Οταν τα κτίρια λένε ιστορίες

Το αρχιτεκτονικό δίδυμο Κατερίνα Διονυσοπούλου και Billy Μαυρόπουλος, με σπουδές, μόνιμη διαμονή και επαγγελματική έδρα στο Λονδίνο, συνδυάζει την παράδοση με την καινοτομία υπογράφοντας οικοδομήματα που μιλούν και αναπνέουν ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Οταν τα κτίρια λένε ιστορίες

Οταν έφτασε η στιγμή να βρουν όνομα για το γραφείο τους, το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν το πιο απλό: να βάλουν δίπλα-δίπλα τα επίθετά τους. Γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι τα Διονυσοπούλου και Μαυρόπουλος δεν ήταν ακριβώς τα πιο βατά ονόματα για ένα διεθνές κοινό – ιδίως σε μια πόλη όπως το Λονδίνο. Ψάχνοντας λοιπόν ανάμεσα στα κλασικά «studio», «atelier» και «bureau», έπεσε η ιδέα για το «Bureau de Change», μια φράση που τους κέρδισε αμέσως: γραφείο ανταλλαγής συναλλάγματος, ναι, αλλά και γραφείο της αλλαγής. Σαν να περιέγραφε αυτό ακριβώς που ήθελαν να κάνουν.

Τίποτα από όλα αυτά δεν φαινόταν πιθανό την πρώτη φορά που συναντήθηκαν στους Foster + Partners, στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Νόρμαν Φόστερ στο Λονδίνο. Τους έφερε σε επαφή ένας συνάδελφος που σκέφτηκε ότι αφού προέρχονται και οι δύο από μια τόσο μικρή χώρα, ποιος ξέρει, «μπορεί κάπως να γνωρίζονται». Από εκείνη την απλή σύσταση άρχισε να χτίζεται μια φιλία και μια συνεργασία που χρειάστηκε τον χρόνο της για να βρει ρυθμό.

Αλλά όταν τον βρήκε, έγινε μια «έκρηξη» και έκτοτε τίποτα δεν έμεινε στα συνηθισμένα. Από όταν ένωσαν τις δυνάμεις τους, το 2013, τα βραβεία άρχισαν να έρχονται το ένα μετά το άλλο. Από το FX Breakthrough Talent of the Year 2016 και το Sunday Times Architect of the Year 2019 ή το Brick Development Association Award, η ανοδική πορεία τους θυμίζει κούρσα χωρίς παύση. Πρόσφατα βρέθηκαν στην έβδομη θέση της λίστας με τα 30 καλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία του περιοδικού «Architizer», πίσω από καθιερωμένα ονόματα του χώρου, όπως οι Zaha Hadid Architects, οι Foster + Partners, το Heatherwick Studio και οι Adjaye Associates.

Photo Ben Blossom BdeC

Σε έναν χώρο αγρίως ανταγωνιστικό, εκείνοι έχουν βρει τον τρόπο να ξεχωρίζουν. Και τι είναι αυτό που τους διαφοροποιεί; Ισως η ιδιότυπη «διπλή ζωή» των κτιρίων τους: όταν τα αντικρίζεις δεν είσαι σίγουρος αν βλέπεις κάτι καινούργιο ή κάτι παλιό που έχει αποκτήσει μια απρόσμενη λάμψη. Οι επιφάνειές τους μοιάζουν με το δέρμα του χαμαιλέοντα: αλλάζουν, αναπνέουν, προσαρμόζονται στο περιβάλλον, σαν να ήταν πάντα μέρος του.

Τα δομικά υλικά ως στοιχεία ταυτότητας

Για τους δύο αρχιτέκτονες είναι σημαντικό τα projects τους «να λένε ιστορίες», να έχουν άμεση σύνδεση με τον περιβάλλοντα χώρο, την πόλη ή τη γεωγραφική τοποθεσία στην οποία βρίσκονται: «Τα κτίριά μας καταλαμβάνουν αυτόν τον ενδιάμεσο αρχιτεκτονικό χώρο, που είναι κάπως από το παρελθόν αλλά ταυτόχρονα και από το παρόν και το άμεσο μέλλον.

Προσπαθούμε να τους δίνουμε μια τέτοια ταυτότητα, ώστε με την πρώτη ματιά να μην μπορείς να καταλάβεις αν βρίσκονταν εκεί ανέκαθεν ή αν μόλις κατασκευάστηκαν, όσο όμως τα βιώνεις να γίνεται ολοένα πιο φανερό ότι είναι καινούργια. Αυτό είναι αφενός κάτι που τα συνδέει άρρηκτα με το μέρος στο οποίο βρίσκονται και αφετέρου ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την εργασία μας. Οπως επίσης ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα υλικά. Ενώ όλα μας τα projects είναι εμφανώς διαφορετικά, η πολυπλοκότητα με την οποία είναι διαμορφωμένα, η προσοχή στη λεπτομέρεια και η έμφαση στην εμπειρία του χρήστη αποτελούν ίσως το νήμα που τα ενώνει».

