Ποιοι διαβάζουν, πώς διαβάζουν, τι διαβάζουν σήμερα;
Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης
Η πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Εργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ) γύρω από τον δημόσιο δανεισμό βιβλίων, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 31 Οκτωβρίου και παρουσιάζει στοιχεία από 85 δανειστικές και δημόσιες βιβλιοθήκες, προκάλεσε ένα κύμα συζητήσεων σε κοινωνικά και έντυπα μέσα, κυρίως ως προς τις προτιμήσεις των αναγνωστών που επικεντρώνονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην εμπορική μυθοπλασία.
Ανάλογες συζητήσεις, σε άλλες κατευθύνσεις, είχαν συνοδεύσει την έρευνα γύρω από τα βιβλία και το κοινό τους που είχε πραγματοποιήσει ο ΟΣΔΕΛ στα τέλη του 2021 και τις αρχές του 2022 υπό την επιστημονική διεύθυνση του καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκου Παναγιωτόπουλου. Οι σχετικές έρευνες, γενικότερα, δεν είναι πολλές, επομένως τα όσα μπορούμε να πούμε στην πράξη είναι μάλλον ενδεικτικά, παρά συμπερασματικά ασφαλή.
Τα ζητήματα της αναγνωσιμότητας, της φιλαναγνωσίας, της πολιτικής του βιβλίου στην Ελλάδα ανακινούνται πάντως τακτικά – πρόκειται άλλωστε για έναν προβληματισμό πάγιο γύρω από το ποιοι, πώς και τι διαβάζουν στο εκάστοτε σήμερα. Καθώς, όμως, το τοπίο της τελευταίας εικοσαετίας, διαμορφωμένο από τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, είναι ριζικά διαφορετικό από το παρελθόν, απαιτείται αφενός η οριστική συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού, αφετέρου η συνδυαστική εξέταση της νέας πραγματικότητας.
Οπωσδήποτε δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να γνωρίζουμε ακόμη με βεβαιότητα αν η τωρινή στιγμή ισοδυναμεί με ριζική μεταβολή παρόμοια με εκείνη της μετάβασης από τη φωναχτή ανάγνωση (των σπανιότερων υλικών μέσων, για ένα κοινό που διευρύνεται ακούγοντας) στη σιωπηρή (κατά μόνας, για πλήθος ατόμων, εγγράμματων, με πρόσβαση στην έντυπη τεχνολογία), το υποψιαζόμαστε όμως βάσιμα.
Οι συνήθειες, η συχνότητα, οι μορφές ανάγνωσης έχουν αλλάξει ήδη, ιδιαίτερα μάλιστα σε ό,τι αφορά τις νεότερες γενιές. Για μια αποτελεσματική προσέγγιση χρειάζεται να ασχοληθούμε και με τις προϋποθέσεις της ίδιας της έρευνας, να συμπεριλάβουμε νέες μετρήσεις και νέα εργαλεία, αλλά και να αποτυπώσουμε την κοινωνική και πολιτισμική επίδραση των νέων συμπεριφορών, να διερευνήσουμε τι σηματοδοτεί η διαφαινόμενη στροφή για το ίδιο το μέλλον της ανάγνωσης. Με άλλα λόγια, ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, αναζητείται η χαρτογράφηση του τοπίου – και κατόπιν η μελέτη του.
