«Ο Κέις ήταν είκοσι τεσσάρων ετών. Στα είκοσι δύο του ήταν ήδη κάουμποϊ, ένας από τους καλύτερους κλέφτες της Παροικίας. […] Δούλευε σε συνεχή υπερδιέγερση […], συνδεδεμένος σε μια κονσόλα του ηλεκτροσύμπαντος, που εκτόξευε την άυλη συνείδησή του στην τεχνητή παραίσθηση της μήτρας».
Το 1984, ο «Νευρομάντης» του Γουίλιαμ Γκίμπσον, το αρχετυπικό μυθιστόρημα του κυβερνοπάνκ, είχε ως πρωταγωνιστή του έναν «κάουμποϊ του ηλεκτροσύμπαντος» που, όπως όλοι οι όμοιοί του, συνδεόταν στο Διαδίκτυο απευθείας από το νευρικό του σύστημα για να αναζητήσει την επιβίωση, τη δράση, το χρήμα σε έναν δυστοπικό κόσμο εμφυτευμάτων, νευρολογικών επανασυνδέσεων, μικροβιονικών συστημάτων, όπου τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο, τη μηχανή και την Τεχνητή Νοημοσύνη, αν και ορίζονταν από τη νομοθεσία, γίνονταν πλέον δυσδιάκριτα.
Φουτουριστικό, ελεγειακό, απαισιόδοξο, το όραμα του Γκίμπσον φάνταζε πολύ μακρινό τότε – και πολύ κοντινό σήμερα. Μετά το Internet, την εικονική πραγματικότητα, την Τεχνητή Νοημοσύνη, στο προσκήνιο έρχεται η νευροτεχνολογία, η οποία υπόσχεται την ανάκτηση των αισθήσεών τους σε ασθενείς που έχουν χάσει τη χρήση τους και εγείρει ζητήματα ηθικής και δικαίου ως προς την πρόσβαση στον ανθρώπινο νου.

Η επέμβαση στο μυαλό μέσω τηλεπάθειας, καταναγκασμού, ψυχιατρικών τεχνικών διατρέχει τη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας και τους φόβους του 20ού αιώνα από την εποχή που ο Τζορτζ Οργουελ έγραφε το «1984» και ο επικεφαλής της CIA, Αλεν Ντάλες, δημιουργούσε το μυστικό πρόγραμμα «πλύσης εγκεφάλου» MK-Ultra ως αντίβαρο σε αντίστοιχες σοβιετικές απόπειρες.
Η διασύνδεση όμως εγκεφάλου – υπολογιστή (Brain – Computer Interface), όπως ονομάζεται το σύνολο των πρακτικών της εφαρμοσμένης νευροεπιστήμης, χρονολογείται τυπικά από το 1998, όταν ο νευρολόγος Φίλιπ Κένεντι του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Τζόρτζια χρησιμοποίησε ένα εμφύτευμα που επέτρεψε στον παράλυτο εξαιτίας εγκεφαλικού επεισοδίου Τζόνι Ρέι να γράφει λέξεις σε μια οθόνη μόνο με τις σκέψεις του. Τρεις δεκαετίες μετά, οι επίγονοι του λεγόμενου «πατέρα των σάιμποργκ» βρίσκονται στα πρόθυρα της επίτευξης θαυματουργών θεραπειών.
Οι πρωτοπόρες εταιρείες
Ο Μαξ Χόντακ, ειδικός στη βιοϊατρική μηχανική, ιδρυτής της εταιρείας Science Corp. και δημιουργός του τσιπ Prima, ενός κυκλώματος μεγέθους 2×2 χιλιοστών που διαθέτει 400 εξαγωνικά ηλεκτρόδια και τοποθετείται στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού, φιλοδοξεί να πετύχει με αυτό την ίαση της εκφύλισης ωχράς κηλίδας, χρόνιας πάθησης που προκαλεί προοδευτική απώλεια της κεντρικής όρασης και πλήττει 200 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Συνδέοντας το Prima με ένα εξειδικευμένο ζευγάρι γυαλιών που διαθέτουν κάμερα, οι εικόνες του περιβάλλοντος φθάνουν κατευθείαν στο οπτικό νεύρο και από εκεί στον εγκέφαλο. Με τον τρόπο αυτόν η 87χρονη πρώην δασκάλα Αλίς Σαρτόν και περισσότεροι από 20 άλλοι ασθενείς έχουν αποκτήσει και πάλι (εν μέρει) την όρασή τους.
