Brain regain: Η «ευκαιρία του αιώνα» – Η Ελλάδα θα ακολουθήσει;

Στοχεύοντας στην προσέλκυση επιστημόνων από τις ΗΠΑ, η ΕΕ αυξάνει τα κονδύλια για την έρευνα και την καινοτομία, η Γερμανία έχει καταρτίσει «πρόγραμμα 1.000 εγκεφάλων», η Κίνα προσφέρει ισχυρά οικονομικά κίνητρα ενώ η Ινδία ετοιμάζει τις δικές της μεταρρυθμίσεις. Γιατί η Ελλάδα δεν έχει χαράξει ακόμη τον δικό της σχεδιασμό;

Brain regain: Η «ευκαιρία του αιώνα» – Η Ελλάδα θα ακολουθήσει;

«Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι θελκτική γιατί είναι μια λίμνη ειρήνης» έλεγε πρόσφατα ομότιμος καθηγητής του Χάρβαρντ μιλώντας στο «Βήμα» και σχολιάζοντας την απόλυτη… αταξία στην οποία έχει περιέλθει όλη πανεπιστημιακή κοινότητα των ΗΠΑ από τις πολιτικές του Ντόναλντ Τράμπ στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.

Κατά πολλούς, αυτό που έκανε πραγματικά την Αμερική «μεγάλη» (κατά παράφραση του δημοφιλούς συνθήματος του αμερικανού προέδρου) ήταν η ικανότητά της να μαζεύει τα τελευταία 60 με 70 χρόνια τα καλύτερα και λαμπρότερα μυαλά από όλον τον κόσμο σε ένα ανοικτό σύστημα έρευνας που χρηματοδοτούνταν γενναιόδωρα και απολάμβανε πλούσιων ακαδημαϊκών ελευθεριών.

Ακριβώς αυτή η εικόνα του επιστημονικού «παραδείσου» ήταν που τοποθέτησε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ στη θέση του μεγαλύτερου εσωτερικού ιδεολογικού του αντιπάλου, ξεκινώντας μια μάχη την οποία δεν μπορεί να επιτρέψει πλέον στον εαυτό του να χάσει. Τα αμερικανικά πανεπιστήμια άλλωστε δεν είναι ένας δύσκολος στόχος, καθώς για μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του θεωρούνται πολύ ελιτίστικα, πολύ «αριστερά» και βεβαίως πολύ… ακριβά.

Ωστόσο, πολιτικοί και οικονομολόγοι, αν και θεωρούν πιθανή τη βραχυπρόθεσμη επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ και την επιβολή τις πολιτικής του ατζέντας στα περίπου 2.500 ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας, ταυτόχρονα κρίνουν ως καταστροφική τη μακροπρόθεσμη επίπτωσή της στην ανάπτυξη της χώρας και πιθανώς μη αναστρέψιμη.

Ετσι, σχολιάζουν ότι αν οι ΗΠΑ μεταβληθούν το επόμενο χρονικό διάστημα σε ένα ανεπιθύμητο μέρος για τους διεθνείς φοιτητές και φοιτήτριες, αλλά και τους επιστήμονες, θα ακολουθήσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις που είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε τεκτονικές αλλαγές στο εσωτερικό τους.

Τα παραπάνω ωστόσο την Ευρώπη δεν τη στενοχωρούν. Αντιθέτως, μάλλον αποτελούν ένα… κοσμικό δώρο στην αναζήτηση του νέου αφηγήματος και της επαναχάραξης της στρατηγικής της.

Για την Ελλάδα, δε, το στρατηγικό πλεονέκτημα που χαράσσεται στο ακαδημαϊκό στερέωμα της χώρας λάμπει τόσο δυνατά που προκαλεί απορία γιατί το αρμόδιο υπουργείο Παιδείας δεν έχει ακόμη κινηθεί ώστε να προσελκύσει στα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα τους δυσαρεστημένους επιστήμονες από τις ΗΠΑ.

«Σε μια πρόσφατη πτήση επιστροφής στις ΗΠΑ, αναρωτήθηκα αν θα με σταματούσαν στον έλεγχο διαβατηρίων. Ηταν εκείνη τη στιγμή που σκέφτηκα ότι ίσως ήταν καιρός να φύγω από την Αμερική» έγραφε την περασμένη εβδομάδα σε άρθρο του στο περιοδικό «Time» ο καθηγητής Ιστορίας Μπράιαν Σάντμπεργκ, ο οποίος δέχθηκε πρόσφατα μια θέση στο γαλλικό πανεπιστήμιο Aix-Marseille.