Ερευνες και δείκτες στην ψηφιακή εποχή
Γράφει ο Παναγιώτης Κάπος

Στην ψηφιακή εποχή του γραπτού πολιτισμού ο κύκλος ζωής της πληροφορίας αλλάζει δομικά με καταλύτες αλλαγής την ψηφιοποίηση, το διαδίκτυο, τις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και εσχάτως την εξάπλωση των εργαλείων της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Το βιβλίο ως το παλαιότερο μέσο πληροφορίας και επικοινωνίας, διαχρονικά, βρίσκεται στο επίκεντρο των εκάστοτε αναμορφώσεων. Παράλληλα, η αναγνωστική διαδικασία βρίσκεται σε άμεση αλληλεπίδραση με τις μεταβολές της γραφής και της υλικής διάστασης του βιβλίου. Στην εποχή συνύπαρξης του φυσικού και του ψηφιακού περιβάλλοντος ανάγνωσης (phygital), του έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου, διαβάζουμε σε όλες τις μορφές περνώντας από το χαρτί στην οθόνη του υπολογιστή, του κινητού ή του ηλεκτρονικού αναγνώστη (eReader) και αντίστροφα ανάλογα με τον διαθέσιμο χρόνο, το είδος του κειμένου, τη διαθεσιμότητα, την πρόσβαση, τον σκοπό της ανάγνωσης, τον βαθμό του ψηφιακού και μιντιακού μας εγγραμματισμού, τις εκάστοτε εκπαιδευτικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές και τεχνολογικές συνθήκες
Γενικότερα, η ανάγνωση στην οθόνη εμφανίζει αναλογίες με παλαιότερους τρόπους ανάγνωσης, όπως του παπύρινου ρόλου (volumen), με το κείμενο να ξετυλίγεται αυτή τη φορά στην οθόνη καθώς ο αναγνώστης κυλά (σκρολάρει / ρολάρει) το κείμενο. Εστιάζοντας στο κειμενικό περιεχόμενο (και όχι μόνο) που εμπεριέχεται στα βιβλία, η μεταβολή των πρακτικών ανάγνωσης από τη μεγαλόφωνη-εντατική του χειρόγραφου κόσμου στη σιωπηλή-εκτατική του τυπογραφικού συνεχίζεται με την πολυτροπική, μη γραμμική και διαδραστική του ψηφιακού κόσμου.
Οι αξιόπιστες και με διευρυμένη θεώρηση έρευνες ανάγνωσης αποτελούν προϋπόθεση για τη βαθιά γνώση ενός σύνθετου πεδίου και την εκπόνηση πολιτικών βιβλίου
Στην υβριδική εποχή του βιβλίου και της αναγνωστικής δραστηριότητας, όπου η σύζευξη και η αλληλεπίδραση του αναλογικού και του ψηφιακού παράγοντα είναι διαρκής, επηρεάζεται δομικά και το πεδίο των ερευνών για την ανάγνωση.
Αφενός, εντείνεται διεθνώς η συζήτηση για την ανάγκη κοινής εννοιολόγησης και μεθοδολογίας, ώστε οι έρευνες για την ανάγνωση να είναι περισσότερο αξιόπιστες και συγκρίσιμες μεταξύ τους, αφετέρου καθίσταται σαφές πως μια ολιστική οπτική των σύγχρονων ερευνών ανάγνωσης οφείλει να ενσωματώνει ερευνητικά ερωτήματα και δείκτες που σχετίζονται με τη σύνθετη πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην ψηφιακή εποχή.
Υπό αυτή τη θεώρηση, οι έρευνες ανάγνωσης του 21ου αιώνα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη δείκτες και ζητήματα όπως τα κάτωθι:
- Καθαυτή αναγνωστική διαδικασία – πρακτικές ανάγνωσης στο χαρτί και στην οθόνη, έντυπο και ηλεκτρονικό βιβλίο (διαφορές, ομοιότητες, πλεονεκτήματα, μειονεκτήματα, κ.λπ.).
- Ψηφιακός και μιντιακός εγγραμματισμός (digital and media literacy) του ερευνητικού δείγματος (δείκτες που θα διαμορφώνουν ένα βασικό ψηφιακό προφίλ των ερωτώμενων).
- Βαθιά ανάγνωση – ανάγνωση υψηλού επιπέδου (μεγάλες κειμενικές φόρμες), όπως αυτή περιγράφεται στο μανιφέστο της Λιουμπλιάνα.
- Κουλτούρα βιβλιοθηκών (επισκέψεις, δανεισμός, ανάγνωση στον φυσικό και ψηφιακό χώρο της βιβλιοθήκης).
- Εστίαση στη νέα ψηφιακή γενιά (μαθητές πρωτοβάθμιας – δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, φοιτητές).
- Συσχετισμός ερευνών ανάγνωσης με τη βιβλιοπαραγωγή, τις πωλήσεις βιβλίων (για την Ελλάδα αυτό δείχνει εξαιρετικά δύσκολο), τον δανεισμό βιβλίων από τις βιβλιοθήκες.
- Δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, σύγκλιση βιομηχανιών μέσων και περιεχομένου και οικονομία της προσοχής με όχημα τις ψηφιακές πλατφόρμες (μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πλατφόρμες μουσικής, ταινιών, σπορ, video games), πόσο, γιατί και πώς σχετίζονται με την αναγνωστική συμπεριφορά και την επιλογή ή μη του τεχνουργήματος βιβλίου που από τη φύση του απαιτεί μεγαλύτερο χρόνο και προσήλωση από τον τελικό του αποδέκτη.
- Μεικτές μεθοδολογικές προσεγγίσεις (χρήση ποσοτικών και ποιοτικών μεθοδολογιών έρευνας).
Στο Ελληνικό Ιδρυμα Βιβλίου και Πολιτισμού (ΕΛΙΒΙΠ) η έρευνα-τεκμηρίωση και η ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας-αγάπης για το βιβλίο αποτελούν πυλώνες στρατηγικής. Σχεδιάζονται σε βάθος με διεπιστημονική διάσταση, με συνέργειες και καινοτόμες προσεγγίσεις που συνδυάζουν δοκιμασμένες καλές πρακτικές από φορείς του ελληνικού και διεθνούς πεδίου.
Ως ΕΛΙΒΙΠ, εκτός από τις σχεδιαζόμενες δράσεις για την ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας και της αγάπης για το βιβλίο που θα διεξαχθούν τον προσεχή Δεκέμβριο, ετοιμάζουμε ένα συνεκτικό πρόγραμμα δράσεων φιλαναγνωσίας για όλο το 2026. Ενδεικτικά, το κεντρικό θέμα στην προσεχή 22η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ) εστιάζει στην ανάγνωση και στη δημιουργία βιβλίων υπό τον τίτλο «Γενιά Αναγνωστών / Δημιουργοί Βιβλίων – GeneReaders / Book Generators».
Ουσιαστικά, τόσο στη ΔΕΒΘ όσο και ευρύτερα, η πρόκληση και η ανάγκη δημιουργίας μιας νέας γενιάς αναγνωστών, μιας GenR, τίθεται στο επίκεντρο των συζητήσεων και των δράσεων μέσα από τη συνεργασία και την κινητοποίηση όλων των φορέων που σχετίζονται με το βιβλίο, την ανάγνωση, τις βιβλιοθήκες, την εκπαίδευση, τη μάθηση, την πληροφόρηση και τη γνώση. Σε κάθε περίπτωση, οι αξιόπιστες και με διευρυμένη θεώρηση έρευνες ανάγνωσης αποτελούν προϋπόθεση για τη βαθιά γνώση ενός σύνθετου πεδίου και την εκπόνηση πολιτικών βιβλίου και ανάγνωσης βασιζόμενες σε αποδείξεις (evidence-based policies).
Ο κύριος Παναγιώτης Κάπος είναι δρ Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού και αντιπρόεδρος ΕΛΙΒΙΠ.
Ορφανά βιβλία δίπλα στους κάδους
Γράφει ο Δημήτρης Αγγελής

Προχθές είδα σε στοίβα βιβλία του Κοέλιο, ολόκληρη την πολύτιμη στην παιδική μου ηλικία εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, την τρίτομη Ανοδο και πτώση του Γ΄ Ράιχ του Ουίλιαμ Σίρερ. Το τελευταίο διάστημα ολοένα και συχνότερα συναντάμε βιβλία ορφανά, παρατημένα δίπλα σε κάδους σκουπιδιών. Αν προσπαθήσεις να τα δωρίσεις σε κάποια βιβλιοθήκη, συνήθως βρίσκεις τοίχο, κανείς δεν τα θέλει.
Αλλά και η μοναξιά των βιβλιοθηκονόμων σε ένα κτίριο που όταν σπούδαζαν τους το παρουσίαζαν σαν πολύβουη κυψέλη πολιτισμού και καθημερινά αποδεικνύεται μια ανεπίσκεπτη, σκονισμένη αποθήκη, ταιριαστή για περιβάλλον καφκικής ταινίας τρόμου, είναι ενδεικτική: σήμερα κυρίως διατρέχουμε σύντομα κείμενα στο Διαδίκτυο, αλλά βιβλία ολόκληρα δεν διαβάζουμε. Η αναγνωστική ευφορία τού να αποσύρεσαι στον παράδεισο των τυπωμένων λέξεων συνιστά συνήθεια αριστοκρατική, αφορά πλέον εκείνους τους λίγους που επινοούν περίσσευμα χρόνου για να βυθιστούν στην ομιλούσα σιωπή της τυπωμένης σελίδας.