Γιατί βέβαια σε κάθε έργο η ιστορία ενός βασικού δομικού υλικού είναι κατά κάποιον τρόπο διαφορετική, αποτέλεσμα έρευνας και διαθεσιμότητας του πελάτη να ενδώσει σε κάτι που είναι καινοτόμο εκτός από χρηστικό. Για παράδειγμα, το W House στο Λονδίνο, για το οποίο βραβεύθηκαν πρόσφατα με το Brick Development Association Award, είναι μια διπλοκατοικία της ύστερης βικτωριανής περιόδου την οποία ανακαίνισαν και επέκτειναν εντάσσοντας σε αυτήν έναν γλυπτικό όγκο από τούβλο, εμπνευσμένο από τα ιστορικά προφίλ ξυλουργικών καλουπιών.

Στο The Interlock στην περιοχή Fitzrovia του Λονδίνου χρησιμοποίησαν Staffordshire blue clay, έναν ματ μπλε άργιλο που ξεχωρίζει από τα παραδοσιακά τούβλα της περιοχής. Χυτεύτηκε σε χειροποίητα καλούπια και ψήθηκε για να αποκτήσει μοναδική υφή, δημιουργώντας 30 διαφορετικούς «απογόνους» από 14 αρχικά τούβλα. Με τη βοήθεια templates σε φυσικό μέγεθος, η τοποθέτηση των 5.000 τούβλων έγινε σαν να γράφεται μια μουσική παρτιτούρα, καθιστώντας το συγκεκριμένο υλικό ένα δομικό και ταυτόχρονα γλυπτικό στοιχείο που καθορίζει τον χαρακτήρα του κτιρίου.

«Πρόσφατα, σε ένα άλλο project είχαμε την ιδέα να χρησιμοποιήσουμε τους “γεμισμένους” τούβλινους τοίχους του υπάρχοντος κτιρίου, να τους “αλέσουμε” και να φτιάξουμε από αυτούς την πρώτη ύλη για τις προσόψεις του νέου κτιρίου. Ηταν κάτι που είχε να κάνει με τη γενικότερη ιδέα του “επαναπροσδιορισμού”, και σε επίπεδο σχεδιασμού και σε επίπεδο ανακύκλωσης. Σε άλλες περιπτώσεις κοιτάζουμε τη μορφή που μπορεί να πάρει κάθε υλικό και πώς μπορούμε να μειώσουμε τη σπατάλη σε ό,τι αφορά την ενέργεια παραγωγής του αλλά και τον όγκο που πετιέται» εξηγούν οι ιδρυτές του Bureau de Change για το πώς επιλέγουν τα υλικά και τον τρόπο χρήσης τους.

Αλλο να το λες, άλλο να το ερευνάς και άλλο να το υλοποιείς. Είναι δύσκολο να μη σκεφτείς ότι μια τέτοια προσέγγιση έχει δυσκολίες στην παραγωγή, είτε σε επίπεδο κατασκευής, είτε στην εύρεση τεχνιτών που το φέρνουν εις πέρας. Οι δύο αρχιτέκτονες επισημαίνουν: «Πολύ πριν από την κατασκευή, έχουμε ήδη αποφασίσει τα υλικά με τα οποία θα δουλέψουμε, τις ιδιαιτερότητες του project και την πολυπλοκότητα της κάθε πρότασης. Εχουμε ήδη συμπεριλάβει στη συζήτηση ειδικούς, τεχνίτες και κατασκευαστές και φροντίζουμε να έχουμε τεστάρει σε κλίμακα 1:1 κομμάτια του κτιρίου, ούτως ώστε το ρίσκο να είναι σχεδόν μηδενικό μόλις ξεκινήσουμε. Την ίδια σχέση χτίζουμε και με τους εργολάβους. Για να υλοποιηθούν οι ιδέες μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο κάθε εργολάβος που εργάζεται στα κτίριά μας πρέπει να πιστεύει σε αυτές, να είναι κομμάτι της εκάστοτε καινοτομίας και να αντιλαμβάνεται τον χρόνο και τη σκέψη που απαιτούνται για να γίνει πραγματικότητα».

Photo Gilbert McCarragher Cast House

Από τον Χέδεργουικ στον Φόστερ

Το υπόβαθρο και η επαγγελματική πορεία τους εξηγούν σε μεγάλο βαθμό και τις δημιουργικές επιλογές τους. Τόσο η Διονυσοπούλου όσο και ο Μαυρόπουλος μεγάλωσαν στην Αθήνα. Εκείνη πραγματοποίησε τις πρώτες σπουδές της στο ΑΠΘ, προτού συνεχίσει στην Bartlett του UCL και αργότερα ενταχθεί στο γραφείο του Τόμας Χέδεργουικ. Εκείνος, ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από το Χημικό, έφυγε για την Αγγλία και το University of East London και ακολούθως το Royal College of Art, προτού συναντήσει το µετέπειτα επαγγελµατικό του ταίρι στους Foster + Partners.

