Ο Βασίλης Παπαβασιλείου έφυγε από τη ζωή την περασμένη Παρασκευή. Ηταν 76 ετών. Τον τελευταίο καιρό νοσηλευόταν στη ΜΕΘ του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, ύστερα από μια σειρά προβλημάτων με την υγεία του. Τον περασμένο Μάρτιο είχε επιστρέψει στο σπίτι του, στο Παγκράτι, ωστόσο η κατάσταση επιδεινώθηκε και επέστρεψε στο νοσοκομείο. Στο πλάι του ήταν πάντα η συνεργάτρια και πιστή του φίλη Νικολέτα Φιλόσογλου.
Σκηνοθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας, μεταφραστής, αρθρογράφος («Τα Νέα»), μα πάνω απ’ όλα δάσκαλος, ανήκε στη μεγάλη γενιά των θεατρανθρώπων που καθόρισαν το μεταπολιτευτικό θέατρο στην Ελλάδα με τις παραστάσεις τους. Βαθύς γνώστης της ιστορίας, της φιλοσοφίας, των αρχαίων ποιητών, διέθετε γούστο, αισθητική και μια σχεδόν παιδική όρεξη κάθε φορά που καταπιανόταν με ένα ακόμα έργο. Λάτρης του Γκολντόνι (ανέβασε έξι έργα του), του Μαριβό και του Ευριπίδη, πιστός στον Ρίτσο – έπαιξε και ξανάπαιξε την «Ελένη» του – και άφησε το σημάδι του στον «Τυχοδιώκτη» του Χουρμούζη. Ο Παπαβασιλείου αγαπούσε την ελληνική γλώσσα και την τίμησε με τις επιλογές του.
«Πήγα Ιατρική, δεν ξέρω γιατί»
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1949, ξεκίνησε σπουδές στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, τις οποίες τελικά δεν ολοκλήρωσε. «Σχολείο τελείωσα στις Σέρρες. Μετά πήγα Ιατρική, δεν ξέρω γιατί. Γιατί εγώ είχα γραμμή ήδη από τα δεκάξι μου. Ηθελα να πάω στον Κουν. Θέατρο έβλεπα, περιοδείες του ΚΘΒΕ, κάποιες ελεύθερων θιάσων. Με το θέατρο όμως συνδέθηκα διά του εντύπου “Θέατρο”, του περιοδικού του Νίτσου. Το είχα δει στο πρακτορείο εφημερίδων. Κόστιζε 30 δραχμές. Ακριβό. Διά της ανάγνωσης λοιπόν έγινε η μύησή μου στη θεατροπραξία. Αλλά είχα ήδη παίξει στα 15 μου, στα γαλλικά τον Αργκάν στον “Κατά φαντασίαν ασθενή” του Μολιέρου. Και μετά, το ίδιο καλοκαίρι, στη Θεσσαλονίκη, είδα στο Θέατρο Κήπου “Ορνιθες” και “Πέρσες” από το Τέχνης. Αυτό ήταν. Ηθελα να πάω να συναντήσω τον άνθρωπο που ήταν πίσω απ’ αυτό, τον Κουν» μου είχε πει στην τελευταία μας συνέντευξη στο «Βήμα».
Ηξερε να χειρίζεται τον λόγο και τις λέξεις διαγράφοντας μέσα σε λίγες φράσεις βαθιά νοήματα
«Και πήγα στον Κουν για να μάθω υποκριτική. Μετά από πενήντα χρόνια καταλήγω ότι υπάρχει ένα είδος φόβου του ηθοποιού στους ανθρώπους που δεν έζησαν στο πετσί τους την εμπειρία της ηθοποιίας – το βλέπω σε σκηνοθέτες που δεν έχουν προσωπική σχέση με το βίωμα της υποκριτικής. Οταν δεν ξέρεις πώς θα παραχθεί αυτό που ζητάς, πώς θα ξεκλειδώσεις τους μηχανισμούς. Επρεπε να μάθω να είμαι ηθοποιός – άλλωστε και έπαιξα και παίζω.
Θυμάμαι, όταν έδωσα εξετάσεις, η επιτροπή γελούσε από κάτω – Σιδέρης, Χατζημάρκος, Λαζάνης, ο Κουν βέβαια… Είπα ένα, δύο, τρία κομμάτια, συνέχισαν να γελάνε. Σκέφτηκα ότι δεν είναι σοβαροί άνθρωποι. Μετά τις εξετάσεις, τους επιτυχόντες μας κάλεσε ο Λαζάνης, διευθυντής της σχολής. Ημασταν δώδεκα. Με κοιτάζει ο Λαζάνης και μου λέει: “Μου αρέσατε πάρα πολύ. Ησασταν πολύ καλός, πάρα πολύ καλός”. Εμένα να ανοίξει η γη να με καταπιεί – αμηχανία. Και ψελλίζω: “Ισως το λέτε γιατί προσπάθησα να σας μιμηθώ”.