«Επέστρεφα από τη Μασσαλία της Γαλλίας, αφού συμμετείχα σε ένα εργαστήριο τον Μάρτιο που συνδιοργάνωσα στο ερευνητικό ινστιτούτο Iméra για την κλιματική αλλαγή και τις θρησκευτικές συγκρούσεις κατά τη Μικρή Εποχή των Παγετώνων. Το θέμα έχει πλέον ουσιαστικά απαγορευτεί από την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, αφού η κυβέρνηση Τραμπ αφαίρεσε την υποστήριξη για επιστημονική έρευνα που αναφέρει τη λέξη “κλίμα”, εν μέσω μιας ευρύτερης εκκαθάρισης λέξεων-κλειδιών σχετικών με τη woke  κουλτούρα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης» ανέφερε στο ίδιο άρθρο. «Ετσι, όταν το Πανεπιστήμιο AixMarseille αποφάσισε να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα “Ασφαλές Μέρος για την Επιστήμη”, έγινα ένας από τους 298 ερευνητές που υπέβαλαν αίτηση»

Αυτά εξελίσσονται αυτή τη στιγμή στον ιδιότυπο ακαδημαϊκό πόλεμο των ΗΠΑ. «Το Βήμα» ζήτησε από τους ανταποκριτές του στις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και από έγκριτους καθηγητές στην Ελλάδα και το εξωτερικό να καταγράψουν την εικόνα που βλέπουν σήμερα και να προβλέψουν ποιος θα κερδίσει τελικά από την «ευκαιρία του αιώνα»;

Δειλή και χωρίς όραμα ευρωπαϊκή πολιτική

Κώστας Μεγήρ. Ελληνοβρετανός οικονομολόγος, καθηγητής στο Yale University των ΗΠΑ

Η έρευνα σε συνδυασμό με την πρόσβαση σε μια σχεδόν απεριόριστη «δεξαμενή ταλέντων» μέσω της μετανάστευσης αποτελούν δύο βασικούς πυλώνες της επιτυχίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η έρευνα ξεκινά στα πανεπιστήμια, όπου διανοούμενοι από όλους τους τομείς παράγουν ιδέες που τελικά οδηγούν στις μεγάλες καινοτομίες, τις οποίες όλοι γνωρίζουμε, χωρίς απαραίτητα να ξέρουμε από πού είναι η καταγωγή ή οι ρίζες τους.

Το Διαδίκτυο, η τεχνολογία επεξεργασίας γονιδιώματος CRISPR, τα εμβόλια mRNA, το τεστ Παπανικολάου, ο αλγόριθμος αναζήτησης της Google, θεραπείες για τον καρκίνο, η δημόσια κρυπτογράφηση, ο «καθαρισμός» της ινσουλίνης, η βελτιωμένη κατανόησή μας για τα αίτια της φτώχειας και της οικονομικής ανάπτυξης, το πώς λειτουργούν οι αγορές και πότε αποτυγχάνουν είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα αυτής της έρευνας.

Από τη φύση της, η πανεπιστημιακή έρευνα δημοσιεύεται και είναι προσβάσιμη από όλους, ενώ η εμπορική αξιοποίηση των ιδεών των επιστημόνων γίνεται στη συνέχεια από ιδιωτικές εταιρείες.

Ενας συνδυασμός παραγόντων έχει καταστήσει τις ΗΠΑ πρωτοπόρες στην έρευνα σχεδόν σε όλους τους τομείς. Ποιοι είναι αυτοί; Ο απόλυτα ελεύθερος λόγος. Οι ιδιώτες δωρητές, που όφειλαν την επιτυχία τους στη ζωή τους στα πανεπιστήμια, έχουν δημιουργήσει με δωρεές τους κληροδοτήματα θρυλικού μεγέθους, παρέχοντας στα κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα βαθμό ανεξαρτησίας. Η φιλόξενη ατμόσφαιρα και η γενναιόδωρη χρηματοδότηση των ΗΠΑ που προσέλκυσαν επιστήμονες από όλον τον κόσμο, είτε για να ξεφύγουν από διώξεις είτε αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες (παραδείγματα παγκοσμίως γνωστά: Αϊνστάιν, Φον Νόιμαν, Φέρμι, Σουμπέτερ, Κούζνετς, Σεργκέι Μπριν).

