Βρέθηκε πρόσφατα στην Κρήτη, προσκεκλημένος του 4ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, όπου συνομίλησε με την ποιήτρια Δανάη Σιώζιου για το μυθιστόρημά του «Το Παλάτι των δύο λόφων» (εκδόσεις Εστία, μτφρ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος) και το αμφιθέατρο γέμισε για να τον ακούσει.
Θα συνέβαινε µε οποιονδήποτε παλαιστίνιο προσκεκληµένο, όµως έχει αξία να πούµε ότι το βιβλίο του Καρίµ Κατάν έχει µεγάλη λογοτεχνική αξία (έχει τιµηθεί µε το Prix des cinq continents de la Francophonie).
Ξεχωρίζει για τη γλωσσική του ευαισθησία, τη λογοτεχνική του φαντασία και τον τρόπο που ανασυνθέτει το προσωπικό και το συλλογικό τραύμα με μια βαθιά μελαγχολία και μια υπόκωφη οργή να διατρέχει τις σελίδες του.
Ο ήρωας του βιβλίου, ένας Παλαιστίνιος που ζει στη Γαλλία, επιστρέφει ξαφνικά στην πατρίδα του ύστερα από μια μυστηριώδη πρόσκληση. Εκεί, στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό της παιδικής του ηλικίας – το «παλάτι» του τίτλου –, βρίσκεται αντιμέτωπος με μνήμες, φαντάσματα και σκιές του παρελθόντος.
Το σπίτι αυτό, υβρίδιο πολλών τόπων, εμπνευσμένο από οικίες πλούσιων οικογενειών στην Παλαιστίνη και αλλού, γίνεται ο τόπος όπου διασταυρώνονται η προσωπική ιστορία με εκείνη της χώρας. Εκεί που η απώλεια δεν αφορά μόνο ανθρώπους, αλλά και εδάφη, αφηγήσεις, ταυτότητες.

Η αφήγηση είναι διαποτισμένη με μελαγχολία, λυρισμό και μια αδιόρατη νοσταλγία, ενώ παράλληλα αντηχεί τις δονήσεις ενός σύγχρονου παραμυθιού. Μέσα από την πυκνή, ποιητική του γλώσσα, ο Κατάν δεν επιδιώκει να αφηγηθεί απλώς μια ιστορία επιστροφής, αλλά να χαρτογραφήσει τους τρόπους με τους οποίους κουβαλάμε τους τόπους μέσα μας, ακόμα και όταν αυτοί σβήνουν ή μεταμορφώνονται με βία στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αν και το μυθιστόρημα δεν είναι αυτοβιογραφικό, φέρει κάποια ίχνη από τη ζωή του συγγραφέα του. Ο 36χρονος Κατάν ζει σήμερα στη Γαλλία αφότου σπούδασε στο École Normale Supérieure της Λυών και ολοκλήρωσε διδακτορικό στη Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Paris Nanterre. Παρότι γράφει στα γαλλικά, αυτή η γλωσσική και γεωγραφική μετατόπιση δεν αναιρεί τις ρίζες του ούτε μειώνει την αγωνία του για όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του – και πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ και μεγάλωσε μεταξύ αυτής και της Βηθλεέμ, σε ένα περιβάλλον βαθιά σημαδεμένο από την παλαιστινιακή ταυτότητα και τη συλλογική μνήμη. Κατάγεται από μία από τις παλαιότερες χριστιανικές οικογένειες της Βηθλεέμ και φοίτησε σε γαλλικό σχολείο στην Ιερουσαλήμ, βιώνοντας από νωρίς τις καθημερινές δυσκολίες της κατοχής, όπως τα checkpoints.
Ποιος είναι ο ρόλος του «Παλατιού των δύο λόφων» για τον ήρωα και τι συμβολίζει για εσάς;
Το “Παλάτι” είναι ουσιαστικά μια ιστορία για το σβήσιμο (το σβήσιμο μιας επικράτειας, ενός σπιτιού, της μνήμης και της παιδικής ηλικίας, όλα άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους). Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής στοιχειώνεται από τους χώρους που κατοικεί, αλλά και ο ίδιος τους στοιχειώνει.
Είναι φυλακισμένος ή αυτοφυλακίζεται σε αυτό το πατρικό σπίτι και δεν γνωρίζουμε ποτέ πραγματικά τον λόγο. Ισως πρόκειται για μια πράξη μετάνοιας ή παραίτησης. Νομίζω πως το έργο εξερευνά διαφορετικές έννοιες της απώλειας και τον τρόπο που την επεξεργαζόμαστε. Μου αρέσει γενικά να εξερευνώ τους τόπους, πώς τους επενδύουμε συναισθηματικά και φαντασιακά.
Η γραφή στο μυθιστόρημα αγγίζει την επιθυμία και την απώλεια. Πώς συνδέετε την προσωπική μνήμη με τη συλλογική ιστορία; Και ποια είναι η σημασία αυτής της σύνδεσης ως πράξης αντίστασης ή επανεγγραφής της ιστορίας;
Νομίζω ότι πολλά από όσα γράφω έχουν να κάνουν με την επιθυμία (ερωτική, queer ή άλλη) και πώς αυτή μάς εγγράφει μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, έναν κόσμο, έναν λόγο. Η επιθυμία, πιστεύω, διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα και επενδύει τους χαρακτήρες και τους τόπους με ενέργειες που κάποιες φορές είναι σκοτεινές, κάποιες φορές γεμάτες φως.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, επίσης, νομίζω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να ειπωθεί για το πώς μπορούμε να απεικονίσουμε και να φανταστούμε τους Παλαιστίνιους ως όντα που επιθυμούν – επιθυμούν την απελευθέρωση, την ελευθερία, τα σώματα, τις φαντασιώσεις. Για εμένα, σε αυτό το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, είναι επίσης ένας τρόπος να διεκδικήσει κανείς την προσωπική του ελευθερία και τη συλλογική, πολιτική ελευθερία του. Αλλά το μυθιστόρημα είναι αρκετά σκοτεινό και ποτέ δεν επιλύει αυτά τα ζητήματα.
Εχοντας μεγαλώσει ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και το Παρίσι διαθέτετε μια πολυδιάστατη γλωσσική και πολιτισμική ταυτότητα. Πώς έχει διαμορφώσει αυτή η συνεχής κίνηση και η εναλλαγή γλωσσών και τόπων την οπτική σας, τη γραφή σας και το αίσθημα του ανήκειν;
Φυσικά, είναι ένα τεράστιο προνόμιο. Δεν έχουν όλοι πρόσβαση σε μια τόσο μεγάλη κινητικότητα. Γι’ αυτό θέλω να είμαι προσεκτικός να μην το θεωρώ δεδομένο. Η πρόσβαση σε διαβατήρια, η κινητικότητα, η δυνατότητα να μετακινείσαι, δεν είναι κάτι αυτονόητο.
Υποθέτω ότι αυτό σού δίνει δύο σχετικές αλλά πολύπλοκες δωρεές: μία διευρυμένη, συνεχώς μεταβαλλόμενη οπτική του κόσμου, την ικανότητα να βλέπεις από πολλές οπτικές γωνίες (χρήσιμο για έναν μυθιστοριογράφο!), αλλά και, αναπόφευκτα, ένα αίσθημα αποξένωσης, συνεχούς μη ανήκειν. Είναι υπέροχο για τη γραφή, αλλά όχι πάντα εύκολο στην καθημερινή ζωή.
Η απόφασή σας να γράψετε αρχικά στα γαλλικά αντί για αραβικά ή αγγλικά θέτει σημαντικά ερωτήματα γύρω από τη γλώσσα, την ταυτότητα και την εξουσία. Τι σημαίνει για εσάς η γλώσσα στην οποία επιλέγετε να γράφετε; Πώς διαχειρίζεστε την ένταση μεταξύ της γλώσσας της καταγωγής σας και της γλώσσας της δημιουργικής σας έκφρασης, και ποιον ρόλο πιστεύετε ότι παίζει η γλώσσα στην ανακατασκευή ή τη διατήρηση της πολιτισμικής μνήμης;
Δεν ήταν ακριβώς μια συνειδητή επιλογή: πήγα σε γαλλικό σχολείο, γι’ αυτό τα γαλλικά ήταν πάντα η γλώσσα που χρησιμοποιώ για να γράφω. Μιλάω άπταιστα αραβικά, αλλά όχι σε επίπεδο που να μπορώ να γράψω μυθιστορήματα!
Ωστόσο, αυτό εγείρει πολλά ερωτήματα: όταν γράφεις στα γαλλικά – λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Παλαιστίνιοι δεν μιλούν γαλλικά –, σε ποιον απευθύνεσαι; Γιατί; Τι θέλεις να πεις στο κοινό σου; Τι περιμένεις; Και πώς αντιμετωπίζεις τις συχνά ρατσιστικές και οριενταλιστικές προκαταλήψεις απέναντι σε αραβόφωνους συγγραφείς; Αυτά είναι ζητήματα που απαιτούν μεγάλη επαγρύπνηση.
Παρ’ όλα αυτά, αγαπώ να γράφω στα γαλλικά, έχουν γίνει η προσωπική, οικεία γλώσσα της λογοτεχνίας μου. Γράφω επίσης και στα αγγλικά, και κάθε γλώσσα φέρει τα δικά της όρια και τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Νιώθω πως το να γράφω από τη θέση μιας παλαιστινιακής ταυτότητας στα γαλλικά με καλεί να επανεξετάσω τη σχέση μου με τον εαυτό μου, τις ιστορίες μας και τη γλώσσα.
Πώς εξελίσσεται αυτή η αίσθηση της ταυτότητας όταν η πατρίδα είναι τόπος μνήμης, τραύματος και πολιτικής σύγκρουσης; Πώς ισορροπείτε την ανάγκη για προσωπική έκφραση με τη συλλογική ιστορική ευθύνη;
Είναι το ερώτημα που μας στοιχειώνει. Ακόμα περισσότερο σήμερα: τι αξία έχει η γραφή μπροστά σε μια γενοκτονία; Τι επιτυγχάνει η γραφή σου; Τι πετυχαίνει η προώθηση του βιβλίου σου; Νομίζω ότι τα βιβλία είναι απαραίτητα, τρόποι επιβίωσης, φαντασίας και σημεία αντίστασης, αλλά τι κάνουν μπροστά στις μηχανές του πολέμου; Φοβάμαι, όχι πολλά.
Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο σας ως παλαιστίνιος συγγραφέας απέναντι στην παγκόσμια κοινότητα, αλλά και στους Παλαιστίνιους που ζουν την καθημερινή πραγματικότητα του πολέμου;
Οταν βρίσκεσαι μακριά, νιώθεις πως γλιτώνεις πολλά από τα άμεσα προβλήματα, και γι’ αυτό αισθάνεσαι ενοχές και απομάκρυνση. Ζω στη Γαλλία και μιλάω γαλλικά, γι’ αυτό νιώθω την ευθύνη να μιλήσω εδώ. Ωστόσο, είμαι και συγγραφέας και δεν θέλω να περιοριστώ σε έναν αυστηρά πολιτικό λόγο.
Θέλω να μπορώ να εκφραστώ από τη θέση του μυθιστοριογράφου, να σκεφτώ τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, τις ιστορίες που αφηγούμαστε και το πώς αυτές εξελίσσονται. Δεν είναι πάντα εύκολο.
Επανέρχομαι στη γλώσσα για να ρωτήσω πώς αντιμετωπίζετε την πρόκληση να αφηγηθείτε ιστορίες καταπίεσης μέσα από ένα «αποικιοκρατικό ιδίωμα».
Οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν αυτή τη σύνδεση με τη γαλλική γλώσσα και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Γι’ αυτό, η σχέση μου με τα γαλλικά είναι κάπως πιο “απλή” σε σύγκριση με αυτή ενός ανθρώπου από την Αλγερία ή τον Λίβανο, όπου αυτή η γλώσσα φέρει μια βαριά αποικιακή κληρονομιά.
Φυσικά, οι περισσότερες γλώσσες έχουν αποικιακές ρίζες και έχουν υπάρξει το εκφραστικό μέσο αυτοκρατοριών. Ωστόσο, πιστεύω πως υπάρχει μια δύναμη, μια χαρά και μεγάλη απόλαυση στο να υιοθετείς αυτές τις γλώσσες, να τις κάνεις δικές σου και να υπάρχεις μέσα στους ίδιους χώρους όπου παράγεται ο πολιτισμός, αλλά και αυτές οι αποικιοκρατικές φαντασιώσεις. Μπορεί να σε καταπιούν, αλλά μπορεί και να καταφέρεις να αλλάξεις τα πράγματα, ίντσα την ίντσα.
Εχετε ζήσει για κάποιο διάστημα και στην Ελλάδα. Πώς επηρέασε η κουλτούρα, η καθημερινή ζωή ή το καλλιτεχνικό περιβάλλον την οπτική σας ή τη γραφή σας – εάν συνέβη κάτι τέτοιο δηλαδή.
Εννοείται ότι μεγάλωσα βαθιά επηρεασμένος από την “Οδύσσεια”, ένα έργο που αναφέρεται συχνά στο βιβλίο μου (για παράδειγμα, ο αριθμός των δέντρων στην έκταση γύρω από το “Παλάτι” είναι ο ίδιος με τον αριθμό των δέντρων που αναφέρει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη.)
Είχα μελετήσει και λίγα Αρχαία Ελληνικά, γι’ αυτό ήμουν βυθισμένος σε αυτή την κουλτούρα. Φυσικά, καταλάβαινα πως η σύγχρονη Ελλάδα είναι κάτι πολύ διαφορετικό, όμως η επίσκεψή μου είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα. Αν και δεν την είδα ποτέ μέσα από μια οριενταλιστική ματιά (ή τουλάχιστον προσπαθώ να το αποφεύγω), ούτε την εξιδανικεύω ως τη συνέχεια της Αρχαίας Ελλάδας, παραμένει για εμένα φορτισμένη με νόημα, λόγω του δικού μου πολιτισμικού υπόβαθρου.
Νιώθω πως μοιάζει με εμένα με πολλούς τρόπους: βρίσκεται στα σύνορα Ανατολής και Δύσης και συνδυάζει στοιχεία και από τις δύο πλευρές. Οι Ελληνες, τουλάχιστον όσοι γνώρισα, έχουν και εκείνοι μια ιστορία αποικιοκρατίας στις πλάτες τους και μοιράζονται πολλά από τα προβλήματά μας ή τις οπτικές μας. Ετσι, στην Αθήνα νιώθω σαν να βρίσκομαι σπίτι μου, μόνο που ακούω να μιλιέται άλλη γλώσσα.
Παρατηρώ μάλιστα πως μερικές φορές οι τουρίστες, ειδικά οι Δυτικοευρωπαίοι, συμπεριφέρονται στους Ελληνες όπως θα συμπεριφέρονταν στους Αραβες, με τον ίδιο τύπο ρατσισμού. Επιπλέον, τα τοπία της Ελλάδας, ιδιαίτερα γύρω από την Αθήνα, μοιάζουν πολύ με την Παλαιστίνη, θυμίζοντάς μου τις περιοχές γύρω από την Ιερουσαλήμ και τη Βηθλεέμ, από όπου κατάγομαι.
Αυτή η μείξη Ανατολής και Δύσης, αυτά τα τοπία και η μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της Ελλάδας, μιας χώρας που έχει υποστεί μεγάλη κακομεταχείριση από τον υπόλοιπο κόσμο, είναι στοιχεία που αναγνωρίζω και ταυτίζομαι μαζί τους. Μένουν μαζί μου και επηρεάζουν καθοριστικά το έργο μου. Είναι κάτι οικείο και ταυτόχρονα παράξενο. Κοντινό, αλλά και μακρινό.
Αλήθεια, πώς πήρατε την απόφαση να έρθετε στη χώρα;
Ηρθα στην Αθήνα για δουλειά, καθώς δούλευα σε έναν πολιτιστικό οργανισμό. Είχα επισκεφθεί τη χώρα μόνο μία φορά πριν, όταν πήγα στους Δελφούς. Μου πήρε λίγους μήνες να προσαρμοστώ στην πόλη, η οποία στην αρχή μού φαινόταν περίπλοκη, ειδικά γιατί βρέθηκα εκεί κατά την περίοδο της πανδημίας.
Οταν όμως το κατάφερα, την αγάπησα. Ετσι, δεν ήρθα με κάποια φαντασίωση ή συγκεκριμένη εικόνα για τη σύγχρονη Αθήνα. Πιστεύω πως συχνά τις αγαπημένες πόλεις και μέρη τα συναντάμε τυχαία, όταν έρχονται απρόσμενα στη ζωή μας. Ελπίζω σύντομα να αρχίσω να μαθαίνω ελληνικά…
