαιοσύνης για την αποφυλάκιση του Μπρούσκα: παρακολουθεί την είδηση στην τηλεόραση και εξανίσταται. Εδώ ακριβώς πρέπει να παρέμβουν οι πολιτικοί: όχι για να εργαλειοποιήσουν το ζήτημα, ευτελίζοντάς το, αλλά για να εξηγήσουν στους πολίτες τα οφέλη της συγκεκριμένης νομοθεσίας». Ο Tζουζέπε Αμαρέλι, καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Νάπολι, διευκρινίζει μιλώντας στο «Βήμα» ότι «το σκεπτικό είναι η καταπολέμηση της Μαφίας εκ των έσω, διότι οι προηγούμενες τακτικές δεν απέφεραν αποτελέσματα. Η καθιέρωση, από το 1991, της συγκεκριμένης νομοθεσίας ήταν ορθή νομική και πολιτική επιλογή. Η μείωση της ποινής για όσους συνεργάζονται με τη Δικαιοσύνη αφορά κυρίως τους αρχηγούς της Μαφίας, διότι αυτοί μπορούν να δώσουν σημαντικότατες πληροφορίες στη Δικαιοσύνη. Οσο υψηλότερα ιστάμενος στην ιεραρχία της Μαφίας είναι ένας εγκληματίας τόσο πιο πολύτιμες οι πληροφορίες αν συνεργαστεί με τις αρχές. Εξάλλου ο νόμος είναι σαφής, όσοι δεν συνεργάζονται, όπως ο διαβόητος “νονός” Μπερνάρντο Προβεντσάνο, που συνελήφθη το 2006, ύστερα από 43 χρόνια, πεθαίνουν στη φυλακή». «Στόχος του κράτους δεν είναι η εκδίκηση» Τον Τζοβάνι Φαλκόνε είχε την τύχη να συναντήσει στο πλαίσιο νομικών συνεδρίων ο Βιντσέντσο Μιλιτέλο, τακτικός καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο. Ο καθηγητής Μιλιτέλο εξηγεί στο «Βήμα» ότι κατανοεί την πολεμική με αφορμή την αποφυλάκιση του Μπρούσκα. «Από την πλευρά των συγγενών των θυμάτων είναι απολύτως δικαιολογημένες η οδύνη και η μεγάλη απογοήτευση. Στόχος του κράτους όμως δεν είναι ούτε να παίρνει εκδίκηση για λογαριασμό των συγγενών των θυμάτων ούτε να ενδιαφέρεται αν έχουν μεταμεληθεί οι εγκληματίες, η Δικαιοσύνη δεν είναι θρησκεία, η μετάνοια είναι θρησκευτικός όρος. Το κράτος δικαίου ενδιαφέρεται να συλλέξει πληροφορίες από τη συνεργασία με τους καταδικασθέντες, γι’ αυτό και είναι σωστότερο αυτοί να προσδιορίζονται ως “συνεργάτες” (collaboratori) και όχι ως “μεταμεληθέντες” (pentiti)». {ERT}Είναι τόσο σημαντική η συνεργασία των εγκληματιών με τη Δικαιοσύνη για την πάταξη της Μαφίας; {ERT} «Είναι ιστορικά αποδεδειγμένη. Οι μεγάλες δίκες των 550 μαφιόζων στο Παλέρμο (1983-1986) άλλαξαν το παράδειγμα στην ιταλική Δικαιοσύνη. Επικεφαλής των ερευνών στις δίκες ήταν ο δικαστής Φαλκόνε. Ηταν οι πρώτες δίκες που επέβαλαν μεγάλες ποινές στους αρχηγούς της Μαφίας. Στις δεκατίες του 1970 και του 1960 οι ποινές που επιβάλλονταν ήταν ελαφρύτερες διότι δεν είχε αποδειχθεί νομικά η ύπαρξη της Μαφίας. Στις δίκες του 1983-1986 οι αποκαλύψεις του αρχιμαφιόζου Τομάζο Μπουσέτα, που συνεργάστηκε με τις αρχές, ήταν καθοριστικές». {ERT}Η συγκεκριμένη νομοθεσία είχε χρησιμοποιηθεί αρχικώς για την αντιμετώπιση της αριστερής τρομοκρατίας στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970. Τι ώθησε τον δικαστή Φαλκόνε να την προκρίνει και στη μάχη κατά της Μαφίας; {ERT} «Ο δικαστής Φαλκόνε ήταν εξαιρετικός αναλυτής των εγκληματικών φαινομένων, παρατηρούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τη μυστικότητα, την “ομερτά”, εγγεγραμμένη στο DNA της Μαφίας. Προκρίνοντας τη σχετική νομοθεσία κατάφερε καίριο αποφασιστικό πλήγμα κατά του οργανωμένου εγκλήματος».