Τις προάλλες, ο σημαντικότατος νορβηγός πιανίστας Λέιφ Ουβ Αντσνες (οι ομιλούντες τη νορβηγικήν ας μου συγχωρήσουν αστοχίες στην προφορά) έφτασε στις ΗΠΑ για περιοδεία δύο εβδομάδων. Η πρώτη δήλωσή του συντάραξε – θετικά – το κοινό του. Αφού εξέφρασε τη λύπη του για την πολιτική κατάσταση της χώρας και πέταξε μια τζεντλεμανική μπηχτή για τη στάση του Τραμπ απέναντι στους Ευρωπαίους, είπε: «Η μουσική δεν μπορεί να λύσει παγκόσμια προβλήματα, αλλά ελπίζω ότι το πρόγραμμά μου μπορεί τουλάχιστον να εμπνεύσει μερικά από τα συναισθήματα που χρειαζόμαστε τόσο πολύ αυτή τη στιγμή: συμπόνια, ενσυναίσθηση, γενναιοδωρία, κατανόηση και εκτίμηση της διαφορετικότητας». Δεν αμέλησε, δε, να εκφράσει αδημονία για τη «σύνδεση με τους αμερικανούς φίλους» του, με το κοινό του – προσθέτοντας το τελευταίο κομματάκι στο παζλ του νοήματος.
Η αντίληψη των Ευρωπαίων για τη δεύτερη προεδρία του Τραμπ χαρακτηρίζεται, επιεικώς, από έντονη ανησυχία, μια και οι πολιτικές του υπονομεύουν τις διατλαντικές σχέσεις, την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα και τη διεθνή ασφάλεια. Η απόφασή του να επιβάλει δασμό 25% στις εισαγωγές αυτοκινήτων έχει εκληφθεί ως μονομερής και επιθετική κίνηση που πλήττει τη συνοχή του διεθνούς εμπορικού συστήματος.
Τα κλεισίματα του ματιού στη Σαουδική Αραβία, που ευνοούν τη Ρωσία έναντι της Ουκρανίας, έχουν εγείρει αντιδράσεις για τη στρατηγική του προσέγγιση και τις γεωπολιτικές επιπτώσεις μιας γραμμής που θα αποδυναμώσει την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Επιπλέον, η απειλή επιβολής νέων δασμών σε Ευρώπη και Καναδά προετοιμάζει έναν κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο, δοκιμάζοντας όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις διπλωματικές σχέσεις.
Την ίδια στιγμή, η αμφισημία ως προς τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και η εμφανής προτίμηση για μια συναλλακτική προσέγγιση στη συλλογική άμυνα έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων ως προς την αξιοπιστία των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας. Ολα αυτά έχουν ενισχύσει την ανάγκη της Ευρώπης για στρατηγική αυτονομία, με την αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών, που θα μειώσουν την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και θα διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα.
Με άλλα λόγια, η ευθυμία από την κολοκυθιά που έπαιξε η παγκόσμια κοινότητα μετά τη (μη δούμε άνθρωπο να χαιρετάει ναζιστικά, αμέσως να τον πούμε ναζί) χειρονομία του Ιλον Μασκ στην ορκωμοσία του Τραμπ δεν κράτησε πολύ, επειδή τα πράγματα σοβάρεψαν γρήγορα. Ο εξοστρακισμός της Tesla και κάποιων προϊόντων των ΗΠΑ από τη φαντασιακή θέσμιση της καταναλωτικής κοινωνίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί ούτε ως μια ανταλλαγή πυρών ούτε, βεβαίως, ως μια θυμική αντίδραση. Η απομόνωση είχε ανέκαθεν μεγάλο σημασιολογικό βάρος. Είναι μικρή η απόσταση ανάμεσα στον βανδαλισμό μιας διαφήμισης αυτοκινήτου και στη συλλογικοποίηση από τους Ευρωπαίους (και όχι μόνο) μιας νοοτροπίας «δεν θέλουμε πια (ή δεν είναι καλή ιδέα πια) να βρισκόμαστε εκεί (στις ΗΠΑ)».