Η προσέγγιση του νευροχειρουργού του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο Εντουαρντ Τσανγκ είναι κατά τι διαφορετική. Η δική του εταιρεία Echo Neurotechnologies έχει κατασκευάσει µια συσκευή «νευροπρόσθεσης», η οποία επιτρέπει σε έναν παράλυτο άνδρα χωρίς δυνατότητα ομιλίας να μετατρέπει τις σκέψεις του σε λέξεις πάνω σε μια οθόνη. Από το 2023 η βελτιωμένη εκδοχή του συστήματος περιλαμβάνει συνθετητή φωνής και ένα άβαταρ προσώπου που συνοδεύει τις έννοιες με εκφράσεις.

Για την απόδοση των εντολών του εγκεφάλου με όρους γλώσσας το πρωτότυπο του Εντουαρντ Τσανγκ εκμεταλλεύεται την πρόοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης, συγκεκριμένα των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων: «Δεν αποκωδικοποιούμε απλώς μεμονωμένες λέξεις, αλλά την πιθανότητα κάθε συγκεκριμένης λέξης» έλεγε ο ίδιος τον περασμένο Νοέμβριο στον Τζέφρι Κλούγκερ του περιοδικού «Time».
Η Neuralink αποτελεί μια τρίτη ενδεικτική περίπτωση. Οχι τόσο λόγω της διακριτής επιστημονικής της κατεύθυνσης – αν και είναι πιθανώς η πιο γνωστή από όλες της επιχειρήσεις νευροτεχνολογίας –, αλλά εξαιτίας της ιδιοκτησίας της από τον Ιλον Μασκ.
Σε μία από τις γνωστές παρεμβατικές στιγμές του, τον Νοέμβριο του 2022, ο μεγιστάνας της big tech αποφάσισε ότι, ύστερα από έξι χρόνια ύπαρξης, ο ρυθμός προόδου της εταιρείας δεν τον ικανοποιούσε – και μπορεί μια μαϊμού που παίζει Pong χάρη σε ένα τσιπάκι εμφυτευμένο στον εγκέφαλό της να είχε προσελκύσει βλέμματα και views στο YouTube, δεν αρκούσε όμως για το μεγαλόπνοο όραμά του ως προς τη μεταμόρφωση της ανθρωπότητας.
Το πρόβλημά του δεν ήταν η ποιότητα της έρευνας, ήταν το μάρκετινγκ: «Παιδιά, είναι λίγο δύσκολο να εξηγήσουμε αυτό το πράγμα στον κόσμο με τρόπο που να τους φανεί συναρπαστικό» ήταν η αποστροφή του, σύμφωνα με όσα γράφει ο Γουόλτερ Αϊζακσον στο «Elon Musk – Η επίσημη βιογραφία» (εκδ. Κλειδάριθμος, 2023).
Αν όμως η τεχνολογία βοηθούσε παραπληγικούς ή τετραπληγικούς ασθενείς να ανακτήσουν τον έλεγχο των αισθήσεών τους; «Αν κάποιος σε αναπηρική καρέκλα καταφέρει να περπατήσει και πάλι, τότε ο κόσμος θα το πιάσει αμέσως. […] Είναι μια ιδέα που μιλάει στην ψυχή, κάτι τολμηρό, ρε γαμώτο. Κάτι καλό».
Το αποτέλεσμα ήταν η εταιρεία να εκπονήσει το πρόγραμμα Prime, κατά το οποίο τετραπληγικοί, ηλικίας 22 ετών και άνω, αποδέχονται να τοποθετηθεί στον εγκέφαλό τους ένα τσιπ με 1.024 ηλεκτρόδια, μεγέθους περίπου όσο το νόμισμα του ενός ευρώ, για μια περίοδο έως έξι χρόνια. Χάρη σε αυτό, ο 29χρονος Νόλαντ Αρμπο, ο πρώτος ασθενής που εντάχθηκε στο πρόγραμμα, μπορεί σήμερα να χρησιμοποιεί με νοητικές εντολές μια οθόνη για να παίξει παιχνίδια, να διαβάσει ή να επικοινωνήσει.
