Ο τίτλος εμπνέεται από το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού «Ο τρομερός μήνας Αύγουστος» (Εκδόσεις Φιλιππότης, 1979), το οποίο πραγματεύεται την απώλεια και το πένθος, τη βαθιά ανατροπή που προκαλεί αβεβαιότητα, αγωνία και υπαρξιακή αστάθεια. Αντίστοιχα, ο Ιούλιος στην ελληνική ιστορία είναι μήνας φορτισμένος πολιτικά και συναισθηματικά.
Τον Ιούλιο του 1965 κορυφώθηκε η πολιτική κρίση με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου οδηγώντας σε αποσταθεροποίηση το κοινοβουλευτικό σύστημα της «καχεκτικής δημοκρατίας» (Η. Νικολακόπουλος) και προετοιμάζοντας το έδαφος για τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Τον Ιούλιο του 1974, το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου που προκάλεσε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, οδήγησε στον βίαιο διχασμό και την παράνομη τουρκική κατοχή του νησιού, επιταχύνοντας την κατάρρευση της δικτατορίας και την απαρχή της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Τον Ιούλιο του 2015, μέσα σε ένα βαθιά πολωμένο κλίμα, με τη χώρα να βρίσκεται σε οικονομική ασφυξία, εν μέσω σκληρών δημοσιονομικών προγραμμάτων και πρωτόγνωρων μέτρων λιτότητας, είχαν διαμορφωθεί στην κοινωνία συνθήκες υπαρξιακής αβεβαιότητας. Το γεγονός ότι σχεδόν μισό εκατομμύριο ανθρώπων σε παραγωγικές ηλικίες εγκατέλειψε τη χώρα στη δεκαετία της κρίσης (ΣΕΒ-ΙΟΒΕ) καταδεικνύει τη δραματικότητα των συνθηκών εκείνη την περίοδο.
Για όσους παρέμειναν στην Ελλάδα, η υπαρξιακή αβεβαιότητα τροφοδότησε μια ιδεολογικά ποικιλόμορφη πολιτική ριζοσπαστικότητα που διαπερνούσε τον άξονα Αριστερά – Δεξιά: από το κίνημα των Αγανακτισμένων και τον ακτιβισμό τού «Δεν Πληρώνω» μέχρι τη Χρυσή Αυγή και τις αντιμεταναστευτικές κινητοποιήσεις, ο αντισυστημισμός βρήκε γόνιμο έδαφος στην Ελλάδα της κρίσης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κορυφώθηκε η κρίση χρέους, παίρνοντας τη μορφή ενός πολιτικού θρίλερ με απροσδιόριστες διαστάσεις και παρατεταμένη απήχηση.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, τα capital controls και η διαπραγμάτευση στο Eurogroup κατέληξαν σε μια συμφωνία που είχε ως προϋπόθεση την πολιτική αναδίπλωση της κυβέρνησης Τσίπρα. Παρότι η εξέλιξη αυτή προκάλεσε ανακούφιση, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός υπαναχώρησε από τη δέσμευσή του ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, «όποιο και αν είναι αυτό», όπως είχε αναφέρει στο διάγγελμά του με το οποίο εξήγγειλε το δημοψήφισμα.
Μπορεί οι Ολάντ και Μέρκελ να επιθυμούσαν την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ωστόσο η βούληση των δικών τους κοινοβουλίων και οι διαθέσεις της κοινής γνώμης σε Γαλλία και Γερμανία μετρούσαν περισσότερο από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου.
Παρότι έχουν γραφτεί αρκετά για το δημοψήφισμα του 2015 και την πολιτική αναδίπλωση του τότε πρωθυπουργού – μια επιλογή που αν δεν είχε υπάρξει θα μπορούσε να δώσει έρεισμα στην υλοποίηση της πρότασης του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προς την Ανγκελα Μέρκελ να δρομολογήσει την «προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη» (A. Merkel, Ελευθερία, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 455) –, παραμένουν ακόμη πτυχές που δεν έχουν φωτιστεί επαρκώς.
Πτυχές που δεν αφορούν μόνο τα σενάρια για το πόσο κοντά βρεθήκαμε σε ένα Grexit, αλλά εστιάζουν στις αντιλήψεις των πολιτών και τις μετατοπίσεις στη σχέση τους με την Ευρωπαϊκή Ενωση, η ένταξη της χώρας στην οποία αποτέλεσε ένα από τα ισχυρά θεμέλια για την οικοδόμηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε σε βάθος τη σημασία του δημοψηφίσματος του 2015 και τις συνέπειές του χρειάζεται να εστιάσουμε περισσότερο στο συναισθηματικό υπόβαθρο της κοινωνίας εκείνη την περίοδο. Η αγωνία και ο θυμός ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα που επικρατούσαν, με οριακές διαφορές, σε μια ευρεία πλειοψηφία του εκλογικού σώματος που υποστήριζε είτε το ΝΑΙ είτε το ΟΧΙ.
