Φθάνεις στη Mulberry Street, μεταξύ Huling Avenue και Εast Butler Avenue, έχοντας ανακαλέσει στη μνήμη σου όλες τις εικόνες που έχεις δει σε παλιές φωτογραφίες, ντοκιμαντέρ, σχολικά βιβλία, αλλά και από τη σχετικά πρόσφατη ανάγνωση του ταξιδιωτικού οδηγού σου για το Μέμφις. Ξέρεις τι πρόκειται να αντικρίσεις, κι όμως τίποτα δεν σε προετοιμάζει για την περίεργη συγκίνηση που θα νιώσεις όταν βρεθείς μπροστά του. Το Lorraine Motel στέκει εκεί, σαν να είναι παγωμένο στον χρόνο, με τη ρετρό ταμπέλα του να σε μεταφέρει κατευθείαν πίσω στη δεκαετία του ’60. Αισθάνεσαι ότι έχεις γλιστρήσει μέσα σε ένα επιχρωματισμένο με τα παστέλ χρώματα του κτιρίου καρέ χολιγουντιανής ταινίας. Δεν επισκέπτεσαι απλώς ένα ξενοδοχείο, αλλά το σημείο όπου γράφτηκε ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της αμερικανικής Ιστορίας.
Το κατάλυμα όπου στις 4 Απριλίου 1968 δολοφονήθηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, είναι το πρώτο αξιοθέατο του Μέμφις που επισκεφθήκαμε μόλις φτάσαμε στην πόλη του αμερικανικού Νότου. Παραμένει εξάλλου το σπουδαιότερο αξιοθέατό της. Ενα απλό διώροφο μοτέλ που δεν θα το θυμόταν κανένας αν εκείνο το δραματικό γεγονός δεν το μετέτρεπε στον πιο φορτισμένο – μαζί με το σημείο της δολοφονίας του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στο Ντάλας – τόπο των ΗΠΑ. Ας δούμε όμως την ιστορία, ξεκινώντας μία ημέρα πριν από την κορύφωση του δράματος.
Το Lorraine Motel και το τέλος του MLK
Το ημερολόγιο έδειχνε 3 Απριλίου 1968. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ξύπνησε στο δωμάτιο 306. Εξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Στο Μέμφις είχε έρθει για να στηρίξει την απεργία των αφροαμερικανών εργαζομένων στην καθαριότητα. Mία εβδομάδα νωρίτερα, μια αρχικά ειρηνική πορεία, με τον Κινγκ στην κεφαλή της, είχε καταλήξει σε βίαιες συγκρούσεις με την Αστυνομία, με έναν 16χρονο να πέφτει νεκρός. Οι εντάσεις ήταν τεράστιες, ο ίδιος εκείνες τις ημέρες δεχόταν τηλεφωνικές απειλές θανάτου. Οι συνεργάτες του τον προέτρεψαν να ακυρώσει την ομιλία που θα έδινε το βράδυ στον πεντηκοστιανό ναό Μέισον, εκείνος όμως όταν είδε το πλήθος που είχε συρρεύσει παρά τον πολύ κακό καιρό, ανέβηκε στο βήμα. Η ανατριχιαστική ομιλία του, γνωστή ως «I’ve Been to the Mountaintop» («Εχω πάει στην κορυφή του βουνού»), είναι ίσως η πιο προφητική στιγμή της ζωής του: «Μην ανησυχείτε για εμένα», είπε μεταξύ άλλων, «…κοίταξα και είδα τη Γη της Επαγγελίας. Μπορεί να μη φτάσω εκεί μαζί σας, μα απόψε θέλω να σας πω ότι όλοι εμείς, ως λαός, θα φτάσουμε στη Γη της Επαγγελίας». Ο κόσμος τον αποθέωσε.

Η επομένη τον βρήκε πάλι στο δωμάτιο 306 του Lorraine Motel. Εξω ο ήλιος έλαμπε, σε αντίθεση με την προηγούμενη σκοτεινή ημέρα. Συνάντησε τους συνεργάτες του για να συζητήσουν τη στρατηγική τους για τη μεγάλη πορεία που έχει μετακινηθεί από τις 5 για τις 8 Απριλίου. Ο Κινγκ επέμενε ότι έπρεπε να είναι απολύτως ειρηνική. Στο σημειωματάριό του φέρεται να είχε γράψει: «Η μη βία είναι η μόνη απάντηση». Λίγο πριν από τις έξι το απόγευμα, επιμελώς ντυμένος με σκούρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβάτα, πρόβαλε στο μπαλκόνι του δωματίου 306 έτοιμος να αναχωρήσει για δείπνο στο σπίτι του πάστορα Σάμιουελ Κάιλς. Στο πάρκινγκ, τον περίμενε ο νεαρός συνεργάτης του Τζέσι Τζάκσον, με τον οποίο ο Κινγκ αντάλλαξε μερικές περιπαικτικές ατάκες για την ανάρμοστη αμφίεσή του. Τότε, στις 6 και ένα λεπτό, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Κινγκ σωριάστηκε στο μπαλκόνι χτυπημένος στον λαιμό.