Νομίζω πως κάτι τέτοιο κρύβεται στις λέξεις του Αντσνες. Οπως πολλοί καλλιτέχνες αρνούνται κατά καιρούς να εμφανιστούν σε χώρες με κινητικότητα επιπέδου bellum omnium contra omnes, έτσι μπορεί να αρχίσει να συμβαίνει και με τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό προκάλεσε αίσθηση η δήλωση του νορβηγού πιανίστα. Επειδή είπε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι αυτή η νοοτροπία είναι προβληματική. Και έχει δίκιο – πικρό, αλλά δίκιο. Τουλάχιστον για την περίπτωση της Αμερικής.
Η Τέχνη είναι μια εξουθενωτική ενότητα αντιθέτων που συχνά δεν μοιάζουν καν αντίθετα, αλλά είναι. Από τη μια, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινό της, απέναντι στο οποίο οφείλει να στέκεται αδιακρίτως. Από την άλλη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ιστορία, που σημαίνει ότι ενίοτε οφείλει να μετατρέπεται σε πολιτική πράξη. Δηλαδή, η Τέχνη πρέπει και να είναι πάντα ανοιχτή σε όλους τους ανθρώπους και κάπου-κάπου να διαλέγει ένα από τα στρατόπεδα μέσω των οποίων οι άνθρωποι χωρίζουν τα τσανάκια τους.
Ταυτόχρονα. Ετσι, οι καλλιτέχνες που περιοδεύουν καλούνται συχνά να πάρουν μια σκληρή απόφαση: είτε να μην εμφανιστούν σε κάποια χώρα, δηλώνοντας έτσι την άρνησή τους να νομιμοποιήσουν επιθετικές πολιτικές αλλά ταυτόχρονα στερώντας από το εκεί κοινό (που μπορεί να είναι εξίσου αντίθετο με τις πολιτικές αυτές) αφενός την πνευματική τέρψη και αφετέρου την πνευματική υποστήριξη‧ είτε να εμφανιστούν για χάρη του κοινού, ταυτόχρονα όμως ρισκάροντας να συμβάλουν με την επιλογή τους σε μια σύμβαση «ε, δεν έγινε και τίποτα» (ενώ έγινε).
Βέβαια, το να επισκέπτεσαι μια δημοκρατία, και δη την ιδιάζουσα δημοκρατία των ΗΠΑ, δεν είναι το ίδιο με το να επισκέπτεσαι το (τωρινό) Ισραήλ ή τη Βόρεια Κορέα. Κι ετούτο, κατ’ εμέ, δεν έχει να κάνει με το κράτος ως τέτοιο, αλλά με τον βαθμό ανεξαρτησίας της κοινωνίας.
Η κοινωνία των ΗΠΑ είναι πολυποίκιλη και ετούτο την καθιστά εκ των πραγμάτων ανεξάρτητη. Κατ’ επέκταση, η παρουσία αυτή καθαυτήν ξένων καλλιτεχνών στις ΗΠΑ δεν μπορεί (είτε το θέλει είτε όχι) να νομιμοποιήσει πολιτικές. Ο Αντσνες μού δίνει την εντύπωση ότι γνωρίζει ότι δεν επισκέπτεται μια οποιαδήποτε χώρα, αλλά ίσως τη μοναδική χώρα στον κόσμο όπου το παραθυράκι προς την κοινωνία δεν κλείνει ποτέ. Για τούτο και μια εν θερμώ απομόνωση των ΗΠΑ από ευρωπαίους και άλλους καλλιτέχνες θα ήταν, τουλάχιστον σε αυτή την ιστορική φάση, αβάσιμη, αποπροσανατολιστικά εκδικητική, αντιανθρωπιστική.