Ο πολύς Μακ Λούαν το είχε πει σωστά: η μορφή των μέσων επικοινωνίας επηρεάζει και τροποποιεί την ανθρώπινη συνείδηση και συμπεριφορά, ανεξαρτήτως του μηνύματος που μεταβιβάζεται. Τώρα έχουμε περάσει σε μία φάση τριτογενούς προφορικότητας, που διαφέρει ριζικά από εκείνη που προέκυψε μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας: στα μηνύματά μας χρησιμοποιούμε μία νέα μορφή ιερογλυφικών, τα emoji, που δεν εκφράζουν όμως λέξεις αλλά επιφωνήματα και θεατρικά δοσμένα συναισθήματα, ενώ στον δημόσιο λόγο επιστρέφει η πολεμικότητα της προφορικότητας που είχε αντικατασταθεί στην έντυπη εγγραμματοσύνη από μια πιο αποστασιοποιημένη διαδικασία λογικού ελέγχου.
Διαβάζοντας την Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη του Ουόλτερ Ονγκ, που βέβαια έχει γραφτεί πριν από την ψηφιακή εποχή, θα προβληματιστούμε αρκετά: αν η γραφή είναι η καθήλωση του πτερόεντος λόγου στον χώρο, στο απτό βιβλίο-κείμενο, η γραφή στον μη-χώρο του Διαδικτύου τι συνέπειες μπορεί να έχει στον άνθρωπο ως μνημονικό – ηθικό – πολιτισμικό υποκείμενο; Αν οι λέξεις στον προφορικό πολιτισμό έφεραν μαγική δύναμη και είχαν την αξία συμβολαίου (θυμηθείτε το ονομάζειν ως θεόδοτη εξουσία στον Αδάμ), αν στον πολιτισμό της τυπογραφίας ευνοούσαν, λόγω της αποστασιοποίησης, την ενδοσκόπηση, τον κριτικό έλεγχο και τη δημοκρατική σκέψη, στην εποχή των άυλων μέσων τι κοινωνίες ακριβώς οικοδομούν;
Ορισμένοι ρομαντικοί φυλλομετρητές εξακολουθούμε να κρίνουμε τους άλλους ή τις προοπτικές μιας φιλίας ανάλογα με τους τίτλους των βιβλίων που βλέπουμε στη βιβλιοθήκη τους
Αυτά είναι ερωτήματα κοινωνικής αυτοσυνειδησίας που προκύπτουν από τον εξοστρακισμό του βιβλίου ή από την αντικατάσταση του μονοπωλίου της γνώσης, αρχέτυπο της οποίας ήταν πάντα μία έντυπη πηγή, από το Διαδίκτυο ή την τεχνητή νοημοσύνη.
Μα, θα ρωτήσει κάποιος, και σωστά: πότε εκδίδονταν περισσότερα βιβλία από την εποχή μας, πότε υπήρχαν περισσότεροι αναγνώστες στη χώρα μας, που έτσι κι αλλιώς ούτε αργόσχολη αριστοκρατία ούτε βαθιά αστική παράδοση (ο εξαστισμός φέρνει την κειμενική οργάνωση του βιώματος, δηλαδή παράγει αρχεία και μυθιστορήματα) είχε ποτέ; Ομως αυτό που χάνεται, στην ουσία, είναι η συνυφασμένη με τον μύθο του βιβλίου πνευματικότητα.
Είδα πρόσφατα τη νέα ταινία του παραμυθά Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο Φρανκεστάιν, που βασίζεται, αν και με αρκετές ελευθερίες, στο γνωστό γοτθικό μυθιστόρημα της Μαίρης Σέλλεϋ. Η ταινία μπορεί να ιδωθεί και σαν μία σύγχρονη αλληγορία. Στην προσπάθεια του πρωταγωνιστή επιστήμονα που δημιουργεί το ανθρωπόμορφο «τέρας» (στο οποίο για πρώτη φορά ο σκηνοθέτης δίνει τη δυνατότητα να αφηγηθεί την ιστορία του) μπορούμε να δούμε την απόπειρα της σύγχρονης επιστήμης να δημιουργήσει με την τεχνητή νοημοσύνη έναν υπεράνθρωπο που ξεπερνάει τη φθορά της ασθένειας και τη θνητότητα. Πρόκειται, μάλιστα, για έναν υπερκειμενικό υπεράνθρωπο, που όντας αθάνατος ξεπερνάει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό κειμενικό ανθρωπισμό που γνωρίζαμε ως τώρα· τον πολιτισμό που αρχειοθετούσε ευλαβικά την ανθρώπινη αντιφατικότητα, ευθραυστότητα και απαρηγορησία.