Ο Τζέσι Τζάκσον έτρεξε πάνω του – αν και στη συνέχεια κατηγορήθηκε πως υπερέβαλλε στις μαρτυρίες του για την εγγύτητά του τη στιγμή του χτυπήματος –, μαζί του και άλλοι συνεργάτες. Ο στενός συνεργάτης του Ραλφ Αμπερνάθι ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά του. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Μια διάσημη φωτογραφία θα απαθανατίσει εκείνη τη στιγμή: οι συνεργάτες του συγκεντρωμένοι πάνω από το σώμα του δείχνουν προς το σημείο από όπου ήρθε η σφαίρα. Λίγα λεπτά μετά, ένα ασθενοφόρο τον μετέφερε στο St. Joseph’s Hospital. Οι γιατροί προσπαθούσαν επί μιάμιση ώρα να τον επαναφέρουν. Στις 7.05 μ.μ. ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ κηρύχθηκε επίσημα νεκρός. Ηταν μόλις 39 ετών.
Μια παράπλευρη απώλεια
Υπήρξε όμως και μια παράπλευρη απώλεια στην οποία σπανίως γίνεται αναφορά. Η Λόρι Κάθριν Μπέιλι, συνιδιοκτήτρια και διευθύντρια του Lorraine Motel, μαζί με τον σύζυγό της, Γουόλτερ Μπέιλι, μόλις άκουσε τον πυροβολισμό βγήκε στην αυλή, για να αντικρίσει σοκαρισμένη τον αιμόφυρτο Κινγκ. Ανθρωπος τρυφερός, καλόκαρδος και ευαίσθητος, όπως την περιγράφουν, δεν άντεξε. To ίδιο βράδυ υπέστη εγκεφαλικό ανεύρυσμα, έπεσε σε κώμα και πέθανε μερικές ημέρες μετά. Ηταν 58 ετών. Ο Γουόλτερ Μπέιλι κράτησε το ξενοδοχείο ανοιχτό, αλλά δεν ξανανοικίασε ποτέ το δωμάτιο 306. Το διατήρησε ακριβώς όπως ήταν, με το κρεβάτι στρωμένο, τα ποτήρια στο κομοδίνο, τις εφημερίδες της ημέρας εκείνης στο τραπέζι. Εξω, κάτω από το μπαλκόνι όπου έπεσε νεκρός ο Κινγκ, βρίσκονται παρκαρισμένες μια Dodge του 1959 και μια Cadillac του 1968 που προσέδιδαν αληθοφάνεια και βαρύτητα στην ατμόσφαιρα.
Το 1982 το (πλέον) χρεοκοπημένο Lorraine Motel αγοράστηκε από το Martin Luther King Memphis Memorial Foundation και από το 1991 λειτουργεί ως τμήμα του National Civil Rights Museum του Μέμφις. Το δωμάτιο 306 παραμένει παγωμένο στον χρόνο, όπως το άφησε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, και εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες το επισκέπτονται έκτοτε σαν τόπο μνήμης, περνώντας και από τα δωμάτια όπου φιλοξενούνται εξαιρετικές εκθέσεις για τον αγώνα για ισότητα και δικαιοσύνη.

Ενα σπουδαίο μουσείο
Η Αμερική έχει συχνά βρει τρόπους να εμπορευτεί τα τραύματά της, να τα κάνει αφήγημα, μουσειακό έκθεμα, εμπορικό σήμα. Εδώ το έχει κάνει με μεγάλη αξιοπρέπεια και σεβασμό. Το National Civil Rights Museum σε παρασύρει σε δεκαετίες βίας, αγώνα, οργής και ελπίδας, με φωτογραφίες, ηχογραφήσεις, ντοκουμέντα· βλέπεις το Montgomery Bus Boycott, ακούς την ομιλία «I Have a Dream», στέκεσαι μπροστά στις αυθεντικές, σοκαριστικές πινακίδες «Whites Only» και «Colored Entrance». Ολα είναι προσεγμένα, σχεδόν χειρουργικά τοποθετημένα, ώστε να καταλάβεις το μέγεθος της αδικίας – όχι απλώς να το καταλάβεις, να το νιώσεις βαθιά.
