Κώστας Τσιλίδης Τα ποσοστά επιβίωσης από καρκίνους έχουν βελτιωθεί πολύ τα τελευταία περίπου 40 χρόνια στον δυτικό κόσμο. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η επιβίωση έχει κατά μέσο όρο διπλασιαστεί και το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης είναι περίπου 60% σήμερα. Κάποιοι καρκίνοι έχουν μεγαλύτερα ποσοστά επιβίωσης (π.χ. μελάνωμα, καρκίνος προστάτη, μαστών, παχέος εντέρου, αλλά και καρκίνοι του λεμφικού και αιματολογικού συστήματος) και κάποιοι άλλοι πολύ μικρότερα, όπως ο καρκίνος του παγκρέατος και των πνευμόνων. Η βελτίωση αυτή στα ποσοστά επιβίωσης από καρκίνο είναι πολυπαραγοντική. Οφείλεται όμως κυρίως σε καλύτερη χειρουργική και φαρμακολογική αντιμετώπιση αλλά και στην ανεύρεση περισσότερων περιπτώσεων καρκίνου στα πρώιμα στάδια της νόσου μέσω δοκιμασιών δευτερογενούς διαλογής (screening). Παρουσιάζεται όμως μεγάλη ετερογένεια στα ποσοστά επιβίωσης τόσο ανά είδος καρκίνου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όσο και ανά στάδιο της νόσου τη στιγμή της διάγνωσης (πολύ μικρότερα ποσοστά επιβίωσης σε καρκίνους που διαγιγνώσκονται σε προχωρημένα στάδια), και επίσης ανά χώρα, φυλή και κοινωνικο-οικονομική κατάσταση που σχετίζονται με καθυστερήσεις στη διάγνωση και έναρξη θεραπείας και με χειρότερη γενική κατάσταση υγείας. Δημιουργείται, λοιπόν, η ανάγκη να εκτιμήσουμε ερευνητικά πώς ο τρόπος ζωής μετά τη διάγνωση καρκίνου μπορεί να δράσει συμπληρωματικά στη χειρουργική και φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου και να βελτιώσει περαιτέρω τα ποσοστά επιβίωσης. Η ερευνητική μου ομάδα στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο του Λονδίνου (Imperial College London) και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων μελετά τα τελευταία χρόνια το παραπάνω ερώτημα χρησιμοποιώντας μεγάλες βάσεις πρωτογενών δεδομένων ασθενών με καρκίνο και συνθέτοντας την ερευνητική πληροφορία από όλες τις δημοσιευμένες μελέτες. Στην ερευνητική προσπάθεια αυτή παίζει σημαντικό ρόλο η ερευνητική μας χρηματοδότηση από τo Παγκόσμιο Ταμείο Ερευνας για τον Καρκίνο (World Cancer Research Fund). Εχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η αποφυγή της παχυσαρκίας και η σωματική δραστηριότητα μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τις πιθανότητες επιβίωσης. Συγκεκριμένα, έχουμε μελετήσει την επιβίωση για τρεις από τους πιο συχνούς καρκίνους, όπως του προστάτη, των μαστών και του παχέος εντέρου. Παρατηρήσαμε ότι η παχυσαρκία, μετρημένη κατά τη διάγνωση του καρκίνου ή μετά από αυτή, οδηγούσε κατά μέσο όρο σε αύξηση της πιθανότητας θανάτου από όλες τις αιτίες και συγκεκριμένα λόγω καρκίνου μέχρι ποσοστό περίπου 40% για τον καρκίνο προστάτη, 30% για καρκίνο μαστών και 25% για καρκίνο παχέος εντέρου. Οσον αφορά τη σωματική δραστηριότητα, παρατηρήθηκε ότι περίπου 20 λεπτά έντονης σωματικής άσκησης ημερησίως ή 40 λεπτά μέτριας έντασης (π.χ. γρήγορο περπάτημα) άσκησης ημερησίως μπορούσε να μειώσει την πιθανότητα θανάτου κατά 45%-50%. Επίσης, παρατηρήθηκε πως ακόμη και χαμηλή σωματική δραστηριότητα (χαμηλότερη από τις προαναφερόμενες τιμές) πρόσφερε οφέλη μείωσης της πιθανότητας θανάτου. Πέρα από τα οφέλη της σωματικής δραστηριότητας στην επιβίωση από καρκίνο, παρατηρήσαμε επίσης βελτίωση της αυτο-αναφερόμενης ποιότητας ζωής σε ασθενείς με καρκίνο που ασκούνταν, η οποία περιλάμβανε τόσο τη συνολική ποιότητα ζωής όσο και ποιότητα ζωής που σχετίζεται με τη σωματική, συναισθηματική και ψυχική υγεία των ασθενών. Οι μελέτες μας επίσης συμπεριλαμβάνουν εκτιμήσεις της σχέσης της διατροφής μετά τη διάγνωση καρκίνου και πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει τις πιθανότητες επιβίωσης. Τα ευρήματα είναι ενδεικτικά πως υγιή πρότυπα διατροφής βελτιώνουν τις πιθανότητες επιβίωσης, αλλά σίγουρα χρειάζονται περισσότερες μελέτες στον χώρο της διατροφής προτού εξαγάγουμε ασφαλέστερα συμπεράσματα. Συμπερασματικά, είναι πολλοί οι ασθενείς με καρκίνο που ζουν για χρόνια με τη νόσο τους και οι πιθανότητες μακροχρόνιας επιβίωσης βελτιώνονται εάν ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, αποφύγουν την παχυσαρκία και εισαγάγουν τη σωματική άσκηση στο ημερήσιο πρόγραμμά τους (με τη σύμφωνη γνώμη των ιατρών τους). Η αλλαγή του τρόπου ζωής αποτελεί ένα επιπλέον «φάρμακο» στη φαρέτρα των ασθενών και των ιατρών σε συνδυασμό με τις ιατρικές θεραπευτικές προσεγγίσεις. O κ. Κώστας Τσιλίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας Καρκίνου και Πρόληψης, Αυτοκρατορικό Κολέγιο Λονδίνου, και αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.