Η χαμένη τιμή της εμπιστοσύνης

Γράφουν στο ΒΗΜΑ, ο αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Καραβοκύρης, ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Shippensburg University στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, Χρύσανθος Δ. Τάσσης, και η ποιήτρια και μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά.

Η χαμένη τιμή της εμπιστοσύνης

Τον Φεβρουάριο του 2025 ο πολιτικός επιστήμονας Βίκτορ Ορι Βαλγκάρεσον, ακαδημαϊκός συνεργάτης του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, έγραψε στον δικτυακό τόπο The Conversation ένα άρθρο που συνόψιζε τα συμπεράσματα μιας έρευνας που είχε διεξαγάγει από κοινού με άλλους έξι συναδέλφους του και η οποία είχε δημοσιευθεί λίγες μέρες νωρίτερα στην επιθεώρηση «British Journal of Political Science».

Μελετώντας τα αποτελέσματα 3.337 μελετών κοινής γνώμης με περισσότερες από 5 εκατομμύρια συμμετοχές σε 143 χώρες κατά την περίοδο 1958-2019 ο Βαγκάρεσον και οι συνάδελφοί του τεκμηρίωσαν τη διακριτή πτώση της εμπιστοσύνης σε κυβερνήσεις, κόμματα και κοινοβούλια παγκοσμίως μετά το 1990. Σε περιπτώσεις μάλιστα όπως της Ανατολικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής ή, πιο πρόσφατα, των Ηνωμένων Πολιτειών, το φαινόμενο συνδυαζόταν με την αμφισβήτηση της εγκυρότητας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Προφανώς, η κατανομή δεν ήταν ομοιόμορφη: σε κράτη όπως η Ελβετία ή η Νέα Ζηλανδία η εμπιστοσύνη στην πολιτική εμφάνιζε ελαφρά ανοδικές τάσεις· σε κράτη όπως η Ελλάδα της περιόδου μετά το 2010 η εμπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο κατακρημνιζόταν. Από την άλλη πλευρά, η δημοκρατία ως πολίτευμα δεν παρουσίαζε ελάττωση των ποσοστών αποδοχής της, όμως η τάση στήριξης αντισυστημικών ηγεσιών ήταν έκδηλη.

Τα πορίσματα αυτά δεν είναι οπωσδήποτε πρωτότυπα, επιβεβαιώνουν μια επίμονη εικόνα που ποικίλες σφυγμομετρήσεις και εκλογικές αναμετρήσεις στον δυτικό κόσμο, αλλά και πέρα από αυτόν, υποδεικνύουν εδώ και τουλάχιστον μια δεκαπενταετία: πολιτικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί θεσμοί που στον μεταπολεμικό κόσμο βρίσκονταν στο απυρόβλητο, στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο τίθενται υπό αίρεση.

Ενα κύμα διάχυτης δυσπιστίας εξαπλώνεται εκφραζόμενο σε ξεσπάσματα αντιφατικών πολιτικών επιλογών. Η έλλειψη εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται ως η νέα κανονικότητα. Στις ακραίες της εκδηλώσεις, όπως έδειξαν δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, αυτή μπορεί να ταυτίζεται ως και με τη διάθεση μετατροπής συμπολιτών με διαφορετική πολιτική, κοινωνική, σεξουαλική ταυτότητα σε ανεπιθύμητους συμπατριώτες.

Ο Βίκτορ Βαλγκάρεσον φροντίζει να επισημάνει βέβαια ότι η εμπιστοσύνη δεν συνιστά δείκτη-πανάκεια: τα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο απαντώνται στην Κίνα. Αν κάτι πάντως καθίσταται σαφές από παρόμοια στοιχεία είναι ότι τα αίτια του ζητήματος δεν είναι επιδερμικά: δεν πρόκειται για πρόβλημα της βραχείας διάρκειας αλλά της μακράς, δεν πηγάζει από επιφανειακά πολιτικά διακυβεύματα αλλά από τεκτονικά ρήγματα του 21ου αιώνα.

