Η πρόσφατη δημοσιοποίηση της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ) των ΗΠΑ προκάλεσε στην Ευρώπη αντιδράσεις που ξεπέρασαν τη στενή συζήτηση περί γεωπολιτικής (βλ. και συνέντευξη της Τάρα Βάρμα στην Τάνια Μποζανίνου, εφημ. «Το Βήμα», 14/12/2025). Για πολλούς, το κείμενο της ΣΕΑ εκλήφθηκε ως έμμεση παρέμβαση υπέρ της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς. Οχι επειδή στηρίζει ρητά κόμματα ή πρόσωπα του ακροδεξιού χώρου, αλλά επειδή νομιμοποιεί θεματικές – εκείνη της ασφάλειας, των εσωτερικών απειλών, των κλειστών εθνικών συνόρων – που αποτελούν τον πυρήνα της ακροδεξιάς ατζέντας.
Η Ευρώπη εμφανίζεται πρωτίστως ως πεδίο στρατηγικής αντιπαράθεσης και λιγότερο ως αυτόνομος πολιτικός χώρος, ενώ η δημοκρατική κρίση περιγράφεται κυρίως ως πολιτισμική και όχι ως κοινωνική· συνδέεται δηλαδή με αλλαγές σε επίπεδο εθνικο-πολιτισμικών ταυτοτήτων και όχι με τις ανισότητες, τα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα και τις αλλεπάλληλες κρίσεις.
Η πρόσφατη ΣΕΑ των ΗΠΑ δεν αποτελεί μεν (ακόμη) ευθεία παρέμβαση με την παραδοσιακή έννοια του όρου υπέρ της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, συνιστά όμως κάτι πιο λεπτό και ίσως γι’ αυτό πιο αποτελεσματικό: μετατοπίζοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Ακροδεξιά παύει να φαίνεται ακραία, η Ουάσιγκτον συμβάλλει στην περαιτέρω κανονικοποίηση του λόγου και των διακυβευμάτων της και, συνεπώς, στην πολιτική αποδοχή της παρουσίας της ανοίγοντας κι άλλο τον δρόμο για την εκλογική της υποστήριξη.
Βέβαια, η ιστορία αυτή μιας διατλαντικής κανονικοποίησης της άκρας Δεξιάς δεν ξεκινά με τον Τραμπ. Η επίσημη αμερικανική στρατηγική προ Τραμπ είχε ως διακηρυγμένο στόχο της ενίσχυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την «εξαγωγή» της στον πέραν της Δύσης κόσμο, τη στήριξη της ΕΕ ως εταίρου και τη συνεργασία με καθιερωμένα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα εξουσίας, ενώ η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά θεωρούνταν ασύμβατη με τις αξίες που προωθούσε επίσημα η αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Ωστόσο, ήδη από παλιότερα, μπορούν να εντοπιστούν ορισμένες γκρίζες ζώνες. Αμερικανικά συντηρητικά think tanks, ιδίως με νεοσυντηρητικό ή υπερσυντηρητικό ιδεολογικό πρόσημο, είχαν άτυπες επαφές με εθνικιστικούς κύκλους στην Ευρώπη και κοινή οπτική σε θέματα όπως η μετανάστευση, η ασφάλεια και ο αντι-ισλαμισμός. Με τον τρόπο αυτόν συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός διατλαντικού πλαισίου λόγου με έντονες αναφορές στην καταγγελία της πολυπολιτισμικότητας, λειτουργώντας παράλληλα ως ιδεολογικοί κόμβοι και γέφυρες επιχειρηματολογίας ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού.
Ιδίως μετά το 2001, ο έντονος λόγος περί ασφάλειας και η ισλαμοφοβική ρητορική σε ορισμένα αμερικανικά μέσα και κύκλους λειτούργησαν έμμεσα ευνοϊκά για την ενίσχυση ευρωπαϊκών ακροδεξιών αφηγήσεων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την ύπαρξη άμεσης συνεργασίας.
Οσον αφορά χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν με εθνικιστικά κόμματα ή κυβερνήσεις (Ουγγαρία, Πολωνία, χώρες της Βαλτικής, κ.λπ.), όχι όμως λόγω υποστήριξης κάποιας ακροδεξιάς ιδεολογίας, αλλά κυρίως λόγω του αντικομμουνιστικού προσανατολισμού κομμάτων και κυβερνήσεων στο πρώην κομμουνιστικό μπλοκ. Η ποιοτική αλλαγή σε αυτή τη σχέση έρχεται μετά το 2016, στη διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ, οπόταν και εγκαταλείπεται η αμερικανική πρακτική της αποστασιοποίησης από την ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά και αναπτύσσεται μια ανοιχτή ρητορική στήριξης ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων και επιδοκιμασίας των θέσεών τους.
Η τομή στις μέχρι τότε πολιτικές θέσεις δεν δημιουργείται επίσημα μέσω του State Department αλλά μέσω προσώπων του περιβάλλοντος Τραμπ (π.χ. του Στιβ Μπάνον) που ανέπτυξαν επαφές με ακροδεξιά δίκτυα με στόχο τη δημιουργία ενός διεθνούς μετώπου, το οποίο, παρότι δεν εδραιώθηκε, δημιούργησε την αίσθηση πολιτικής νομιμοποίησης και έβαλε τις βάσεις μιας διεθνούς στήριξης της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς.
