Από την πρώτη στιγμή που η δημιουργική γραφή μπήκε στις αίθουσες των αμερικανικών πανεπιστημίων, ένα παράδοξο την ακολουθεί: μπορεί η τέχνη να διδαχθεί; Μπορεί το άγγιγμα της έμπνευσης, το τρέμουλο της φράσης που γεννιέται ξαφνικά στο χαρτί, να χωρέσει σε πρόγραμμα σπουδών, σε ύλη, σε εξετάσεις; Για χρόνια η απάντηση ήταν αρνητική. Κι όμως, το μάθημα όχι μόνο άντεξε αλλά ρίζωσε. Γιατί αποδείχτηκε πως ο στόχος του, εάν γίνεται σωστά, δεν είναι να παράγει συγγραφείς κατά παραγγελία, αλλά να καλλιεργεί την ευαισθησία της γλώσσας, την ικανότητα να στέκεσαι μπροστά σε μια πρόταση με το ίδιο δέος που στέκεσαι μπροστά σε έναν πίνακα ή σε μια παρτιτούρα.
Στα πρώτα της βήματα, η δημιουργική γραφή έμοιαζε περισσότερο με τεχνική εξάσκηση. Μάθαινες πώς στήνεται μια πλοκή, πώς ανασαίνει ένας διάλογος, πώς χτίζεται ρυθμός. Μια ξυλουργική του λόγου, τίμια αλλά στεγνή. Με τον καιρό, όμως, το τοπίο άλλαξε. Σήμερα, το σωστό μάθημα δεν είναι μηχανισμός αλλά τελετουργία βραδύτητας. Oχι οδηγίες χρήσεως αλλά πρόσκληση να αφουγκραστείς το βάρος μιας λέξης, να αντέξεις τη σιωπή γύρω της, να την αφήσεις να αναπνεύσει πριν την προδώσεις με βιασύνη.
Σε κάθε γωνιά του κόσμου τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής λειτουργούν σαν μικρογραφίες κοινωνίας. Εκεί ακούς ιστορίες εξορίας, απώλειας, ασφυξίας, χαράς. Οι ασκήσεις δεν είναι τυχαίες. «Γράψε χωρίς να χρησιμοποιήσεις το ρήμα είμαι». «Αναφέρσου σε μια μνήμη χωρίς καμία μεταφορά». Αυτές οι μικρές απαγορεύσεις ανοίγουν τον δρόμο σε κάτι μεγαλύτερο – σε μια φωνή που δεν μιμείται αλλά επιμένει, που διεκδικεί την ύπαρξή της με πείσμα.
Oμως όλα αυτά έχουν αξία μόνο όταν το μάθημα μένει πιστό στην ουσία του. Αν μετατραπεί σε εμπορικό προϊόν, σε συνταγή ταχείας επιτυχίας, καταρρέει. Η λογοτεχνία δεν είναι επάγγελμα προς άμεση κατανάλωση. Είναι τοπίο αντίστασης, χώρος όπου οι λέξεις ξαναβρίσκουν την πυκνότητά τους. Κάθε φράση είναι υπόσχεση, μπορεί να προδοθεί ή να αντέξει.
Από την τεχνική αφετηρία του περασμένου αιώνα μέχρι τη σημερινή υπαρξιακή της διάσταση, η ιστορία της δημιουργικής γραφής μάς θυμίζει κάτι πολύτιμο: ότι η γλώσσα παραμένει το τελευταίο καταφύγιο νοήματος. Σε μια εποχή επιτάχυνσης και θορύβου, το μάθημα αυτό δεν χαρίζει δόξα ούτε εγγυάται βιβλία. Προσφέρει κάτι πιο σπάνιο – τη δυνατότητα να ακούσεις μια αυθεντική πρόταση που να κουβαλά το βάρος σου. Και σε αυτή την επιμονή – στην ευλάβεια προς τη λέξη, στην αργή της αναπνοή – βρίσκεται ίσως η μόνη μας ελπίδα πως η λογοτεχνία μπορεί ακόμη να έχει σημασία, να μιλήσει για εμάς και μέσα από εμάς, ακόμη και τώρα.