Μια κυβέρνηση που κατανοούσε τη σημασία της έρευνας για την ανάπτυξη, προσφέροντας γενναία χρηματοδότηση μέσω των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (NSF).

Ολα αυτά συνέβαλαν στην ξεχωριστή φυσιογνωμία των Ην. Πολιτειών. Ελεύθεροι στοχαστές που παρήγαν ιδέες και οδηγούσαν σε πρωτοφανή επιτυχία.

Για λόγους που είναι δύσκολο να κατανοήσουμε – και δεν θα προσπαθήσω να εικάσω – η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση υποχωρεί από όλα αυτά: Η χρηματοδότηση της έρευνας έχει μειωθεί κατά το ήμισυ και τα έσοδα από τα πανεπιστημιακά κληροδοτήματα των κορυφαίων ιδρυμάτων φορολογούνται με 8%, μειώνοντας τους πόρους που στηρίζουν τους φοιτητές και την έρευνα. Πανεπιστήμια-κλειδιά, όπως το Χάρβαρντ και το Κολούμπια, έχουν δει δισεκατομμύρια σε ερευνητικά κεφάλαια να «παγώνουν» με αμφίβολα προσχήματα, θέτοντας σε κίνδυνο βασικά ερευνητικά προγράμματα στην ιατρική και τις επιστήμες.

Υπάρχουν ακόμη και κυβερνητικοί σύμβουλοι που επιθυμούν να μειώσουν τη μετανάστευση επιστημόνων και να περιορίσουν τους ξένους φοιτητές. Αν αυτό συνεχιστεί ή υλοποιηθεί στη χειρότερη εκδοχή του, οι ΗΠΑ – και γενικά η Δύση – είναι καταδικασμένες να χάσουν την κυριαρχία τους από την Κίνα και η ανάπτυξή τους ενδέχεται να πληγεί ανεπανόρθωτα. Αυτή η διαδικασία θα είναι αργή, θα ξεδιπλωθεί μέσα από εκλογικούς κύκλους και θα γίνει φανερή μόνο μετά από πολλά χρόνια, όταν θα είναι πλέον αργά.

Το πιο θλιβερό είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν σπεύδει να καλύψει το κενό. Η κυρία Φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε μια πενιχρή αύξηση 500 εκατομμυρίων ευρώ στη χρηματοδότηση της έρευνας, επιδεικνύοντας ανικανότητα αντί για δυναμισμό· με τους πανεπιστημιακούς μισθούς δε στην Ευρώπη να βρίσκονται στο μισό ή και στο ένα τέταρτο από αυτούς των κορυφαίων πανεπιστημίων των ΗΠΑ.

Με συγκρίσιμο ΑΕΠ με τις ΗΠΑ, η ΕΕ θα μπορούσε κατ’ αρχήν να πάρει τη σκυτάλη, όπως θα έπρεπε. Ομως τελικά η ευρωπαϊκή πολιτική αποδεικνύεται δειλή και χωρίς όραμα.

Η Κίνα, με την τεράστια «δεξαμενή ταλέντων» της και τη χειρουργική προσήλωσή της στην έρευνα, θα είναι η κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη δύναμη σε λίγες μόλις δεκαετίες – εκτός αν η Δύση συλλογικά ξανασυνειδητοποιήσει ότι ο δρόμος προς την ευημερία περνάει μέσα από την έρευνα και την ελεύθερη ροή ιδεών και επιστημόνων.

Η Silicon Valley μπορεί να αναπαραχθεί αλλού

Γιάννης Μ. Ιωαννίδης. Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Tufts των ΗΠΑ, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Οι πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ στη χρηματοδότηση της έρευνας στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και σε συνεργαζόμενα ιδρύματα εκτός ΗΠΑ, ο οικονομικός πόλεμος εναντίον τους και η στοχοποίηση των ξένων σπουδαστών αποτελούν κολοσσιαία απειλή για την ευημερία της υφηλίου, συγκρίσιμη με πολεμική καταστροφή.