Για την ίδια την άκρα Δεξιά στην Ευρώπη, η εξέλιξη αυτή υπήρξε καθοριστική καθώς της προσέδωσε κύρος και πρόσβαση σε δίκτυα, συμβάλλοντας στον αποστιγματισμό της και στη χρόνια πρόσληψή της ως μιας δύναμης με εκλεκτικές συγγένειες με το ολοκληρωτικό παρελθόν. Η επιτάχυνση της κανονικοποίησης της άκρας Δεξιάς δεν περιορίζεται στο διατλαντικό περιβάλλον, αλλά εκτυλίσσεται παράλληλα στο ευρύτερο διεθνές στερέωμα.
Από τη Λατινική Αμερική έως την Ασία και από τον ευρωπαϊκό Βορρά μέχρι τον Νότο, αναδεικνύονται πολιτικές μορφές αυταρχικού δεξιού λαϊκισμού που, αν και διαφοροποιούνται ιδεολογικά μεταξύ τους, μοιράζονται αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι η εργαλειοποίηση του ζητήματος της ασφάλειας, η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά συγχρόνως και η επίκληση της «λαϊκής βούλησης» έναντι των διαμεσολαβητικών θεσμών.
Η άνοδος ηγετών όπως ο Μπολσονάρου στη Βραζιλία, ο Μπουκέλε στο Ελ Σαλβαδόρ, ο Μιλέι στην Αργεντινή, ο Ορμπάν στην Ουγγαρία και, βέβαια, ο Τραμπ στις ΗΠΑ, δείχνει μια δυναμική του χώρου που δεν περιορίζεται σε κομματικά σχήματα, αλλά εκφράζεται μέσα από προσωποπαγή μοντέλα αυταρχικής εξουσίας, ενισχύοντας περαιτέρω την κανονικοποίηση της άκρας Δεξιάς σε διεθνές επίπεδο.
Ενώ, λοιπόν, η άκρα Δεξιά στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν απομονωμένη, στιγματισμένη, χωρίς πολιτικούς συμμάχους και ουσιαστικές προοπτικές δικτύωσης, στον 21ο αιώνα καθιερώνεται ως διεθνές φαινόμενο και προβάλλει πλέον ως πολιτική πρόταση ενσωματώσιμη σε διαφορετικά πολιτικά περιβάλλοντα. Αυτό επιτυγχάνεται όχι μέσω ιδεολογικής της επικράτησης, αλλά κυρίως μέσω της κανονικοποίησης του λόγου της και της σταδιακής επαναοριοθέτησης του αξιακού πλαισίου του πολιτικά αποδεκτού.
Στην Ελλάδα, η άκρα Δεξιά δεν εμφανίζεται ως ισχυρή κομματική δύναμη ούτε ως σταθερή συνιστώσα του κομματικού συστήματος. Ωστόσο, η διαδικασία της κανονικοποίησης έχει προχωρήσει αισθητά. Αντιμεταναστευτικές θέσεις διαχέονται ευρέως στο πολιτικό και κομματικό φάσμα, ο εθνοκεντρισμός επανέρχεται συχνά στον δημόσιο λόγο με αφορμή τα λεγόμενα εθνικά θέματα, ενώ καθιερωμένα κοινωνικο-πολιτισμικά ζητήματα (π.χ. για τις ταυτότητες φύλου και ατομικών επιλογών) εύκολα στιγματίζονται ως «woke ατζέντα».
Παρά το γεγονός ότι η χώρα ανήκει στον ευρωπαϊκό πυρήνα ως το δέκατο μέλος της ΕΕ, ο «σκληρός» αντιευρωπαϊσμός βρήκε ισχυρό έρεισμα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ενώ μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί ως εύκολος μηχανισμός μετάθεσης ευθυνών.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση μετατρέπεται συχνά σε «μαύρο πρόβατο», πίσω από το οποίο αποκρύπτονται χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού κράτους (πελατειακό σύστημα), αγκυλώσεις του συστήματος διακυβέρνησης (απόρριψη πολιτικών συναινέσεων), αλλά και εγωιστικές στάσεις της πολιτικής ελίτ, η οποία συχνά προτιμά τη μετάθεση της ευθύνης σε κάποιους άλλους ευνοώντας την επικράτηση απλουστευτικών ερμηνειών που συντείνουν περαιτέρω στην κανονικοποίηση ακροδεξιών λογικών.
Ο «διατλαντικός αναθεωρητισμός» (Τάρα Βάρμα) είναι η μία όψη του νομίσματος· η άλλη είναι η διατλαντική και διεθνική κανονικοποίηση της άκρας Δεξιάς, μια διαδικασία στην οποία ο Τραμπ λειτούργησε μεν ως επιταχυντής, αλλά όχι και ως ο μόνος πρωταγωνιστής της όλης και ακόμα εξελισσόμενης διεργασίας.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