Βγήκαμε κι εμείς συγκλονισμένοι για όσα είδαμε, για όσα μάθαμε, και συνεχίσαμε το περπάτημα στους δρόμους με τα λιτά, αυστηρά κτίρια που είναι χτισμένα από σκούρο καφέ τούβλο και που δίνουν στο Μέμφις του Τενεσί την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Η πόλη μάς καλούσε να τη γνωρίσουμε καλύτερα, καθώς, εκτός από το Lorraine Motel και την (εκτός κέντρου) Graceland, δηλαδή το σπίτι του Ελβις Πρίσλεϊ (στο οποίο αναφερθήκαμε σε άλλο κείμενο), είχε ακόμα πολλά μυστικά να μας ψιθυρίσει.
Η μουσική παράδοση
Περπατήσαμε στο Downtown Memphis, στην Beale Street, ιστορικό κέντρο της μαύρης επιχειρηματικότητας και κουλτούρας, που θεωρείται η ψυχή της πόλης: Μόλις τρία τετράγωνα, στα οποία όμως έχουν γραφτεί μερικές από τις πιο σημαντικές σελίδες της αμερικανικής μουσικής, της ροκ εντ ρολ, των μπλουζ και της σόουλ. Η μουσική εδώ δεν ήταν απλώς διασκέδαση· ήταν τρόπος έκφρασης και αντίστασης απέναντι στις κοινωνικές αδικίες και τη φυλετική καταπίεση που βίωσε στο διάβα των δεκαετιών η μαύρη κοινότητα. Οι ήχοι της φυσαρμόνικας, της κιθάρας και της φωνής έγιναν το σύμβολο του αγώνα για αξιοπρέπεια και ελευθερία. Εδώ τραγουδούσε ο B.B. King, αντήχησε η φυσαρμόνικα του Howlin’ Wolf, γεννήθηκαν ήχοι και μελωδίες που θα επηρέαζαν βαθιά, ακόμη και θα άλλαζαν την αμερικανική μουσική σκηνή.
Σήμερα, η Beale Street, παρά τον τουριστικό χαρακτήρα της, διατηρεί ζωντανή αυτή την ιστορική ψυχή. Με τα neon φώτα της, τις live μπάντες και τη μυρωδιά του barbeque από τα καταστήματα που λειτουργούν εκεί να απλώνεται στον αέρα, κυρίως με την αίσθηση πως περπατάς πάνω στα θεμέλια ενός ήχου που γεννήθηκε μέσα από τον πόνο, την ελπίδα και την αλληλεγγύη. Οχι πολύ μακριά, το Sun Studio, της δισκογραφικής εταιρείας Sun Records, είναι ένα μικρό δωμάτιο, όπου ο Σαμ Φίλιπς ηχογράφησε για πρώτη φορά τις φωνές του Ελβις Πρίσλεϊ, του Τζόνι Κας, του Τζέρι Λι Λιούις και του Καρλ Πέρκινς. Vintage μικρόφωνα, αυθεντικές κονσόλες και φωτογραφίες που αποπνέουν ακόμα ηλεκτρισμό.

Το Stax Museum of American Soul Music είναι αφιερωμένο στη δισκογραφική εταιρεία Stax Records που αποτέλεσε το βασικό εργαστήριο για το ιδίωμα που ονομάστηκε Memphis sound ή Memphis soul και που γέννησε αστέρες όπως ο Οτις Ρέντινγκ, ο Αϊζακ Χέιζ και οι Booker T. & the MG’s. Στη South Main Arts District (όπου και το Motel Lorraine), παλιές αποθήκες έχουν μετατραπεί σε γκαλερί, boutique ξενοδοχεία, εστιατόρια και μπαρ. Εδώ είναι η hipster πλευρά της πόλης. Και ο Μισισιπής, ο μεγάλος ποταμός, ο απόλυτος άρχοντας της πόλης, δεν μπορεί να μη σε συγκινήσει έτσι όπως, όταν στέκεσαι στις όχθες του και στο Mud Island River Park (που συνορεύει με μία από τις πιο υποδειγματικές γειτονιές του Μέμφις, τη Harbor Town), τον βλέπεις να κυλάει αργά, παρασύροντας μεγάλες φορτωμένες μαούνες και κουβαλώντας μνήμες αιώνων.