Είτε είναι προσωπικές επιλογές του είτε στόχοι του Project 2025 (της σκιώδους ατζέντας της διακυβέρνησης), νέες θεραπείες, επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνολογίες, θεραπευτικές αγωγές και προσεγγίσεις σε κάθε τομέα πλήττονται δραματικά. Σημαντικός παράγοντας είναι και ο «νεοσκοταδισμός» που πνίγει την κουλτούρα της επιστημονικής ανταλλαγής.

Μάλλον λίγοι επιστήμονες (πολύ από τους οποίους είναι μετανάστες) θα εγκαταλείψουν αμέσως τις θέσεις τους,  επειδή σε σημαντικό βαθμό οι απαραίτητοι πόροι και υποδομές (εργαστήρια και σπουδαστές) και συνθήκες εργασίας δεν υπάρχουν εκτός ΗΠΑ.

Αλλά η απειλή γρήγορα θα γίνει πραγματικότητα εάν οι καταστρεπτικές επιλογές δεν εγκαταλειφθούν. Τότε το μέγα θεσμικό επίτευγμα της συνεργασίας κράτους και επιστημόνων στις ΗΠΑ θα καταστραφεί. Η Silicon Valley δεν έγινε σε μία ημέρα, αλλά οπωσδήποτε μπορεί να αναπαραχθεί αλλού με τη συμβολή κρατικών και ιδιωτικών πόρων. Ετσι ξεκίνησαν το Διαδίκτυο και οι τεχνολογίες αιχμής στη βιοϊατρική και την πληροφορική.

Υπάρχουσες διεθνείς συνεργασίες επιστημόνων με βάση τις ΗΠΑ αποτελούν περίπου το 15% των δαπανών των National Institutes of Health, αλλά ο ρόλος της διεθνούς συνεργασίας είναι πολύ μεγαλύτερος.

Οι ουασιαστικές επιπτώσεις διεθνώς θα είναι αρνητικές μεσοπρόθεσμα, αλλά με έντεχνες πρωτοβουλίες σε τεχνολογίες βάσης και αιχμής η διεθνής επιστήμη θα αναλάβει μακροπρόθεσμα στους επιστημονικούς χώρους όπου το «κακό» είναι αναστρέψιμο. Δυστυχώς αυτό δεν ισχύει σχετικά με την κλιματική αλλαγή! Και ελπίζω ότι οι πληγείσες νεότερες γενιές θα αναλάβουν πολιτικές πρωτοβουλίες.

«Πρόκειται για σιωπηρό πόλεμο»

Σαράντης Μιχαλόπουλος. Αντιποκριτής στις Βρυξέλλες

Να προσελκύσουν επιστήμονες από όλον τον κόσμο στη Γηραιά Ηπειρο επιθυμούν οι Βρυξέλλες σύμφωνα με τη νέα πρόταση της Κομισιόν για τον επόμενο προϋπολογισμό της περιόδου 2028-2034, καθώς η χρηματοδότηση για έρευνα αναμένεται να εκτοξευθεί.  Συγκεκριμένα, ο προϋπολογισμός του προγράμματος έρευνας και καινοτομίας «HorizonEurope» αναμένεται σχεδόν να διπλασιαστεί.

Η πρόταση της Κομισιόν κάνει λόγο για αύξηση από 95 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, σε 175 δισ. ευρώ για την περίοδο 2028-2034.  Σύμφωνα με πηγές της Κομισιόν, η αυξημένη χρηματοδότηση στοχεύει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης και στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων μέσω της έρευνας και της καινοτομίας.

Μέρος του προγράμματος «Horizon» θα είναι και η προσέλκυση επιστημόνων από τις ΗΠΑ αλλά και άλλες χώρες, σε μια χρονική στιγμή που βλέπουν ως ευκαιρία οι Βρυξέλλες δεδομένου του εκτυλισσόμενου «ακαδημαϊκού πολέμου» αυτή τη στιγμή στην Ουάσιγκτον μεταξύ κυβέρνησης και επιστημόνων.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι το πρόγραμμα «Choose Europe» θα βρίσκεται κάτω από τον πυλώνα «Excellent Science», τον οποίο η Κομισιόν προτείνει να χρηματοδοτηθεί με 44 δισ. ευρώ.

Πηγές της Κομισιόν δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσουν το ακριβές ποσό για το «Choose Europe», ωστόσο επισήμαναν στο «Βήμα» ότι συνιστά βασική προτεραιότητα.

