Τα σημάδια είναι σκόρπια, αλλά υπαρκτά. Εκτός από τη στατική εικόνα του συσχετισμού δυνάμεων κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και άλλοι δείκτες των δημοσκοπήσεων. Το καρδιογράφημα της γενικής και προσωπικής οικονομικής κατάστασης παραμένει επίσης ακίνητο από την εποχή της πανδημίας και έπειτα. Η πλειονότητα πιστεύει ότι βιώνει μια αδιατάρακτα κακή κατάσταση, με την ακρίβεια να τρώει το εισόδημα, χωρίς αισιοδοξία για το μέλλον, και επανεμφάνιση της διαφθοράς στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Μέσα σε έναν χρόνο από 3% εκτοξεύτηκε στο 13%, ξεπερνώντας ακόμα και την κακή ιατρική περίθαλψη (Metron Analysis).
Η θετική αξιολόγηση της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού μειώθηκε κατά 3 μονάδες, από 26% στο 23% και από 28% στο 25%, αλλά το ΠαΣοΚ δεν κέρδισε από αυτή τη φθορά, με τα ποσοστά του κόμματος και του αρχηγού του να βρίσκονται στο 10% και στο 13%. Παρ’ όλα αυτά το ποσοστό όσων επιθυμούν πρόωρες εκλογές αυξήθηκε από 45% σε 52% από τον Ιούνιο. Επίσης, η ζυγαριά «πολιτική σταθερότητα ή πολιτική αλλαγή» έγειρε υπέρ της δεύτερης επιλογής (37% έναντι 62%). Δηλαδή παρά τη διαφορά των 15 μονάδων που έχουν μεταξύ τους, το αίτημα της κυβέρνησης για σταθερότητα υποστηρίζεται μόνο από τους οπαδούς της ΝΔ, ενώ το αίτημα του ΠαΣοΚ για αλλαγή από την κατακερματισμένη αντιπολίτευση, και έτσι το μειοψηφικό καθίσταται πλειοψηφικό.
Στους ψηφοφόρους της ΝΔ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδοχή που φθάνει στο 73% και διεισδυτικότητα 15% στο ΠαΣοΚ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, αντιστοίχως, έχει απήχηση στο 45% του ΠαΣοΚ και στο 14% των ψηφοφόρων της ΝΔ. Ο μετρώμενος ως τρίτος παίκτης Αλέξης Τσίπρας έχει ακροατήριο κυρίως στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (44%) και έπειτα στην Πλεύση Ελευθερίας (13%) και στο ΚΚΕ (10%). Από το ΠαΣοΚ τον αφουγκράζεται μόνο ένα 5% (Pulce).
Και οι τρεις πολιτικοί μοιάζει, σε αυτή τη φάση, να έχουν περιοριστεί κυρίως στο κομματικό τους ακροατήριο, αν και ο Τσίπρας δεν είναι αρχηγός κόμματος, χωρίς να καταφέρνουν να ανανεώσουν τις δεξαμενές τους. Για αυτό πέρα από το πόσους ικανοποίησαν τα μέτρα της ΔΕΘ, που δεν είναι όσοι θα ήθελαν τα κομματικά επιτελεία, είναι αξιοπρόσεκτο το ποσοστό όσων δεν ενημερώθηκαν καθόλου για αυτά, το οποίο στις ηλικίες 17-29 ετών φθάνει το 23% και στις 30-44 ετών το 11%. Στη ζώνη των αναποφάσιστων το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 25%. Είναι αυτοί που έχουν γυρίσει την πλάτη στο κομματικό σύστημα και ποιος ξέρει αν η επιλογή τους θα είναι η αποχή ή το αντισυστημικό κόμμα της μόδας όταν γίνουν εκλογές.
Αλλά και οι δυσαρεστημένοι από τα υπάρχοντα κόμματα δεν βλέπουν κάποια λύση στον ορίζοντα. Το 37,7% πιστεύει ότι η δημιουργία νέων κομμάτων δεν θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Το 26,5% ότι θα ανανεώσει το πολιτικό σύστημα και το 28,3% ότι θα κατακερματίσει και άλλο τον χώρο της αντιπολίτευσης (MRB). Αυτό παρότι ένα ενδεχόμενο κόμμα Σαμαρά ίσως ενοποιήσει κάπως τον πέραν της ΝΔ χώρο, αφαιρώντας από την κυβέρνηση ένα κρίσιμο για την αυτοδυναμία ποσοστό.
Ομως, φαίνεται ότι η εμπειρία από τα νέα κόμματα που δημιουργήθηκαν, προερχόμενα κυρίως από τον άλλοτε κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ αλλά όχι μόνο, δεν ήταν το σωσίβιο που περίμεναν οι πολίτες. Αρχηγικά μικρομάγαζα, χωρίς ιδεολογικό έρμα και προτάσεις για τη χώρα, χρησιμεύουν μόνο ως οχήματα διαμαρτυρίας. Μήπως αυτό που αναδεικνύεται από τις μετρήσεις δεν είναι ένα «παγωμένο» πολιτικό σύστημα, αλλά ένα σύστημα που οι πολίτες το έχουν απορρίψει και το καταπίνουν στις εκλογές σαν μουρουνόλαδο; Χωρίς ευχαρίστηση, αυστηρώς για ιατρικούς λόγους.