Και λέει ο Λαζάνης: “Ποιον, εμένα; Ποιος είμαι εγώ; Εμένα μου θυμίσατε τον μεγαλύτερο έλληνα ηθοποιό που ήταν και δάσκαλός μου, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο”. Βαρύ… Με το καλημέρα σας μου φόρτωσε την ευθύνη. Σαν να μου έλεγε ή είσαι νούμερο ή θα τραβήξεις το κάρο. Εγινε το δεύτερο. Με θεωρούσε δικό του θεατρικό παιδί».
Και συνέχιζε ο Παπαβασιλείου: «Ηξερα, πηγαίνοντας στη σχολή, ότι δεν θα έμενα εκεί. Τι προέκυψε καθ’ οδόν δεν μπορούσα να το ξέρω. Τι ήταν αυτό; Η συνάντηση με τον Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζή) ήταν καθοριστική. Εκείνος ήταν τότε στον Ευαγγελάτο, στο Αμφι-Θέατρο, εγώ στο Τέχνης. Ανάμεσά μας δημιουργήθηκε μια αμοιβαία εκτίμηση, δεν ήμασταν φίλοι. Εξι χρόνια μετά ξεκίνησε η Σκηνή. Ξεκινήσαμε με τη “Στάμνα”, μετά εγώ έφυγα και ήταν σαν να ξεκινούσα τη δική μου προσωπική σκηνοθετική διαδρομή – Θέατρο Καισαριανής, Θεσσαλικό, ο πρώτος Γκολντόνι, με τον Κώστα Τσιάνο».
Η «Σπασμένη στάμνα»
Ιδρυτικό στέλεχος της Σκηνής μαζί με τον φίλο του Λευτέρη Βογιατζή (συν-σκηνοθέτησαν και έπαιξαν στην ιστορική πια «Σπασμένη στάμνα») μαζί με τους Ράνια Οικονομίδου, Τάσο Μπαντή, Δημήτρη Καταλειφό, Αννα Κοκκίνου, Σμαράγδα Σμυρναίου, συνέχισε, μετά τη διάλυσή της, τη δική του πορεία. Στην αρχή με την ομάδα του «Εποχή» – η παράσταση «Ζουβέ-Ελβίρα» έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μας – και στη συνέχεια ως ελεύθερος σκοπευτής.
Δούλεψε στο Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Βορείου Ελλάδος (την τετραετία 1994-1998 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ), στο Δημοτικό του Πειραιά και στα ΔΗΠΕΘΕ, ενώ κατά καιρούς επέστρεφε στο Θέατρο Τέχνης. Στη Φρυνίχου άλλωστε «γεννήθηκε» την τελευταία δεκαετία και ο Φωκίων Καπνίδης, ένας δικής του επινόησης σύγχρονος και διαχρονικός ήρωας, μέσω του οποίου ο Παπαβασιλείου σχολίασε με τον τρόπο του τον Ελληνα του σήμερα («Τους ζυγούς λύσατε», «Relax… Mynotis», «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή… θα πεις κι ένα τραγούδι»).
Στη Φρυνίχου σκηνοθέτησε και την τελευταία του παράσταση «Οι δύο χέστηδες» του Μαριβό – είχαν προηγηθεί «Ο ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη» στο Εθνικό, η «Ελένη» του Ευριπίδη στην Επίδαυρο και ο «Αίας» του Ρίτσου. Την τελευταία του δημόσια εμφάνιση την έκανε πέρυσι τον Μάιο, στο πλαίσιο του συνεδρίου που οργάνωσαν ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο «Κύκλος Ιδεών» με τον τίτλο «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης», ως Φωκίων Καπνίδης.
Στο σύνολο της διαδρομής του αναμετρήθηκε με ένα μεγάλο αριθμό κλασικών έργων αλλά και σύγχρονων συγγραφέων – Σοφοκλής, Χόρβατ, Μποντ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Γκαίτε, Μολιέρος, Ραγκαβής, Χουρμούζης, Αναγνωστάκη κ.ά. Ελαβε βραβεία, διακρίσεις και τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Βιβλία, εφημερίδες, τσιγάρα
Για όσους είχαμε την τύχη να συνομιλούμε μαζί του, ο Βασίλης Παπαβασιλείου ήταν ένας οξύς νους με περιπαικτική διάθεση. Ενας δημόσιος διανοητής με έντονο αυτοσαρκασμό. Ενας στοχαστής του θεάτρου και της ζωής. Ενας μοναδικός συνδυασμός δασκάλου και καλλιτέχνη. Ενας άνθρωπος που ήξερε να χειρίζεται τον λόγο και τις λέξεις, διαγράφοντας μέσα σε λίγες φράσεις βαθιά νοήματα. Αλλοτε υπαινικτικός και άλλοτε ευθύς και άμεσος, είχε κερδίσει την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης. Με μια σοφία και μια οικειότητα, περιτριγυρισμένος πάντα από βιβλία και εφημερίδες και με ένα τσιγάρο στο χέρι, ο Βασίλης Παπαβασιλείου ήξερε να απολαμβάνει τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής – διέψευσε ακόμα και το «ουδείς αναντικατάστατος».
Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει την Τετάρτη 11 Ιουνίου στον Αγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη, όπως ήταν η επιθυμία του, «στον κήπο των αρχαίων»…