Υπενθυμίζεται ότι νωρίτερα εφέτος η Κομισιόν πρότεινε ένα πακέτο χρηματοδότησης 500 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2025-2027, με στόχο την προσέλκυση των λαμπρών μυαλών στην Ευρώπη.

Στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι η Ευρώπη – και δη ο τομέας των φαρμακευτικών και έρευνας – βρίσκεται υπό αυστηρή πίεση τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα.

Καθοριστικό παράγοντα θα αποτελέσει η τελική απόφαση της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ αναφορικά με τους δασμούς και το κατά πόσο θα πιέσει τις φαρμακευτικές εταιρείες να μετεγκατασταθούν από την Ευρώπη στις ΗΠΑ.

«Πρόκειται για έναν σιωπηρό πόλεμο [silent war] προσέλκυσης ταλέντων καθώς και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού […] η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού σε επενδύσεις αναπόφευκτα θα προσελκύσει και ταλέντο» τόνισε στο «Βήμα» ευρωπαίος διπλωμάτης που ασχολείται με θέματα καινοτομίας.

Θα πάνε στην Ευρώπη ή στην Κίνα;

Πέτρος Κασφίκης. Ανταποκριτής στις ΗΠΑ

Μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα γνωστό αλλά στις ΗΠΑ οι περισσότεροι καθηγητές θετικών επιστημών πληρώνονται μόνο για τους εννέα μήνες που διδάσκουν. Τους υπόλοιπους τρεις μήνες, το 25% του ετήσιου εισοδήματός τους το καλύπτουν από ερευνητικά προγράμματα.

Η μεγαλύτερη πηγή εσόδων για την έρευνα στις θετικές επιστήμες είναι το Εθνικό Ιδρυμα Επιστημών (NSF), ενώ για τις ιατρικές επιστήμες το Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικής (NIH). Τα προγράμματα αυτά άρχισαν να ψαλιδίζονται ήδη από τον Μάρτιο, ενώ η μεγάλη «σφαγή» έχει γίνει στον προτεινόμενο προϋπολογισμό, όπου η χρηματοδότηση θα μειωθεί από 45% μέχρι 55%.

Μιλώντας κάποιος με ακαδημαϊκούς αλλά και ερευνητές δεν αργεί να διαπιστώσει ότι αυτό που στην αρχή ήταν ένα κλίμα φόβου και αστάθειας παγιώνεται πλέον ως μια «νέα πραγματικότητα». Οπως λένε, ήδη έχουν συναδέλφους που έχουν εγκαταλείψει τις ΗΠΑ και άλλους που σκέφτονται να το κάνουν μέσα στον επόμενο χρόνο, ίσως δίνοντας μια παράταση με την ελπίδα ότι κάτι πρόκειται να αλλάξει.

Τα στοιχεία όμως που παρουσιάζονται στον αμερικανικό Τύπο δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο αισιοδοξίας. Μια έρευνα του «Nature» τον Μάρτιο διαπίστωσε ότι το 75% των ακαδημαϊκών ερευνητών σκέφτεται να εγκαταλείψει τη χώρα, αναφέροντας ως κύριους παράγοντες τις περικοπές χρηματοδότησης και τις περιοριστικές πολιτικές.

Σε συζήτηση με Ελληνοαμερικανό που έχει πρόσβαση στους κύκλους των Ρεπουμπλικανών και που πάντα έχει μια λέξη για να υπερασπιστεί τις αποφάσεις του Τραμπ βλέπω ότι για το συγκεκριμένο θέμα παραμένει σιωπηλός. «Εάν πάνε στην Ευρώπη, καλά θα είναι» λέει προβληματισμένος. «Το πρόβλημα είναι εάν ακολουθήσουν τους συνταξιούχους πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας μας και πετάξουν προς την Κίνα. Αυτό θα είναι καταστροφικό».

Επιβάλλεται μια νέα πολιτική

Κώστας Φωτάκης, Ομότιμος καθηγητής Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης, πρώην υπουργός

Το φαινόμενο του brain drain, δηλαδή της μονόπλευρης μετανάστευσης εξειδικευμένων επιστημόνων στο εξωτερικό, συνδέεται με το πρότυπο της οικονομικής ανάπτυξης που επικρατεί και ιδιαίτερα με τον βαθμό έντασης γνώσης που υπεισέρχεται στην παραγωγική διαδικασία.