Εκ πρώτης όψεως, η δήλωση του Αντσνες μπορεί να μοιάζει κοινότοπη. «Ενσυναίσθηση» και «σας αγαπώ». Κι όμως, στην πραγματικότητα, το βάθος της είναι απροσμέτρητο. Το κλειδί βρίσκεται στη φράση: «Η μουσική δεν μπορεί να λύσει παγκόσμια προβλήματα». Αυτά τα λόγια ισοδυναμούν με την άβολη παραδοχή πως η Τέχνη, παρότι μπορεί να είναι πολιτική, δεν μπορεί να συνάψει συνθήκες και εκεχειρίες, να θεραπεύσει χολέρες και ηπατίτιδες, να γεμίσει κοιλιές, να κάνει κομμένα χέρια και πόδια να ξαναφυτρώσουν ή να υιοθετήσει ορφανά.
Οσο αφοσιωμένος κι αν είσαι στην Τέχνη, θα ήταν καλύτερη τύχη να έχεις ναυαγήσει σε ένα ερημονήσι παρέα με τον Γιακούμπ παρά με τον Μπαχ. Η Τέχνη, όχι, δεν σου σώζει τη ζωή. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να σε ωθήσει να θες να σου τη σώσεις ο ίδιος.
Η λειτουργία της δεν την υποβιβάζει έναντι των ενστίκτων, της επιστήμης ή της πολιτικής ιδιότητας. Οταν πηγαίνω σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας και βλέπω έξω από τους διάφορους χώρους πολιτισμού αποστεωμένους τοξικοεξαρτημένους και αστέγους σκεπασμένους με σακούλες, συνειδητοποιώ ότι το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε η Τέχνη είναι η λυτρωτική συνειδητοποίηση ότι δεν φτάνει.
Οτι πρέπει πάντα να κάνεις και κάτι άλλο, ότι εκείνη μπορεί να σου παρέχει την αναγκαία θεωρία, που οφείλεις αργότερα, με εντελώς άλλες μεθόδους, να εφαρμόσεις. Ετσι υπερβαίνει τα πάντα η Τέχνη: μέσω των περιορισμών της‧ κι έτσι ανοίγεται στους πάντες: μέσω της κλειστότητάς της, που άπαξ και την καταλάβεις, δεν μπορείς να ξανακοιμηθείς ήσυχος. Η Τέχνη δεν είναι σωτηρία, αλλά κάτι κρίσιμο για τη σωτηρία: είναι η αιδώς και (ενίοτε) ένα σπρωξιματάκι των προνομιούχων.
Το καθήκον στην τεμπελιά
Στη γειτονιά κτίζεται καινούρια πολυκατοικία. Είναι Παρασκευή και μια ομάδα ανδρών που μιλούν νερένια αιγυπτιακά αραβικά περιφέρεται πάνω σε μισοκαρφωμένες ξύλινες τάβλες. Κάποτε, ο επιστάτης γκαρίζει: «Θα δουλέψουμε σήμερα; Αντε, όλο γύρω-γύρω!».
Αυτό το «γύρω-γύρω» επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές, ώσπου αρχίζουν τα σφυροκοπήματα. Αλλά είναι Παρασκευή και οι άνθρωποι δεν θέλουν να δουλέψουν. Κανείς δεν θα έπρεπε να δουλεύει Παρασκευή. Ούτε τις υπόλοιπες μέρες. Βασικά, δεν θα έπρεπε να το σκάσουμε ποτέ από την Εδέμ, τους ωκεανούς ή όποιο μέρος μπορεί να εγκαταλείψαμε για να καταλήξουμε εδώ, να δουλεύουμε. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δουλεύουμε, αλλά ότι δουλεύουμε πάντα για κάποιον άλλον.
Αυτό λέει ο Λαφάργκ στο «Δικαίωμα στην τεμπελιά», άρα καλώς το αποκαλεί δικαίωμα, το οποίο, όπως κάθε δικαίωμα, κερδίζεται και χάνεται. Οχι: η τεμπελιά θα έπρεπε να είναι καθήκον – το ηθικό που κοντράρει το νόμιμο του κόσμου.