Αυτό που χάνεται είναι η συνυφασμένη με τον μύθο του βιβλίου πνευματικότητα
Ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός υπήρξε βιβλιοκεντρικός: τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, το ρωμαϊκό δίκαιο, η Βίβλος, το εμβληματικό δηλαδή βιβλίο των βιβλίων, μαζί με τα έργα της πατερικής, μεσαιωνικής και αναγεννησιακής γραμματείας που γονιμοποίησε, όλα αποτελούν μέρος ενός γραπτού σώματος που παρήγαγε ιδεώδη και αφηγήματα. Η περιθωριοποίηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού ξεκινάει από την παρακμή της ανάγνωσης. Βάλτε έναν μαθητή Γυμνασίου ή Λυκείου να διαβάσει μεγαλόφωνα μία παράγραφο και μην εκπλαγείτε όταν τον ακούσετε σχεδόν να συλλαβίζει.
Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι ρομαντικοί φυλλομετρητές εξακολουθούμε να κρίνουμε τους άλλους ή τις προοπτικές μιας φιλίας ανάλογα με τους τίτλους των βιβλίων που βλέπουμε στη βιβλιοθήκη τους. Και συνηθίζουμε, όταν πιάνουμε στα χέρια μας ένα καινούργιο βιβλίο, να ξεκινάμε μυρίζοντας την τυπωμένη σελίδα.
Ο κύριος Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ» και εκπαιδευτικός.
Παρατηρώντας ένα μεταβαλλόμενο τοπίο
Γράφει ο Κώστας Κατσουλάρης
Πριν επιχειρήσουμε κάποιες απαντήσεις στο διπλό ερώτημα που θέτει η θεματική – ποιοι διαβάζουν στη χώρα μας, τι διαβάζουν αυτοί που διαβάζουν –, χρήσιμο θα ήταν να υπενθυμίσουμε μια ιδιαιτερότητα της ελληνικής αγοράς βιβλίου: Δεν διαθέτουμε μηχανισμό καταγραφής των πωλήσεων, ανά τίτλο, ανά βιβλιοπωλείο, σε όλη την επικράτεια. Γιατί συμβαίνει αυτό; Αλλοι επικαλούνται τη γενικότερη τάση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για κρυψίνοια, άλλοι λένε ότι πολλοί εκδότες αισθάνονται ότι τα στεγανά βολεύουν (να μην ξέρει ο «απέναντι» ποιο βιβλίο σου πουλάει και πόσο), άλλοι το αποδίδουν στην έλλειψη επαρκούς μηχανοργάνωσης ίσως και διάθεσης συνεργασίας από την πλευρά των βιβλιοπωλείων – διαλέγει κανείς και παίρνει.
Ως προς την ουσία του ερωτήματος («τι διαβάζουμε»), λοιπόν, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε, είτε βλέποντας τις λίστες των ευπώλητων στις εφημερίδες (συχνά είναι, αθέλητα, παραπλανητικές) είτε διατρέχοντας τις λίστες των ευπώλητων στα μεγάλα βιβλιοπωλεία είτε μιλώντας με εκδότες είτε διαβάζοντας τα στοιχεία που δόθηκαν πρόσφατα από τον ΟΣΔΕΛ για τις προτιμήσεις όσων δανείζονται από τις δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες.
Ενας άλλος τρόπος να εξετάσει κανείς το ζήτημα είναι να κοιτάξει την ίδια την παραγωγή: όταν οι εκδότες στρέφονται προς ορισμένες κατηγορίες βιβλίων, κάτι έχουν αντιληφθεί, άλλοτε από τον δικό τους κατάλογο και άλλοτε από πληροφορίες από την αγορά. Με αυτό το κριτήριο, λοιπόν, βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια είναι σε σταθερή άνοδο τα βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά, αλλά και στους γονείς (γονεϊκότητα, σχέσεις με τα παιδιά, κ.λπ.).
