Για την κρίση της κριτικής

Δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην επιθυμεί την παρουσίαση ενός νέου βιβλίου του, και είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν την επιθυμία τους να μην εκπληρώνεται

Για την κρίση της κριτικής

«Στην τέχνη ό,τι δεν είναι απαραίτητο είναι επιζήμιο». Δεν θυμάμαι ποιος το είπε – σίγουρα ένας εξέχων δημιουργός (ποιητής, ζωγράφος, ή συνθέτης) ως γνώστης εξ ενστίκτου ή και εκ καλλιεργείας των προδιαγραφών του καλλιτεχνικού έργου. Θα μπορούσε να το είχε πει και ένας προικισμένος κριτικός, για όσους πιστεύουν ότι και η κριτική των καλλιτεχνικών έργων είναι ένα ιδιαίτερο είδος τέχνης.

Τον παραπάνω ευσύνοπτο αλλά δραστικό ορισμό της τέχνης σκεφτόμουν διεξερχόμενος τη συζήτηση περί λογοτεχνικής κριτικής την περιεχόμενη στο «Αφιέρωμα στην κριτική» του τελευταίου τεύχους του περιοδικού «Νέα Ευθύνη» (αρ. 66-67, Δεκέμβριος 2024). Συζήτηση που προκάλεσε τη διαδικτυακή, ως επί το πλείστον, αντίδραση όχι λίγων περί την κριτική ασχολουμένων. Τόσων ώστε, αν αθροίσουμε σε αυτούς και τους – οιονεί κριτικούς – διδάσκοντες δημιουργική γραφή απανταχού της επικρατείας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο περί λογοτεχνικής κριτικής μας λόγος είναι σήμερα πληθωριστικός.

Σε ανάλογη κατάσταση βρισκόμασταν και δέκα χρόνια πριν: «Ο επαρκής αναγνώστης που παρακολουθεί τον τελευταίο καιρό τα λογοτεχνικά μας πράγματα», διαβάζαμε («The Athens Review of Books», αρ. 72, Απρίλιος 2016), «διαπιστώνει ότι η κριτική μας βρίσκεται σε κρίση: επαινείται το μέτριο, το ασήμαντο ή/και το κακό, και ισοπεδώνεται με το επαινούμενο το εξέχον και το άριστο. Αν έπαιρνε κανείς τοις μετρητοίς τα κείμενα που μιλούν για τα νεοεκδιδόμενα έργα, ή που αναφέρονται στο έργο ζώντων συγγραφέων, θα πίστευε ότι στη λογοτεχνία μας, κυρίως στην ποίηση, συντελείται σήμερα μια κοσμογονία: σχεδόν όλα είναι σημαντικά, συναρπαστικά, ανατρεπτικά· ή, όταν δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοια, περιγράφονται με τρόπο που να μην αφήνει αμφιβολία για το αξιόλογό τους. Μέτρια, ασήμαντα, ανάξια λόγου δεν φαίνεται να υπάρχουν». Αναλογίζεται κανείς τις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν ο Σεφέρης (Μέρες Γ’, 3-3-1940) σημείωνε: «Οι κριτικοί μας δεν ξέρουν να διαβαθμίσουν. Κι όμως αυτή είναι η δουλειά τους. Τα παίρνουν όλα είτε από την καλή είτε από την ανάποδη».

Και σήμερα οι κριτικοί μας – με την εξαίρεση πολύ λίγων – τα παίρνουν όλα από την καλή, από την πολύ καλή μάλιστα. Αναζητώντας κανείς την αιτία αυτής της κατάστασης οδηγείται στον προσδιορισμό των χρονικών απαρχών της. Οι οποίες είναι προφανές ότι βρίσκονται κυρίως στην εμφάνιση δύο συλλειτουργούντων και αλληλεπιδρώντων φαινομένων. Το πρώτο είναι η καθιέρωση του θεσμού της ζωντανής – επί σκηνής ή επί πίστας – παρουσίασης των βιβλίων· το δεύτερο η καθ’ ημάς, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ανάπτυξη του Διαδικτύου και η επακόλουθη ευρύτατη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Οι παρουσιάσεις νέων βιβλίων πρωτοεμφανίζονται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δηλαδή σε μιαν εποχή κατά την οποία η ανάπτυξη των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων και θεαμάτων είχε αρνητικό αντίκτυπο στην κυκλοφορία των εφημερίδων, ορισμένες από τις οποίες διέθεταν, εβδομαδιαίως, «φιλολογική σελίδα». Στην αρχή ήταν παρουσιάσεις ομαδικές, οργανωμένες από τους εκδοτικούς οίκους (αναφέρω την περίπτωση της ομαδικής εμφάνισης νέων βιβλίων πέντε ποιητών «στη μεγάλη αίθουσα της Εθνικής Πινακοθήκης, με το ευγενικό καλωσόρισμα της διευθύντριάς της», και τη διθυραμβική κάλυψη του γεγονότος (25/11/1992) από τις εφημερίδες («Πινακοθήκη… ποιητών», «ΤΑ ΝΕΑ»· «Ποίηση στην Πινακοθήκη», «Ελευθεροτυπία»· «Ολη η ομορφιά της ποίησης στην Πινακοθήκη», «Εθνος»). Σε λίγο οι παρουσιάσεις θα γίνονται και ατομικές, με πρωτοβουλία της διοργάνωσής τους των ιδίων των συγγραφέων, επικουρούντος του εκδότη.