Στο μεταξύ, σημειώθηκαν και άλλες σημαντικές διακρίσεις. Η Διονυσοπούλου ηγήθηκε της ομάδας του Heatherwick Studio που σχεδίασε το περίπτερο του Ηνωµένου Βασιλείου στην Παγκόσµια Εκθεση της Σανγκάης το 2010, έργο που απέσπασε το πολυπόθητο βραβείο Lubetkin. Ο Μαυρόπουλος, από την άλλη, έχει συνεργαστεί ως ανεξάρτητος design consultant σε έργα για την Tate Modern, την Tate Britain και τα Selfridges. Το 2010 παρουσιάστηκε στο τεύχος «Next Generation» του περιοδικού «Wallpaper*» ως ένας σχεδιαστής που αναμένεται να αλλάξει το πρόσωπο του design μέσα στα επόμενα 30 χρόνια.

Οι ίδιοι θα πουν: «Στη θητεία μας στο αρχιτεκτονικό γραφείο Foster + Partners μάθαμε πολλά πράγματα – πάντα λέμε πως ίσως ήταν το πιο σημαντικό σχολείο για εμάς. Μάθαμε για την αρχιτεκτονική σαν επιχείρηση: πώς ένα αρχιτεκτονικό γραφείο καταφέρνει να παράγει έργα υψηλής ποιότητας, με συνεπή ταυτότητα, και ταυτόχρονα να λειτουργεί αποτελεσματικά.

Επίσης, κάτι στο οποίο δίνουν µεγάλη βαρύτητα στους Foster + Partners είναι οι κατόψεις σε ό,τι αφορά τη διαρρύθμιση χώρων και την εμπειρία του χρήστη – αυτό είναι που αποτυπώθηκε στο DNA μας. Από το αρχιτεκτονικό γραφείο Heatherwick Studio τα διδάγματα ήταν διαφορετικά. Μάθαμε πώς να σκεφτόμαστε πιο καινοτόμα. Η προσέγγιση του Τόμας Χέδεργουικ είναι ότι κάθε project έχει τη δυνατότητα και πρέπει να είναι μοναδικό. Αυτό είναι κάτι που προσπαθούμε να κάνουμε και εμείς κατά κάποιον τρόπο στο δικό μας γραφείο».

Photo Gilbert McCarragher

Η επαφή με την Ελλάδα

Πάντως τους δεσμούς με την Ελλάδα δεν τους κόβουν, ίσα-ίσα, έχουν αρχίσει να δραστηριοποιούνται και εδώ, όπου οι προκλήσεις είναι διαφορετικές από εκείνες του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι ίδιοι εξηγούν: «Στην Αγγλία, το θέµα της άδειας κατασκευής γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Οι τοπικές αρχές έχουν πολύ μεγάλη ανάμειξη σε αυτή τη διαδικασία, ειδικά αν χτίζεις σε περιοχές ιστορικού ή αισθητικού ενδιαφέροντος. Ετσι, είναι σημαντικό να γίνονται κομμάτι της αφήγησης του κάθε project για να καταλάβουν και να στηρίξουν τις ιδέες μας.

Επίσης, τα τελευταία χρόνια μειώνονται όλο και περισσότερο οι ειδικευμένοι τεχνίτες – είτε σε παραδοσιακές τέχνες είτε σε νέες τεχνολογίες. Αυτή τη στιγμή κατασκευάζουμε ένα κτίριο στο Λονδίνο του οποίου η πρόσοψη είναι φτιαγμένη από εκτυπωμένα τρισδιάστατα κεραμικά στοιχεία που παράγονται στη Βαρκελώνη. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να βρούμε τοπική εταιρεία να τα φτιάξει, ενώ θέλουμε να στηρίζουμε τοπικές επιχειρήσεις και τεχνίτες.

Στην Ελλάδα, έχουμε βιώσει το αντίθετο. Στο κατάστημα του Νίκου Κούλη, για παράδειγμα, εργαστήκαμε με μοναδικούς ελληνες τεχνίτες (μεταλλουργούς, ξυλουργούς, μαραγκούς), που πραγματικά αντιμετώπισαν το έργο ως πρόκληση και έκαναν το αδύνατο δυνατό. Αυτό που ίσως διαφέρει είναι η έλλειψη ξεκάθαρου συστήματος όσον αφορά πολλές από τις διαδικασίες που απαιτούνται για μια κατασκευή – κάποιες φορές η συστηματοποίηση δημιουργεί διευκολύνσεις και επιτάχυνση ορισμένων διαδικασιών, γεγονός που βοηθά πολύ στην Αγγλία. Εμείς, ως γραφείο, ίσως βρισκόμαστε κάπου στη μέση».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version