Η ελληνική οικονομία είναι διαχρονικά καθηλωμένη σε δραστηριότητες, κυρίως, υψηλής έντασης εργασίας και χαμηλής έντασης γνώσης. Η σημερινή προσφορά θέσεων εργασίας εντάσσεται σε ένα πρότυπο ανάπτυξης που βασίζεται σε φθηνές υπηρεσίες και προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, στον τουρισμό, στο real estate, αδυνατώντας να απορροφήσει τους υψηλά καταρτισμένους αποφοίτους των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων, οι οποίοι ταυτόχρονα είναι περιζήτητοι σε τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία του brain drain. Εν ολίγοις, η προβληματική δομή του ελληνικού καπιταλισμού ευνοεί την εισαγωγή εργατικού δυναμικού χαμηλής εξειδίκευσης και την εξαγωγή υψηλά καταρτισμένου δυναμικού.

Για τον επαναπατρισμό επιστημόνων – ερευνητών από τις ΗΠΑ, μια νέα πολιτική επιβάλλεται, μακριά από τη σημερινή κούφια επικοινωνία. Επείγει ο σχεδιασμός μέτρων στόχευσης σε ελκυστικά εργασιακά περιβάλλοντα τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Μια πρώτη απόπειρα έγινε τα δύσκολα χρόνια 2015-19 με την ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ).

Σήμερα προέχουν: α) η άμεση και συστηματική προκήρυξη νέων θέσεων καθηγητών και ερευνητών στα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της χώρας, β) η έμφαση στην αναβάθμιση και τον εμπλουτισμό των ερευνητικών υποδομών, γ) η δραστική μείωση της επισφάλειας και αξιοπρεπείς μισθοί για νέους επιστήμονες και η δημιουργία προοπτικών εξέλιξής τους και δ) στον ιδιωτικό τομέα, η ενίσχυση της έντασης γνώσης στις επιχειρήσεις με γενναία επιδότηση θέσεων εργασίας για την ανάπτυξη τμημάτων R&D (Ερευνας και Ανάπτυξης).

Αυτά τα αυτονόητα και ελάχιστα, δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση δεν τα υιοθετεί.

«Πρόγραμμα 1.000 εγκεφάλων»

Ειρήνη Αναστασοπούλου. Ανταποκρίτρια στο Βερολίνο

Δεν μπορεί να γίνει ακόμη λόγος για ένα πραγματικό brain gain επιστημόνων από τις ΗΠΑ προς τη Γερμανία, προς το παρόν τουλάχιστον. Οι λόγοι είναι κατ’ αρχάς οικονομικοί. Τα κρατικά πανεπιστήμια και οι ανώτατες σχολές της Γερμανίας δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για κορυφαίους αμερικανούς ερευνητές.

Στις ΗΠΑ όχι μόνο οι μισθοί είναι πολύ υψηλότεροι, αλλά και ο εξοπλισμός των ερευνητικών τμημάτων είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένος από ό,τι στη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει η πολιτική βούληση να απορροφήσει το Βερολίνο ένα μέρος από το πρόγραμμα Choose Europe for Science της ΕΕ για να προσελκύσει επιστήμονες από τις ΗΠΑ. Πρωτοβουλίες, όπως το πρόγραμμα Max Planck Transatlantic, στοχεύουν ακριβώς σε αυτό.

Ο Πάτρικ Κράμερ, πρόεδρος της Max-Planck-Gesellschaft, αναφέρει ότι το τελευταίο διάστημα οι αιτήσεις από ξένους ερευνητές από τις ΗΠΑ έχουν διπλασιαστεί και από επιστήμονες με αμερικανικό διαβατήριο έχουν τριπλασιαστεί. Αλλά και το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (TUΜ) δέχεται περισσότερα ερωτήματα από τις ΗΠΑ, από ό,τι συνήθως.

Η χώρα ωστόσο έχει ήδη δεσμευτεί να διευκολύνει τη χορήγηση βίζας, να κάνει πιο ευνοϊκό το κλίμα υποδοχής των ξένων, να στηρίξει την ένταξη οικογενειών και να επεκτείνει τα προγράμματα ανταλλαγής. Τέλος, η συμφωνία κυβερνητικού συνασπισμού της κυβέρνησης Μερτς περιλαμβάνει το λεγόμενο «πρόγραμμα 1.000 εγκεφάλων» για διεθνείς ερευνητές, χωρίς να προσδιορίζει χώρα, αλλά εννοείται ότι στοχεύει στην αμερικανική δεξαμενή.

