Σαν τη ρωμαϊκή θεότητα του Ιανού, η Σελήνη έχει δύο πρόσωπα: η πλευρά που κοιτάζει μόνιμα προς τη Γη καλύπτεται από αχανείς πεδιάδες στερεοποιημένης λάβας ενώ το ανάγλυφο της αθέατης πλευράς είναι βραχώδες και τραχύ.
Χάρη σε διαστημική αποστολή που χαρτογράφησε με ακρίβεια τη βαρύτητα του φεγγαριού, η NASA συγκέντρωσε νέα στοιχεία για τις διαφορές των δύο πλευρών. Η ανομοιότητα, αναφέρουν ερευνητές της υπηρεσίας στο περιοδικό «Nature», οφείλεται στην ασύμμετρη δομή του υποκείμενου μανδύα, η οποία πιθανώς είναι αποτέλεσμα ηφαιστειακών εκρήξεων που συντάραξαν την ορατή πλευρά πριν από δισεκατομμύρια χρόνια.
Τα δεδομένα προήλθαν από τους δίδυμους δορυφόρους της αποστολής Grail, οι οποίοι χαρτογράφησαν το βαρυτικό πεδίο της Σελήνης από το 2011 έως το 2012. Η δύναμη της βαρύτητας δεν είναι σταθερή σε όλη την επιφάνεια της Σελήνης αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με την πυκνότητα των υποκείμενων πετρωμάτων, όπως συμβαίνει εξάλλου και στη Γη. Επιπλέον, η Σελήνη δέχεται τη βαρυτική έλξη της Γης, η οποία αλλάζει διαρκώς καθώς το φεγγάρι κινείται σε μια ελλειπτική τροχιά, με την απόσταση των δύο σωμάτων διαρκώς να αυξομειώνεται.
Αυτή η αυξομείωση της βαρυτικής έλξης της Γης προκαλεί παλιρροϊκές παραμορφώσεις στη Σελήνη, καθώς η επιφάνεια και το εσωτερικό της περιοδικά τεντώνονται και συστέλλονται – περίπου όπως συμβαίνει με το νερό των ωκεανών στις γήινες παλίρροιες. Η ανάλυση αποκάλυψε ότι η παλιρροϊκή παραμόρφωση είναι εντονότερη στην ορατή πλευρά, ένδειξη ότι οι δύο πλευρές διαφέρουν όσον αφορά τη σύσταση του μανδύα, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στον φλοιό και τον πυρήνα.
Ο μανδύας στην ορατή πλευρά εκτιμήθηκε ότι είναι 100-200 βαθμούς Κελσίου θερμότερος από ό,τι στην αθέατη πλευρά, εύρημα που ενισχύει τις υποψίες ότι η ορατή πλευρά περιέχει περισσότερα ραδιενεργά ισότοπα που εκπέμπουν θερμότητα. Τα ισότοπα αυτά πιθανότατα συσσωρεύτηκαν στην ορατή πλευρά από εκτεταμένες ηφαιστειακές εκρήξεις πριν από 3-4 δισεκατομμύρια χρόνια, ανέφεραν οι ερευνητές. Η θερμότητα των ισοτόπων κάνει τον μανδύα πιο μαλακό στην ορατή πλευρά και αυξάνει έτσι τις παραμορφώσεις λόγω των παλιρροϊκών δυνάμεων.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της NASA, η ίδια βαρυτική μέθοδος μπορεί να αξιοποιηθεί για τη μελέτη της εσωτερικής δομής του Εγκέλαδου, δορυφόρου του Κρόνου, καθώς και του Γανυμήδη, δορυφόρου του Δία. Και τα δύο σώματα πιστεύεται ότι κρύβουν κάτω από την παγωμένη επιφάνειά τους μεγάλους ωκεανούς που θα μπορούσαν να φιλοξενούν ζωή.