Οι παρουσιάσεις αυτές με τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται και με την εμφανή διαφημιστική τους πρόθεση αποτελούν ένα είδος εκ προοιμίου θετικής αποτίμησης, αφού καλούνται να μιλήσουν σε αυτές άνθρωποι που διάκεινται ευνοϊκά προς το παρουσιαζόμενο βιβλίο, κυρίως φίλοι του συγγραφέα.

Επειτα, είναι ο υπέρογκος αριθμός των παρουσιάσεων. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην επιθυμεί την παρουσίαση ενός νέου βιβλίου του, και είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν την επιθυμία τους να μην εκπληρώνεται. Αν σκεφτούμε τον αριθμό των παρουσιαζόμενων κάθε εβδομάδα βιβλίων· ότι στις περισσότερες παρουσιάσεις συμμετέχουν τουλάχιστον τρεις ομιλητές· ότι δεν είναι λίγα τα βιβλία – στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη – που παρουσιάζονται περισσότερες από μία φορές (κάποτε και τρεις ή τέσσερις, με εναλλασσόμενους ομιλητές)· ότι αρκετές παρουσιάσεις της Αθήνας μεταφέρονται και σε επαρχιακές πόλεις (και αντιστρόφως), μπορούμε να φανταστούμε την πλημμυρίδα των παραγόμενων κειμένων, από τα οποία ελάχιστα μόνο δεν δημοσιεύονται στα περιοδικά (ηλεκτρονικά και έντυπα) και στους αφειδώς διαθέσιμους χώρους των κοινωνικών δικτύων.

Δεν θέλω βέβαια να πω ότι ανάμεσα σε αυτά δεν υπάρχουν σημαντικές ή αξιόλογες κριτικές εκτιμήσεις. Ομως οι εκτιμήσεις αυτές είναι λίγες και δεν είναι εύκολο να διακριθούν μέσα στο πλήθος των φιλικά διακείμενων, οι οποίες αποφεύγουν παρατηρήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μη ευνοϊκές.

Υπάρχει ένα στοιχείο επαρχιωτισμού στο φαινόμενο που περιέγραψα, σαν εκείνο που συναντάμε στις μικρές και κλειστές κοινωνίες της επαρχίας, και στις κριτικές που γράφουν ο ένας για τον άλλο οι εκεί λόγιοι στις τοπικές εφημερίδες, κριτικές που θα κατατάσσαμε επιεικώς στο είδος της ιμπρεσιονιστικής κριτικής. Υπάρχει και ένα υπέρτερο είδος κριτικού επαρχιωτισμού που το συναντάμε κυρίως στην πανεπιστημιακή κριτική μας και που η αιτία του είναι ο φόβος του επαρχιωτισμού: η επιθυμία υπέρβασης του αισθήματος της λογοτεχνικής περιφέρειας που οδηγεί στην αδέξια προσπάθεια μίμησης των κριτικών τρόπων των λογοτεχνικών κέντρων.

Για να επιστρέψουμε στον ορισμό της τέχνης, που μου ήρθε στον νου διαβάζοντας το «Αφιέρωμα» της «Νέας Ευθύνης». Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: πόσοι από τους συμμετέχοντες σε αυτό και από τους σχολιαστές τους «ξέρουν να διαβαθμίσουν», δηλαδή να διακρίνουν σε ένα λογοτεχνικό κείμενο «το απαραίτητο από το επιζήμιο»; Σε πόσα από τα δάχτυλά του «στο φιλιατρό του πηγαδιού», κοιτάζοντας στο βάθος του το «θολό νερό» της κριτικής μας, θα μπορούσε να μετρήσει κανείς τους «δίκαιους»;

*Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version