Ενα παράδοξο αξιοθέατο
Η παρακείμενη Memphis Pyramid είναι ίσως το πιο παράδοξο και θεαματικό κτίριο της πόλης. Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο ασημί πυραμιδοειδές κτίσμα, ύψους περίπου 98 μέτρων (32 ορόφων), που δεσπόζει στις όχθες του Μισισιπή και θυμίζει σκηνικό από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Κατασκευάστηκε το 1991 με σκοπό να γίνει πολυλειτουργικό αθλητικό και ψυχαγωγικό κέντρο. Η αρχική ιδέα, που ανήκε στον καλλιτέχνη Μαρκ Χαρτς και εκτελέστηκε από τον επιχειρηματία Τζον Τάιγκρετ, αφορούσε ένα κτίριο που θα παραπέμπει στις αιγυπτιακές ρίζες του ονόματος της πόλης, καθώς το Μέμφις (με τον τεράστιο Μισισιπή) πήρε το όνομά του από την αρχαία πρωτεύουσα της Αιγύπτου, Μέμφιδα (με τον τεράστιο Νείλο).
Ωστόσο, η πυραμίδα δεν είχε καλή τύχη από την αρχή. Στέγασε για λίγο τους αγώνες των Memphis Grizzlies του NBA και διάφορες συναυλίες, αλλά εγκαταλείφθηκε για ένα διάστημα. Για χρόνια παρέπαιε ώσπου το 2015 η εταιρεία Bass Pro Shops εγκαινίασε εκεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά εμπορικά και ψυχαγωγικά συγκροτήματα στις ΗΠΑ. Σήμερα, η Memphis Pyramid είναι κάτι ανάμεσα σε εμπορικό κέντρο, πολυτελές ξενοδοχείο και θεματικό πάρκο δραστηριοτήτων με ενυδρείο, εστιατόρια, café και καταστήματα με ποικίλες αναφορές στην πανίδα και τη χλωρίδα των αμερικανικών βάλτων και τα χόμπι που σχετίζονται με αυτές.

Το σήμερα και η ταυτότητα της πόλης
Από την εποχή που αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο με ζωτική θέση κατά μήκος του ποταμού Μισισιπή (γεγονός που του έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία των φυτειών βαμβακιού), έως σήμερα που θεωρείται κέντρο logistics και μεταφορών με τη FedEx να εδρεύει εκεί και το Memphis International Airport να θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα cargo hubs του κόσμου, το Μέμφις είναι μια πόλη συναρπαστική, αλλά και μελαγχολική και σκληρή.

Μια πόλη που μοιάζει να κουβαλάει πάνω της το βάρος της Ιστορίας: Από τη διαβόητη Σφαγή του Μέμφις την Πρωτομαγιά του 1866, όταν δολοφονήθηκαν δεκάδες Αφροαμερικανοί, και τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες, ως τα μπλουζ που γεννήθηκαν στις όχθες του «γερο-ποταμού» και από τη λάμψη του Ελβις, μέχρι τις διαχρονικές σκιές της φτώχειας και της βίας – οι δρόμοι είναι γεμάτοι άστεγους, επαίτες και δυστυχισμένους ανθρώπους με προφανή ψυχολογικά προβλήματα. Δεν είναι πόλη εύκολη· δεν σε καλοπιάνει, δεν χαρίζει ψεύτικες εικόνες. Ούτε έχουν γίνει ιδιαίτερες προσπάθειες για τον εξωραϊσμό της όπως έχουν γίνει σε άλλες αμερικανικές πόλεις. Παραμένει ακατέργαστη, ειλικρινής και γι’ αυτό βαθιά αυθεντική.
Είναι όμως και μια πόλη που κρύβει κινδύνους. Οι στατιστικές εγκληματικότητας την τοποθετούν στην πρώτη πεντάδα των πιο επικίνδυνων πόλεων των ΗΠΑ, κάποιες τη θέλουν και νούμερο ένα, οπότε ο ταξιδιώτης που θα την επισκεφθεί οφείλει να έχει πάντα τα μάτια του ανοιχτά. Είναι όμως και αυτή η σκληρότητα μέρος της ταυτότητάς της, κομμάτι του ίδιου DNA που γέννησε ήχους των μπλουζ και της σόουλ. Και τι παράξενο, όταν φύγεις, και όταν μετά αρχίσεις, κοιτάζοντας τις φωτογραφίες, να επεξεργάζεσαι με μεγαλύτερη ψυχραιμία αυτά που είδες (όπως κάνω εγώ τώρα), συνειδητοποιείς πως κάτι χάραξε στην ψυχή σου. Μια μελαγχολία, ίσως, μια αίσθηση ότι άγγιξες κάτι παράξενα αληθινό και πονεμένο. Το Μέμφις σε βαραίνει αλλά και σε ανταμείβει με αλήθεια.