Οι παραπάνω περιπτώσεις μπορεί να επεκτείνουν ήδη τον ορίζοντα της ιατρικής σε απροσπέλαστα ως τώρα πεδία, αν πιστέψει όμως κανείς τους πρωτοπόρους τους, οι στόχοι είναι πολύ πιο φιλόδοξοι: η μόνιμη υπέρβαση των συνεπειών των εγκεφαλικών επεισοδίων ή εκφυλιστικών νευροκινητικών ασθενειών, όπως η πλάγια μυοτροφική σκλήρυνση. Μιλώντας στο «Time», o Μαξ Χόντακ περιέγραψε ένα επόμενο στάδιο της έρευνας, το «βιο-υβριδικό μοντέλο».
Σε αυτό, το τσιπ που θα εμφυτεύεται στον εγκέφαλο θα διαθέτει βλαστοκύτταρα τα οποία, με τη σειρά τους, θα ενσωματώνονται στον ιστό συνδεόμενα με τους νευρώνες που ελέγχουν τη σκέψη ή την ομιλία: «Μπορεί να φανταστεί κανείς τη δημιουργία ενός κυκλώματος με 100.000 ηλεκτρόδια τα οποία, συνδεόμενα με το μυαλό, θα έδιναν ένα δισεκατομμύριο συνάψεις». Προφανώς, τέτοιου είδους καινοτομίες δεν κρύβονται πίσω από τη γωνία. Το γεγονός ότι ο Χόντακ επικαλείται την ταινία «Avatar» του Τζέιμς Κάμερον ως παράδειγμα για το τι να περιμένουμε από αυτή την τεχνολογία δίνει μια ιδέα της απόστασης που μένει να διανυθεί.
Η εκκολαπτόμενη βιομηχανία
Ομως, καθώς το χρήμα ποτέ δεν κοιμάται, η αγορά προεξοφλεί από τώρα τη γέννηση μιας νέας βιομηχανίας. Ο Τζέφρι Κλούγκερ έγραφε στο «Time» ότι 680 εταιρείες παγκοσμίως δραστηριοποιούνται σήμερα στον τομέα της τεχνολογίας διασύνδεσης εγκεφάλου – υπολογιστή. Το 2022 ο κύκλος εργασιών τους υπολογιζόταν στα 1,74 δισ. δολάρια και εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 θα ανέλθει στα 6,2.
Εξ ου και τα γνωστά μεγάλα ονόματα της Σίλικον Βάλεϊ προσφέρουν ήδη τα κεφάλαιά τους ευελπιστώντας σε μελλοντικά κέρδη: η Λίντα Κίνστλερ έγραφε σε πρόσφατο τεύχος του περιοδικού των «New York Times» ότι ο Σαμ Αλτμαν της OpenAI ίδρυσε φέτος τη δική του σχετική startup (και το όνομα αυτής, Merge Labs), ενώ οι Τζεφ Μπέζος και Μπιλ Γκέιτς έχουν επενδύσει στην ανταγωνίστρια του Ιλον Μασκ, Synchron.

Για να αποκτήσει κανείς μια εικόνα του τιμήματος παρόμοιων συσκευών, αρκεί να ρωτήσει τον Μαξ Χόντακ. Eνα εμφύτευμα της Prima, έλεγε στον Κλούγκερ, θα κοστίζει 100.000 ως 200.000 δολάρια. «Αν και θα θέλαμε το κόστος να είναι το χαμηλότερο δυνατό, η πραγματικότητα είναι πως η τεχνολογία αυτή απαιτεί αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια προκειμένου να εξελιχθεί και να φθάσει στην αγορά» πρόσθεσε.
Ωστόσο, οι επενδυτές δεν προσδοκούν πακτωλό χρημάτων αποκλειστικά από τις ιατρικές χρήσεις. Εξίσου ή και περισσότερο τους ελκύει η δυνητική διάδοση καθημερινών εφαρμογών. Για παράδειγμα, τα εκτός εμπορίου γυαλιά που επινόησε η Ναταλίγια Κοσμίνα, ερευνήτρια του MIT Media Lab και επισκέπτρια ερευνήτρια της Google, τα οποία μέσω αισθητήρων στο δέρμα «μεταφράζουν» την εγκεφαλική δραστηριότητα σε κίνηση μιας μπάλας.