Μάρκος Καρασαρίνης

***

Δημοκρατικό κενό, χαμένες ισορροπίες

Η διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, όπως το κοινοβούλιο, η εκτελεστική εξουσία και η δικαιοσύνη, δεν είναι φαινόμενο της συγκυρίας, ούτε περιορίζεται στα εθνικά μας σύνορα. Πρόκειται για μια οριζόντια, ευρεία αμφισβήτηση, στον αναπτυγμένο κόσμο και την Ευρώπη, που παίρνει διάφορες μορφές και ονόματα (κρίση «νομιμοποίησης», «ταυτότητας», «αξιών», «πολιτικού συστήματος», «δημοκρατίας», «φιλελευθερισμού»), ενώ αγγίζει συνολικά την πολιτική και το δίκαιο.

Σύμφωνα με τον γάλλο φιλόσοφο Marcel Gauchet (Le nœud démocratique. Aux origines de la crise néolibérale, εκδ. Gallimard, 2024) δεν πρόκειται για μια κρίση της δημοκρατίας, με την έννοια της εξωτερικής, άμεσης απειλής της, όπως στον 20ό αιώνα με τους ολοκληρωτισμούς του, αλλά για μια κρίση στη δημοκρατία, εντός του πραγματικού, θεσμικού και διανοητικού της ορίζοντα, η οποία έχει δύο τάσεις: είτε μια δημοκρατική, βολονταριστική, λαϊκιστική δύναμη αυθαιρετεί (π.χ., στις «ανελεύθερες δημοκρατίες») και αποδεικνύεται αντιφιλελεύθερη είτε τα αριστοκρατικά, ελιτίστικα, φιλελεύθερα στοιχεία (π.χ., στα ευρωπαϊκά κράτη δικαίου ή στην Ευρωπαϊκή Ενωση) συμπιέζουν τα δημοκρατικά. Στο υπόβαθρο βρίσκεται η ένταση ανάμεσα στις νέες όψεις του ατομικού και του συλλογικού, την κλειστή / προστατευτική και την ανοικτή / κοσμοπολιτική κοινωνία, τη (νεο)φιλελεύθερη οικονομία και την κλασική οργάνωση της πολιτικής.

Οι ριζικές μεταμορφώσεις του κοινωνικού, με τη συνεχή υποχώρηση του συλλογικού αγαθού και την ασταθή κυριαρχία των ατομικών και ετερόκλητων τρόπων ζωής, δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν, πρωτίστως συναισθηματικά με τους πολιτικούς, νεωτερικούς θεσμούς

Στις έρευνες και τη δημόσια σφαίρα των τελευταίων ετών δεν καταγράφεται κάποια δημοφιλής, ευθεία, ανατρεπτική βολή κατά της δημοκρατίας, αλλά η δυσπιστία και απογοήτευση για την κατάστασή της. Ισως γιατί μας λείπει – ευτυχώς, από μια άποψη – το μεγάλο και ενοποιητικό συλλογικό όραμα, ένα συνεκτικό και γοητευτικό αφήγημα. Ακόμα και η επίκληση του γενικού καλού ριζώνει πάντα σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, απολύτως επιβιωτικά (π.χ., στην οικονομική κρίση ή την πανδημία), και μοιραία αποκτά, συνειδητά ή ασυνείδητα, ως μια επώδυνη για τους πολλούς θυσία, αρνητικό πρόσημο. Η κοινωνία λειτουργεί ως μια επικράτεια ανταγωνιστικών ιδιωτικών συμφερόντων και συμπεριφορών, σε ένα κατακερματισμένο και ατελώς ρυθμισμένο περιβάλλον παγκοσμιοποίησης και εξωστρεφών ταυτοτήτων, που διεκδικούν την πολιτισμική τους αναγνώριση και υπεροχή. Την ίδια στιγμή, η καπιταλιστική επιθυμία δοκιμάζεται από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολλών, το άνοιγμα της ψαλίδας πλουσίων – φτωχών και τη διαγενεακή ανισότητα, καθώς οι νέοι καλούνται να «πληρώσουν» τα πετυχημένα σχέδια της ζωής των γονιών τους. Κοντολογίς, μετά τη μεταπολεμική εμπέδωση του Κράτους Δικαίου, την ένδοξη σοσιαλδημοκρατία (Trente Glorieuses) και την εκσυγχρονιστική αισιοδοξία και ευμάρεια των 90s, η εποχή των πολλαπλών, αλλεπάλληλων κρίσεων, δεν αφήνει πολύ χώρο στην ελπίδα ενός καλύτερου και δικαιότερου κόσμου. Αντιθέτως, πληγώνει βαθιά, όπως συνέβη με τη δημοσιονομική κρίση, την αξιοπιστία της πολιτικής.

Οι ριζικές μεταμορφώσεις του κοινωνικού, με τη συνεχή υποχώρηση του συλλογικού αγαθού και την ασταθή κυριαρχία των ατομικών και ετερόκλητων τρόπων ζωής, δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν, πρωτίστως συναισθηματικά με τους πολιτικούς, νεωτερικούς θεσμούς. Αυτοί εμφανίζονται, όταν μάλιστα δεν ενδίδουν στη δημαγωγία και την ακραία ρητορική, ψυχροί και διαχειριστικοί, ορθολογικοί και τεχνοκρατικοί, με μια λέξη απόμακροι. Δίχως να ενεργοποιούν ισχυρές ταυτίσεις και κίνητρο συμμετοχής στις δημοκρατικές διαδικασίες, όπως μας δείχνουν τα υψηλά ποσοστά της αποχής στις βουλευτικές εκλογές. Διόλου τυχαία οι πιο θερμές πολιτικές εκδηλώσεις, συναθροίσεις και διαμαρτυρίες ξεσπούν ως ηθικές αξιώσεις και κατηγορίες απέναντι στη διαφθορά και την ατιμωρησία. Το λεξιλόγιο της πολιτικής, καθώς και του ίδιου του «δήμου», κατεξοχήν στην ψηφιακή του μορφή (social media), στρέφεται προς τον ηθικό λόγο. Αυτός, όμως, συχνά καταντά σχηματικός και διχαστικός, ευάλωτος στην καταιγίδα της άτακτης πληροφορίας, των fake news και των τοξικών διαιρέσεων. Tο forum, η αγορά της δημοκρατίας, μεταλλάσσεται εκτός των θεσμικών της τόπων, με όρους ασυνέχειας και ρήξης για τους πιο «φανατικούς», αδιαφορίας ή και (ευμενούς) απάθειας για τη «σιωπηρή πλειοψηφία», που αποσύρεται στις ιδιωτικές της υποθέσεις και αγωνίες, ακολουθώντας τον ρεαλισμό των καιρών.

Πολλοί μιλούν εύλογα για κόπωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, λόγω της αποξένωσης των πολιτών και της προφανούς ασυμμετρίας ανάμεσα στις κοινωνικές, υλικές συνθήκες και τις πολιτικές δυνατότητες της πραγμάτωσής της. Μοιάζει η δημοκρατική μας εμπειρία, που προϋποθέτει την ισορροπία πάθους και μεσότητας, να αιωρείται στο κενό, ανάμεσα στη βιωμένη ασφάλεια του δεδομένου, του αυτονόητου και στη ματαίωση, τη δυσφορία που προκαλεί η ανεκπλήρωτη υπόσχεσή της.

Ο κ. Γιώργος Καραβοκύρης είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

***

Η εποχή της απομάγευσης

Προχθές εμφανίστηκε μπροστά μου ένα σύντομο βίντεο – από αυτά που ξεφυτρώνουν πια μπροστά μας όλη την ώρα – όπου τέσσερα νεαρά άτομα έβλεπαν βιντεάκια με ατυχήματα ή φυσικές καταστροφές και προσπαθούσαν να κρίνουν αν ήταν αληθινά ή δημιουργήματα της τεχνητής νοημοσύνης. Επιστράτευαν τη λογική τους και, παρά τον τίμιο αγώνα τους, όπως ασφαλώς φαντάζεται κανείς, έχασαν. Ελαφρώς σοκαρισμένοι, δήλωναν ότι έχουν ταραχτεί και δεν εμπιστεύονται πια ότι μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα στο Διαδίκτυο.

Εγώ ξαφνιάστηκα διαπιστώνοντας πως ενώ κάποτε θα ένιωθα τρόμο, τώρα είχα μόνο ένα μουδιασμένο αίσθημα παραίτησης, και άκουγα τη λέξη «εμπιστοσύνη» με κάποια νοσταλγία, σαν κάποιος να μιλούσε για την εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη κινητά τηλέφωνα, Ιντερνετ ή ψυγεία και μου ερχόταν να πω «μα είναι δυνατόν, περιμένετε να μπορείτε να εμπιστευτείτε κάτι; Δεν βλέπετε πως δεν έχουμε πια έδαφος πάνω στο οποίο να σταθούμε με κάποια – σχετική – βεβαιότητα πως δεν θα χαθεί απότομα κάτω από τα πόδια μας;».

Η καχυποψία και η υπερανάλυση έγιναν οι μοναδικές λογικές συμπεριφορές για να τα βγάλει κανείς πέρα σε έναν κόσμο όπου όλα είναι όντως ύποπτα, η πολιτική αποδεικνύεται πως είναι μόνο επικοινωνία, οι θεσμοί επιχειρήσεις, οι αξίες hashtags για να πουλιούνται προϊόντα

Το έδαφος αυτό, βεβαίως, δεν κατέρρευσε τόσο ξαφνικά όσο νομίζουμε. Τα τελευταία 30 χρόνια τουλάχιστον διαβρώνεται σταθερά, μέσα από μια διαρκή απομάγευση των θεσμών που υποτίθεται πως αποτελούσαν εγγύηση για τη διατήρησή του σε καλή κατάσταση. Στην Ελλάδα ειδικά, η κρίση, που έδειξε πόσο εκτεταμένη υπήρξε η διαφθορά, η πελατειακή εξάρτηση, η αίσθηση ότι κανείς δεν λογοδοτεί και όπου, έπειτα από τόσες περιπέτειες και, ναι, θυσίες, αισθάνεται κανείς ότι δεν άλλαξε απολύτως τίποτα, η λέξη «εμπιστοσύνη» ακούγεται πια σαν πολύ σύντομο ανέκδοτο.

Η πανδημία υπήρξε κομβικό σημείο: η όποια εμπιστοσύνη στους πολιτικούς εκπροσώπους εξανεμίστηκε, ταυτόχρονα όμως οι αντικρουόμενες οδηγίες, οι μετατοπίσεις, τα λοκντάουν κλόνισαν την εμπιστοσύνη και στις σκληρές επιστήμες, αλλά κυρίως, θεωρώ, κλόνισαν τη βαθιά πίστη μας στη συνοχή της ύπαρξης και ταυτόχρονα μας απομάκρυναν θεαματικά τον έναν από τον άλλο. Και τι σημαίνει η απουσία εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε συλλογικό, σε οτιδήποτε θεσμικό που θα νοιαστεί για εμάς ως σύνολο, στην ίδια την ιδέα του «κοινού καλού»;

Η καχυποψία και η υπερανάλυση έγιναν οι μοναδικές λογικές συμπεριφορές για να τα βγάλει κανείς πέρα σε έναν κόσμο όπου όλα είναι όντως ύποπτα, η πολιτική αποδεικνύεται πως είναι μόνο επικοινωνία, οι θεσμοί επιχειρήσεις, οι αξίες hashtags για να πουλιούνται προϊόντα. Και η ίδια η εμπιστοσύνη βλέπω να αναφέρεται ως «πολύτιμο εμπόρευμα». Ισως αυτό που έγινε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου να είναι ότι η απόλυτη κυριαρχία του καπιταλισμού οδήγησε στη δημιουργία δισεκατομμυρίων «ατομικών επιχειρήσεων», κάθε άτομο μόνο, υπόλογο στα μάτια όλων των άλλων για την προσωπική του επιτυχία, που ορίζει και όλη την αξία του, και άρα ακόμα και το δικαίωμά του στην αξιοπρέπεια.

Οι περίφημες – και περήφανες – δυτικές δημοκρατίες έχουν δημιουργήσει στους πολίτες τους μια βαθιά γνωσιακή ασυμφωνία: θέλουν να τους μιλούν για θεσμούς, για τις υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι σε αυτούς τους θεσμούς, παρουσιάζοντας ακόμα και την εμπιστοσύνη ως άλλο ένα καθήκον του καλού πολίτη, ενώ του παρέχουν όλο και λιγότερη προστασία, ενώ προβάλλουν την ατομική ευθύνη ως λύση για τα πάντα, ενώ ξεχνούν πως ένα άτομο λειτουργεί μέσα σε κοινωνικές συνθήκες που διευκολύνουν ή όχι την επιτυχία, την ευτυχία ή και την ίδια του την ύπαρξη.

Ισως οι λίγο μεγαλύτεροι, όσοι μεγάλωσαν θεωρώντας δεδομένη αυτή την εμπιστοσύνη, να είναι ταυτόχρονα πιο μπερδεμένοι, πιο χαμένοι, πιο κουρασμένοι, πιο παραιτημένοι. Οι νεότεροι, όμως, φαίνονται να δυσφορούν βαθιά. Σε διάφορες χώρες της Αφρικής και της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας η επανάσταση της γενιάς Ζ, αυτών που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1997 και 2012 και είναι ιθαγενείς του ψηφιακού κόσμου, ανατρέπει διεφθαρμένες κυβερνήσεις και απαιτεί κάποιος, επιτέλους, να αναγνωρίσει τα αληθινά τους προβλήματα.

Η νίκη του Ζόχραν Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη είναι άλλη μια ανατροπή που βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη των νεαρών ψηφοφόρων της γενιάς Ζ που κινητοποιήθηκαν μαζικά υπέρ του, που πίεσαν μεγαλύτερους συγγενείς να τον ψηφίσουν, επειδή ένιωσαν ότι κάποιος μπαίνει στον κόπο να πάει προς το μέρος τους, επειδή άκουσαν κάποιον να μιλάει για πραγματικά προβλήματα που επηρεάζουν την πραγματική ζωή, επειδή ένιωσαν ότι κάποιος τους έβγαλε από τον χυλό της καχυποψίας, είδαν το πρόσωπό του από κοντά και ήρθαν κοντά και οι ίδιοι.

Μυρσίνη Γκανά

***

Η κρίση εμπιστοσύνης ως κρίση εκπροσώπησης

Στις σύγχρονες δημοκρατίες, τα πολιτικά κόμματα ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τα (διαφορετικά) κοινωνικά αιτήματα, να τα αναδείξουν ως πρόταση εξουσίας και να προβούν στην υλοποίησή τους. Χαρακτηρίζονται δηλαδή από μια διφυή σχέση. Από τη μία εκπροσωπούν κοινωνικά συμφέροντα (εκπροσώπηση), ενώ ταυτόχρονα συσχετίζονται άμεσα και αποτελούν κομμάτι των κρατικών θεσμών – κοινοβούλιο, κυβέρνηση, οργανισμοί (ενσωμάτωση).

Η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο λειτουργιών, εκπροσώπησης και ενσωμάτωσης, είναι κρίσιμη για την εμπιστοσύνη των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας.