Αναζητώντας πιο λεπτές διαφοροποιήσεις στη συναισθηματική δυναμική των δύο στρατοπέδων, διακρίνεται ένα αμυντικό σχήμα αντίδρασης, κυρίως στους ψηφοφόρους τού ΝΑΙ, στο οποίο το συναίσθημα του φόβου ήταν εντονότερο συγκριτικά με τους υποστηρικτές τού ΟΧΙ. Σε αυτούς, αντίθετα, διακρινόταν περισσότερο ένας διεκδικητικός τρόπος συναισθηματικής τοποθέτησης, που συνοδευόταν από ένα ισχυρότερο αίσθημα προσδοκίας και προοπτική ελπίδας (Β. Γεωργιάδου & Α. Καφέ, Εκλογική Συμπεριφορά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2018).
Παρότι οι διαφορές στη συναισθηματική χροιά μεταξύ των υποστηρικτών του ΝΑΙ και του ΟΧΙ δεν υπήρξαν μεγάλες, τα συναισθήματα που επικράτησαν στους ψηφοφόρους τού ΟΧΙ και τα οποία συνοδεύονταν από υψηλότερες προσδοκίες για ρήξη οδήγησαν, εκ των υστέρων, σε εντονότερη απογοήτευση, ενώ και για τους ψηφοφόρους τού ΝΑΙ τα σενάρια ενός Grexit που εξυφάνθηκαν κλόνισαν τα φιλοευρωπαϊκά συναισθήματα.
Η πολιτική αναδίπλωση του πρώην πρωθυπουργού και η επίτευξη συμφωνίας με το Eurogroup (τρίτο μνημόνιο) προκάλεσαν συναισθηματικό σοκ και οδήγησαν σε κατακρήμνιση προσδοκιών στο μέρος του εκλογικού σώματος που είχε ταυτιστεί με το ΟΧΙ. Παρότι το σοκ αυτό δεν αποτυπώθηκε άμεσα στις πρόωρες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, οι δημοσκοπήσεις (Politico, Poll of Polls) καταγράφουν έκτοτε μια σταθερή καθοδική τροχιά για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η φθορά αυτή ήταν εντονότερη αμέσως μετά το δημοψήφισμα και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και, παρότι σημειώθηκαν κάποιες παροδικές ανοδικές διακυμάνσεις εν όψει των εθνικών εκλογών του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε κατόρθωσε να ανακτήσει τη δυναμική τού πρώτου εξαμήνου του 2015.
Το σοκ του Ιουλίου 2015 άφησε βαθύτερα σημάδια, πρώτα απ’ όλα στη σχέση των πολιτών με την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Η εικόνα που έχουν οι Ελληνες για την ΕΕ είναι σημαντικά λιγότερο θετική σε σύγκριση με τον μέσο όρο των πολιτών στα κράτη-μέλη. Συγκεκριμένα, μόλις το 38% των πολιτών στην Ελλάδα έχει θετική γνώμη για την ΕΕ, έναντι 50% στον μέσο όρο των 27 χωρών-μελών.
Αντίστοιχα, όσοι θεωρούν ότι έχουν ωφεληθεί από την ένταξη στην ΕΕ φθάνουν στην Ελλάδα το 65% έναντι 74% στην ΕΕ (Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 103.1, 2025). Οι πιο αρνητικές στάσεις συναντώνται κατά κύριο λόγο στις γυναίκες και τις μεσαίες και μεγαλύτερες ηλικίες που επωμίσθηκαν βαρύ φορτίο κατά την κρίση. Εστιάζοντας στο ζήτημα του νομίσματος, 62% στην Ελλάδα έναντι 71% στην ΕΕ θεωρούν ότι το ευρώ είναι κάτι καλό, ενώ ένας στους τρεις πολίτες στην Ελλάδα πιστεύει ότι το ευρώ δεν είναι εθνικά επωφελές (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2024).
Είναι εντυπωσιακό ότι, αρκετά χρόνια μετά το τέλος της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειές της αλλά και οι συνέπειες από τη διαχείρισή της είναι ακόμα παρούσες και αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, στον δείκτη της πολιτικής εμπιστοσύνης που εξακολουθεί να είναι πτωτικός και σημαντικά χαμηλότερος σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παρότι η πολιτική εμπιστοσύνη είναι εν γένει χαμηλή σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, στην Ελλάδα η αποδυνάμωσή της είναι εντονότερη και εκτείνεται τόσο σε εθνικούς όσο και σε ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης συνοδεύεται και από μια ευρύτερη κοινωνική απαισιοδοξία: μόλις το 15% των πολιτών θεωρεί ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν την επόμενη χρονιά (Ευρωβαρόμετρο, Ανοιξη 2025).
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι παρότι η οικονομική κρίση έχει τυπικά ξεπεραστεί, το ψυχικό και κοινωνικό καλούπι των στάσεων και αντιλήψεων που διαμόρφωσε η κρίση παραμένει ενεργό αφήνοντας ένα ισχυρό αποτύπωμα στις ατομικές και τις συλλογικές διαθέσεις μιας σημαντικής μερίδας πολιτών.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