Tα πρωτότυπα ακουστικά AirPods με βιοαισθητήρες που η Apple επινόησε το 2023 και δίνουν τη δυνατότητα παρακολούθησης της δραστηριότητας του εγκεφάλου. Tα έξυπνα γυαλιά που παρουσίασαν τον περασμένο Οκτώβριο η Meta και η Ray-Ban, τα οποία σε συνδυασμό με ένα «νευροπερικάρπιο» παρέχουν στον ιδιοκτήτη τους την ευχέρεια να στέλνει μηνύματα και να πλοηγείται στο Διαδίκτυο με μικρές χειρονομίες (στην, ας πούμε, φιλική τιμή των 799 δολαρίων).
Οι ενστάσεις
Η συνολική εικόνα, βέβαια, είναι πολύ λιγότερο ρόδινη. Από ιατρικής άποψης, όπως τόνιζε ο Εντουαρντ Τσανγκ στο «Time»: «Οι τεχνολογίες αυτές σημαίνουν ένα όχι ασήμαντο ποσοστό ζημιάς στον εγκέφαλο και απώλειας κυττάρων». Υπάρχουν επίσης οι κίνδυνοι των μολύνσεων, εφόσον μιλάμε για καλώδια και ηλεκτρόδια που διαπερνούν το ανθρώπινο δέρμα. Αλλά ακόμη και αν αυτά ξεπεραστούν, μένει να απαντηθεί το μείζον ερώτημα των ηθικών και δεοντολογικών κανόνων της πρόσβασης στον ανθρώπινο νου.
«Αυτό που έρχεται είναι η ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης και της νευροτεχνολογίας στις καθημερινές μας συσκευές» έλεγε η καθηγήτρια Δικαίου και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ντιουκ, Νίτα Φαραχάνι, στο περιοδικό των «New York Times». «Βασικά, πρόκειται για απευθείας αλληλεπίδραση εγκεφάλου – Τεχνητής Νοημοσύνης. Ολα αυτά θα είναι πανταχού παρόντα και θα μπορούσαν να σημάνουν ως και την αντικατάσταση, την επεγγραφή του εαυτού μας».
Προς το παρόν, η νομική προστασία που αφορά παρόμοια ζητήματα είναι ελάχιστη – και το προηγούμενο των προσωπικών δεδομένων σε σχέση με την ανάπτυξη των κολοσσών της ψηφιακής τεχνολογίας όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό. Κάποια κράτη, ωστόσο, έχουν κινηθεί ήδη ως προς το θέμα της «νευροϊδιωτικότητας» (neural privacy). Η Χιλή ψήφισε το 2021 τροποποίηση του Συντάγματος για τη διασφάλιση των «νευρωνικών δικαιωμάτων».
Η ισπανική Βουλή αποδέχθηκε ένα ψήφισμα «ψηφιακών δικαιωμάτων» με στόχο την προστασία της ταυτότητας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας από τη νευροτεχνολογία. Το 2023 η Ευρωπαϊκή Ενωση υιοθέτησε τη Διακήρυξη του Λεόν, η οποία αναγνωρίζει την προτεραιότητα των δικαιωμάτων σε σχέση με τον νευροτεχνολογικό τομέα.
Στις ΗΠΑ, η Καλιφόρνια, το Κολοράντο, η Μοντάνα και το Κονέκτικατ έχουν περάσει πολιτειακούς νόμους προστασίας νευρωνικών δεδομένων, ενώ τον περασμένο Σεπτέμβριο το πρώτο σχετικό ερώτημα τέθηκε στη Γερουσία. Αν και η πλήρης εφαρμογή της ίδιας της τεχνολογίας είναι μακριά, η κατάχρηση των δεδομένων της δεν είναι, προειδοποιεί η Μακένζι Μάθις της Ομοσπονδιακής Πολυτεχνικής Σχολής της Λωζάννης: «Σε τρία χρόνια θα έχουμε μοντέλα νευρωνικών δεδομένων μεγάλης κλίμακας που οι εταιρείες θα μπορούν να φορτώσουν σε μια συσκευή, σε ροή stream, στο υπολογιστικό νέφος, ώστε να κάνουν προβλέψεις».
Μετά την επέλαση των social media στην κοινωνική ζωή, το επόμενο πεδίο εκχρηματισμού θα είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος.