Ο κίνδυνος μιας νέας γλωσσικής διχοστασίας

Πώς γίνεται να μην μπορεί να ακουστεί μια έστω «κακή κουβέντα», από τηλεοπτικό ήρωα, δημοσιογράφο ή πολιτικό;

Ο κίνδυνος μιας νέας γλωσσικής διχοστασίας

Η σύγχρονη Ελλάδα από την πρώτη της στιγμή γνώρισε σφοδρές πολιτισμικές διαμάχες με έντονα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που μαρτυρούν για τις αντιφάσεις ενός κράτους υπό κατασκευή. Πολιτισμικές διαμάχες που υπήρχαν πριν από την καθιέρωση του «Αριστερά-Δεξιά» μετά τον Εμφύλιο, πριν από τον Εθνικό Διχασμό και που συχνά υπέρβαιναν τις πολιτικές αντιδικίες, όταν δεν τις υποκαθιστούσαν.

Σε ποιο Πατριαρχείο να ανήκουμε, πώς σχετιζόμαστε με Αρχαιότητα και Βυζάντιο, μα κυρίως, ποια θα είναι ακριβώς «η γλώσσα μας», είναι πεδία μάχης του ελληνικού 19ου και 20ού αιώνα. Οπως είπαμε, το δεύτερο μισό του τελευταίου υπήρξε διαφορετικό, με την επικράτηση του ψυχροπολεμικού μανιχαϊσμού τα πολιτισμικά επίδικα μειώθηκαν και όσα επιβίωσαν ευθυγραμμίστηκαν με τις μείζονες ιδεολογικές συγκρούσεις.

Από τις πολιτισμικές διαμάχες η πιο ανθεκτική ιστορικά και κοινωνιολογικά ήταν η γλωσσική. Εχοντας περάσει από τα Ευαγγελικά (1901) και τα Ορεστειακά (1903), τις διαμάχες σημαντικών λογίων, το ερώτημα «ποια είναι η γλώσσα μας» ήταν πάντα σταυροδρόμι προοδευτικών ευαισθησιών, συντηρητικών φόβων, αντίπαλων εκδοχών του εθνικού, μα κυρίως μια κάθετη διαίρεση ανάμεσα στη γλώσσα που μιλιέται και σε εκείνη που οφείλει να γράφεται. Η δικτατορία των συνταγματαρχών έφερε την τελευταία, την καθαρεύουσα, στον βαθμό μηδέν της γραφικότητάς της.

Η κοινωνία μιλούσε μια πλούσια και γάργαρη δημοκρατική γλώσσα, με αυτήν γράφονταν τα παλλόμενα πεζά και οι ψυχωμένοι στίχοι μετά τον πόλεμο, μα οι Συνταγματάρχες επέβαλλαν δημοσίως μια ελληνοπρεπή καθαρεύουσα που έφθειραν ακόμη περισσότερο από την κωμικότητα του ύφους τους και τα εκφραστικά τους μέσα που έφερναν περισσότερο στο παράγγελμα και τη διαταγή παρά σε οτιδήποτε άλλο. Κομπασμός εθνικής καθαρότητας, κρατικής ανωτερότητας και τζούφια λογιοσύνη, αυτό ήταν πλέον η καθαρεύουσα το 1974.

Η δημοκρατική δυναμική που σιγόκαιγε από τις αρχές του αιώνα είχε πλέον φουντώσει, η γλώσσα της Χούντας έφερε το τέλος της καθαρεύουσας. Ετσι η καθιέρωση από την κυβέρνηση του Καραμανλή (υπουργός Γεώργιος Ράλλης) της δημοτικής ως γλώσσας του σχολείου και του κράτους το 1976 ήρθε να θεσμοποιήσει μια γλωσσική πραγματικότητα.

Εναρμόνισε για πρώτη φορά όλα τα γλωσσο-κοινωνικά επίπεδα: ιδιαιτερότητες, ιεραρχικές και κοινωνικές διαφορές, επίσημες και ανεπίσημες διαδικασίες, ενοποιήθηκαν σε έναν ευρύ και ζωντανό γλωσσικό τύπο. Τη γλώσσα όλων των χρήσεων και περιστάσεων. Εντός της θα αναπτύσσονταν αποκλίσεις, όπως γίνεται σε κάθε φυσική γλώσσα. Νεανική slang, επαγγελματικές ιδιοτυπίες, λογοτεχνικές μανιέρες, ποικίλες αργκό.

Η γλωσσική ενότητα και η αποδυνάμωση των ταξικών εμποδίων στον γραπτό λόγο θα έρθει με την ευεργετική πασοκική επιλογή να καθιερώσει το μονοτονικό στις αρχές του ’80.

Εκτοτε σημαντικές αντιπαραθέσεις για τη γλώσσα δεν υπήρξαν. Αυτό που κατατρώγει τη γλωσσική συναίνεση στη Δύση, η λεγόμενη συμπεριληπτική γλώσσα και η ιδέα μιας «από τα πάνω» παρέμβασης στον τρόπο έκφρασης, δεν μας έχει αγγίξει.

Επικρατεί ένας άτυπος λειτουργισμός: γλώσσα είναι ό,τι μιλιέται και κανόνας ό,τι καθιερώνεται σταθερά μέσα στις χρήσεις της γλώσσας. Οι αγωνίες για την επάρκεια των γλωσσικών εργαλείων των νέων είναι αέναη επανάληψη φόβων μπρος στην ιστορική αλλαγή που αν σταθμιστούν με την εκτόξευση των χρηστών της εγγράμματης γλώσσας μάλλον δεν συνιστούν αιτία πανικού.

Αυτό όμως που φαίνεται να καθιερώνεται σήμερα είναι μια νέα διχοστασία: επίσημη, δημόσια και τηλεοπτική γλώσσα, των πολιτικών και των δημοσιογράφων, των διανοουμένων που αποστειρώνουν τον λόγο από την οικεία προφορικότητα στην οποία όλοι αναγνωριζόμαστε. Πώς γίνεται να μην μπορεί να ακουστεί μια έστω «κακή κουβέντα», μια «βρώμικη λέξη» από τηλεοπτικό πρωταγωνιστή, δημοσιογράφο ή πολιτικό; Λες και θέλουμε να δικαιώσουμε τους ήρωες του Οικονομίδη ως απωθημένους υβρίζοντες εαυτούς.

Σαν καταπιεσμένη ψυχή που μηρυκάζει καθώς πρέπει λογάκια ενώ δίπλα η τραπ, το διαδίκτυο, και ίσως αύριο κάποιος ακομπλεξάριστος δημαγωγός να φέρουν στο φως όψεις της πραγματικής ζωής με οικεία γλώσσα και βρισιές, που τόσο φοβόμαστε: να πούμε, να ακούσουμε.

O κύριος Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version