Παράγει η ελληνική πολιτική σκηνή ειδήσεις για τα διεθνή ΜΜΕ ανάλογου βεληνεκούς με αυτές που καταγράφουμε και καταναλώνουμε στα μέρη – και τα Μέσα – μας για τις εξελίξεις στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή την Αυστρία;
Είναι η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και το υποτιθέμενο κόμμα του θέμα που παίζει στα διεθνή πρωτοσέλιδα; Απασχολεί κάποιον βρετανό ή γερμανό πολίτη αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαιρέτησε ή όχι τον Κώστα Καραμανλή σε μια παρουσίαση βιβλίου; Προφανώς και όχι.
Κανείς εκεί έξω δεν ασχολείται με το ελληνικό πολιτικό ριάλιτι των τελευταίων μηνών – και μάλλον ούτε πρόκειται, εκτός αν προκύψει κάποια έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Κανέναν δεν ενδιαφέρει μια προεκλογική συζήτηση που ξεκίνησε την επομένη των εθνικών εκλογών και δεν λέει να σταματήσει, ακόμη κι αν αύριο στήνονταν ξανά κάλπες. Ο Ελληνας, από την άλλη, ειδικά ο πολιτικός, είναι εθισμένος στη συζήτηση άνευ ουσίας. Τα κόμματα προτιμούν να «παράγουν πολιτική», όπως λέει η πλευρά του ΠαΣοΚ το τελευταίο διάστημα για το περιβόητο κυβερνητικό πρόγραμμά της, αλλά όχι απαραίτητα να την εφαρμόζουν.
Και ενώ το ελληνικό Κοινοβούλιο εξαντλεί τα έργα και τις ημέρες του σε εσωτερικής κατανάλωσης αντιμαχίες και ρητορικά παιχνίδια εντυπώσεων, η Ευρώπη γύρω μας αλλάζει. Οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταβάλλονται, η ΕΕ και οι χώρες της στρέφονται σε πιο οριζόντιες πολιτικές, πιεσμένες από τη νέα τάξη πραγμάτων που έφερε η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Μπορεί ο αμερικανός πρόεδρος να μην κέρδισε το πολυπόθητο Νομπέλ Ειρήνης – και δεν φαίνεται ούτε κάποια άλλη βράβευση στον ορίζοντα, έστω η Χρυσή Σφαίρα «Σεσίλ Ντε Μιλ» που απονέμεται σε όσους συμβάλλουν σημαντικά στην ψυχαγωγία –, αλλά αυτό δεν θα του κόψει τη φόρα. Ο καλός επιχειρηματίας δεν στέκεται στην αποτυχία· πηγαίνει αμέσως στο επόμενο ντιλ. Και μπορεί ο Τραμπ να μην περνιέται για μεγάλος πολιτικός, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για πολύ αποτελεσματικό businessman.
Η Ελλάδα, με τη θέση της ανάμεσα σε ενεργειακά, εξοπλιστικά και γεωπολιτικά ντιλ, έχει μια μοναδική ευκαιρία να διαδραματίσει ρόλο ουσίας στην περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου. Για να το πετύχει, χρειάζεται συγκέντρωση στην πολιτική και όχι στην επικοινωνία της. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει λιγότερο από δύο χρόνια για να κρατήσει τη χώρα όρθια μέσα σε ζορισμένους δείκτες, να παραγάγει μεταρρυθμιστικό έργο και όχι προεκλογική καταιγίδα μέτρων, ενώ η αντιπολίτευση έχει τον ίδιο χρόνο για να διεκδικήσει τη θέση του οδηγού. Αραγε, έχει έστω η μία από τις δύο πλευρές αντιληφθεί τις επικίνδυνες και χωρίς καλή ορατότητα στροφές που έρχονται;