Εθνική στρατηγική επαναπατρισμού

Γεώργιος Δουκίδης. Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ)

Εκτιμάται ότι 100.000-150.000 επιστήμονες υψηλού επιπέδου ελληνικής καταγωγής εργάζονται στο εξωτερικό, εκ των οποίων 7.000-8.000 είναι καθηγητές πανεπιστημίου. Η υψηλή ποιότητά τους αναλύεται σε έρευνα του 2017 που καταγράφει ότι στα κορυφαία 50 πανεπιστήμια των ΗΠΑ οι έλληνες (με πρώτο πτυχίο από ελληνικό πανεπιστήμιο) καθηγητές αριθμητικά είναι στην 11η θέση παγκοσμίως και σε αναλογία πληθυσμού στην 3η, πίσω μόνο από το Ισραήλ και τον Καναδά.

Τα παραπάνω υποδηλώνουν την υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης και έρευνας στα ελληνικά πανεπιστήμια (παρά τα γνωστά προβλήματα) και τη στρατηγική σημασία της ελληνικής ακαδημαϊκής διασποράς στη διατήρηση στενών δεσμών με το τοπικό ακαδημαϊκό οικοσύστημα ή ακόμη στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής επαναπατρισμού με στόχο την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Μια εθνική στρατηγική για αποδοτικότερη αξιοποίηση/επαναπατρισμό της ακαδημαϊκής διασποράς περιλαμβάνει: 1) Διαρκές οικοσύστημα συνεργασίας (λεπτομερής καταγραφή, συνεργασία με σχετικές επιστημονικές ενώσεις, επιστημονική διπλωματία, εξειδικευμένο παράρτημα ακαδημίας επιστημών). 2) Φιλικό πλαίσιο προσέλκυσης (φορολογικά κίνητρα, επενδύσεις σε ακαδημαϊκούς τεχνοβλαστούς, υποστήριξη στον επαναπατρισμό, ευελιξία λειτουργίας εκτός της γραφειοκρατίας του Δημοσίου). 3) Κίνητρα για συνεργασίες (χρηματοδότηση κοινών ερευνητικών προγραμμάτων με χώρες ενδιαφέροντος, κοινά μεταπτυχιακά, αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών). 4) Δημιουργία στην Ελλάδα διεθνών επιστημονικών κέντρων παγκόσμιας αριστείας σε τομείς αιχμής και πρωτοπορίας της διασποράς (ΑΙ, βιοτεχνολογία, κβαντική μηχανική). 5) Ευελιξία στις προσκλήσεις επισκεπτών καθηγητών/ερευνητών (μικρά διαστήματα, καλοκαιρινή περίοδο, αξιοποίηση μη κρατικών πανεπιστημίων).

Μη βιώσιμη η μετακόμιση στο Πεκίνο, αλλά δεν επωφελείται η Ευρώπη

Κωνσταντίνος Τσιμώνης. Eπίκουρος καθηγητής Κινεζικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο King’s College του Λονδίνου

Ηδη κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ υιοθετήθηκαν αυστηρά μέτρα περιορισμού της πρόσβασης κινέζων φοιτητών, ερευνητών και ακαδημαϊκών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2018, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «China Initiative», το υπουργείο Δικαιοσύνης στόχευσε κινέζους επιστήμονες και ερευνητές, με την αιτιολογία πιθανής ανάμειξης σε κατασκοπευτικές ενέργειες.

Το 2020, με το προεδρικό διάταγμα 10043, ανεστάλη η χορήγηση θεωρήσεων εισόδου σε φοιτητές και ερευνητές που συνδέονταν με τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας. Επίσης την ίδια χρονιά ακυρώθηκαν προγράμματα πρακτικής άσκησης για ξένους αποφοίτους στην αμερικανική αγορά εργασίας, ενώ και επί Μπάιντεν απαγορεύθηκε η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση σε διάφορους ερευνητικούς τομείς σχετικούς με την άμυνα και την ασφάλεια προς πανεπιστήμια που συνεργάζονται με κινεζικά ιδρύματα ή φιλοξενούν Ινστιτούτα Κομφούκιος.