Τα πράγματα αλλάζουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε
Βλέπουμε επίσης ότι είναι σε άνοδο βιβλία χρηστικά που αφορούν την ευζωία, την τρίτη ηλικία, την ψυχική ισορροπία, αλλά και την υγεία γενικότερα, με έναν πρακτικό και συμβουλευτικό τρόπο. Σταθερά ψηλά στις προτιμήσεις του κοινού φαίνεται επίσης πως παραμένει η λεγόμενη ελαφρά πεζογραφία και το αντίστοιχο ιστορικό μυθιστόρημα – με τη λέξη «ελαφρύ» να εκφράζει την απλοϊκή προσέγγιση που χαρακτηρίζει τα περισσότερα από αυτά τα μυθιστορήματα, τόσο στους αφηγηματικούς τρόπους που μετέρχονται όσο και στο πώς χειρίζονται τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, ή τις ιστορικές περιόδους, αν πρόκειται για μυθιστορήματα που εξελίσσονται στο παρελθόν.
Χρειάζεται όμως προσοχή: τέτοιοι χαρακτηρισμοί δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται υποτιμητικά για τους αναγνώστες που επιλέγουν αυτά τα βιβλία, κάτι τέτοιο θα ήταν έκφραση πολιτισμικού σνομπισμού. Ειδικά όμως στην περίπτωση των βιβλιοθηκών εγείρονται ερωτήματα που αφορούν το είδος των βιβλίων που διαθέτουν προς δανεισμό, πώς τα προμηθεύτηκαν, αν τα επέλεξαν κ.λπ., μια και είναι γνωστό ότι αρκετές βιβλιοθήκες συγκροτούνται από δωρεές εκδοτικών οίκων.
Το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε την αναγνωστική συμπεριφορά, π.χ. των σημερινών εφήβων, έχει σημαντικές επιπτώσεις, γιατί φαίνεται πως τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία επί τα χείρω σε αυτές τις ηλικίες
Αναφορικά με τη σύνθεση του αναγνωστικού κοινού, ανά ηλικία και κοινωνική κατηγορία, τα εργαλεία μας είναι και πάλι φτωχά: Δεν γίνονται συστηματικές έρευνες στη χώρα μας. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία χωλαίνει στο συγκεκριμένο αντικείμενο ενώ το νεότευκτο Εθνικό Ιδρυμα Βιβλίου και Πολιτισμού δεν έχει ακόμη παρουσιάσει δικές του έρευνες. Η έλλειψη αυτή, το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε την αναγνωστική συμπεριφορά, π.χ. των σημερινών εφήβων, έχει σημαντικές επιπτώσεις, γιατί φαίνεται πως τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία επί τα χείρω σε αυτές τις ηλικίες, κι ακόμη δεν έχουν καταγραφεί οι επιπτώσεις από την άναρχη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης και στην εκπαίδευση. Αλλες χώρες, όπως, π.χ., το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία, που διαπίστωσαν ανησυχητικές αδυναμίες των νεότερων γενιών στην κατανόηση κειμένου, έχουν αρχίσει να παίρνουν μέτρα στήριξης του έντυπου βιβλίου.
Κλείνοντας, κάποιες γενικές παρατηρήσεις, που ίσως έχουν την αξία τους:
- Τα πράγματα αλλάζουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε.
- Υπάρχουν πολλές «αναγνωστικές κοινότητες», πολλά και διαφορετικά «κοινά».
- Οι έφηβοι και οι πολύ νέοι διαβάζουν συχνά απευθείας στα αγγλικά.
- Οι γυναίκες μεταξύ 60 και 70 ετών καθορίζουν τις τάσεις σε ό,τι αφορά την ελληνική πεζογραφία (τις συναντάμε παντού: στις Λέσχες, στις παρουσιάσεις βιβλίων και αλλού, όπου οι άνδρες σπανίζουν ή απουσιάζουν).
- Η αναγνωστική συμπεριφορά είναι συχνά απρόβλεπτη: ποιος θα έλεγε, για παράδειγμα, ότι ένα από τα μπεστ σέλερ των τελευταίων χρόνων θα ήταν μια μελέτη για τον δωσιλογισμό;
Ο κύριος Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας-δημοσιογράφος και πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων.