Η επιστημονική έρευνα και η τεχνολογία αποτελούν πλέον κρίσιμα πεδία γεωπολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο δυνάμεις με δομικές αντιθέσεις και αλληλοσυγκρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, η ανώτατη εκπαίδευση στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζει ήδη σοβαρές προκλήσεις, οι οποίες εντείνουν τις τάσεις φυγής επιστημόνων και ερευνητών. Η Κίνα, από την πλευρά της, επιχειρεί να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία, προσφέροντας ισχυρά οικονομικά κίνητρα για τον επαναπατρισμό κινέζων επιστημόνων.

Ωστόσο, η απουσία κράτους δικαίου και θεσμικών εγγυήσεων για την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ανεξαρτησία της έρευνας καθιστά τη μετεγκατάσταση στην Κίνα μια μη βιώσιμη επιλογή για τους ξένους επιστήμονες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη θα μπορούσε να αναδειχθεί σε ελκυστικό προορισμό για επιστήμονες και ερευνητές, καλύπτοντας εν μέρει τη μεγάλη απόσταση με τις ΗΠΑ σε κρίσιμους τομείς επιστημονικής έρευνας και τεχνολογικής καινοτομίας. Ωστόσο, η διαφαινόμενη απουσία σαφούς στρατηγικής και η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης υπονομεύουν τις δυνατότητες της ΕΕ να αξιοποιήσει ουσιαστικά αυτή την ευκαιρία.

Οι όροι για προσέλκυση επιστημόνων από ΗΠΑ

Βασίλειος Σύρος Καθηγητής. Επίτιμος εντεταλμένος εταίρος στην ινδική δεξαμενή σκέψης National Maritime Foundation

Η Ινδία δεν διαθέτει στην παρούσα φάση μια ολοκληρωμένη στρατηγική προσέλκυσης επιστημόνων από το εξωτερικό. Αντίθετα, η πολυπληθέστερη πια δημοκρατία του κόσμου διακρίνεται από υπερπληθώρα επιστημονικού δυναμικού, ιδιαίτερα στις θετικές επιστήμες, τα οικονομικά και τη διοίκηση επιχειρήσεων, το οποίο εξάγει σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Αυστραλία και άλλες χώρες.

Είναι πιθανό ότι η σταδιακή άνοδος του βιοτικού επιπέδου, αν όχι σε όλες, τουλάχιστον σε ορισμένες πολιτείες, η ίδρυση και εδραίωση ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα οποία είναι πιο ευέλικτα και προσφέρουν πιο ευνοϊκές συνθήκες εργασίας σε σύγκριση με τα δημόσια, η βελτίωση των υποδομών και η αύξηση των κονδυλίων για την έρευνα θα συντελέσουν στον περιορισμό του brain drain και θα καταστήσουν την Ινδία πιο ελκυστικό προορισμό για επιστήμονες από τις ΗΠΑ και μέλη της ινδικής διασποράς.

Αν και η Ινδία διακρίνεται για τις κορυφαίες επιδόσεις της στην τεχνολογία και την ψηφιακή οικονομία, τα επόμενα χρόνια θα απαιτηθούν γενναίες μεταρρυθμίσεις και περαιτέρω ενίσχυση των ανθρωπιστικών επιστημών. Ηδη έχουν δρομολογηθεί σημαντικές πρωτοβουλίες σε αυτόν τον τομέα, οι οποίες είναι εν μέρει συνυφασμένες με το φιλόδοξο όραμα της κυβέρνησης του Ναρέντρα Μόντι να προωθήσει την επαναξιολόγηση των εγχώριων παραδόσεων και συστημάτων γνώσης και το μπόλιασμα της παιδείας με αρχές και ιδέες που πηγάζουν από την ινδική κληρονομιά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταφορά τεχνογνωσίας στις θεωρητικές επιστήμες από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες μπορεί δυνητικά να λειτουργήσει ως καταλύτης για διάδραση και ζυμώσεις με ενδογενείς προσεγγίσεις και συνάμα για νέους προβληματισμούς σχετικά με την ήπια ισχύ και την πολιτιστική διπλωματία της Ινδίας ως αναδυόμενης παγκόσμιας δύναμης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version