Ακόμα και στην πρώιμη και ατελή δημοκρατία του 19ου αιώνα με το περιορισμένο δικαίωμα ψήφου, τα κόμματα στελεχών / ελίτ ήταν φορείς δύο εναλλακτικών ιδεολογιών (φιλελεύθερα και συντηρητικά), τα οποία ωστόσο διοικούσαν το κράτος μέσω επιβολής, περιορίζοντας τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα (κράτος-«νυχτοφύλακας»). Και ήταν τα κόμματα μαζών (σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά) τα οποία έθεσαν τη βιομηχανική εργατική τάξη στο επίκεντρο της πολιτικής και τελικά, με μεγάλους εργατικούς αγώνες, ανάγκασαν κατ’ αρχάς τα φιλελεύθερα και αργότερα τα συντηρητικά κόμματα να αποδεχθούν το καθολικό δικαίωμα ψήφου, αλλά και τις πολιτικές του κοινωνικού κράτους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η κρίση εμπιστοσύνης της πολιτικής είναι η τάση των κομμάτων να μειώσουν την εκπροσώπηση κοινωνικών αιτημάτων και να ενδυναμώσουν τη σχέση τους με το (καπιταλιστικό) κράτος, γιατί εκεί βρίσκονται πλέον οι όροι αναπαραγωγής τους

Στη μεταπολεμική συνθήκη, στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες κυριάρχησε (με εξαιρέσεις) μια συνθήκη δικομματικού συστήματος με δύο κυρίαρχες κομματικές οικογένειες: χριστιανοδημοκρατία και σοσιαλδημοκρατία (εξαίρεση το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας) και ένα κομμουνιστικό κόμμα (απαγορευμένο στη Γερμανία) ή φιλελεύθερο κόμμα σε μεγάλη εκλογική απόσταση. Η συγκεκριμένη συνθήκη προήγαγε τη σύγκλιση του φιλελεύθερου κεϊνσιανισμού με τις πολιτικές κοινωνικού κράτους της σοσιαλδημοκρατίας με αποτέλεσμα την οικοδόμηση των καθεστώτων κοινωνικής ευημερίας για την οικοδόμηση συναινετικής κοινωνίας, όπου όλες οι κοινωνικές ομάδες θα είχαν μερίδιο από το παραγόμενο προϊόν. Ετσι, η φιλελεύθερη ιδεολογία αποδέχθηκε την καθολική ψηφοφορία, προήγαγε τις κρατικοποιήσεις και την αναδιανομή μέσω της προοδευτικής φορολογίας και η σοσιαλδημοκρατική οικογένεια αποδέχθηκε τον καπιταλισμό και αποκήρυξε τον μαρξισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1950.

Παρά τον μετασχηματισμό από ταξικά κόμματα σε κόμματα του λαού, κόμματα του έθνους (πολυσυλλεκτικά), δεν έλειψαν οι διαφορές. Τα φιλελεύθερα αποδέχθηκαν τη συγκεκριμένη θέσμιση για τη συσσώρευση του καπιταλισμού λόγω της προσδοκίας για μη κρίσεις, η χριστιανοδημοκρατία με έμφαση στην οικογένεια και η σοσιαλδημοκρατία λόγω των (μειωμένων, πάντως) αναφορών στην (εθνική) εργατική τάξη. Ωστόσο, η από τη δεκαετία του 1960 διεθνής κίνηση του κεφαλαίου με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και το μονοπωλιακό κεφάλαιο και η αύξηση των ανισοτήτων δημιουργούν ανάγκη προσαρμογής του (φιλελεύθερου) κράτους σε πολιτικές νόμου και τάξης με αποτέλεσμα την απο-ευθυγράμμιση κοινωνικών ομάδων και την ανάδειξη κοινωνικών κινημάτων που διεκδικούν νέα ριζοσπαστική θέσμιση (Μάης 1968 στη Γαλλία, Κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ, Κίνημα Ειρήνης). Τελικά, οι οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων σηματοδότησαν τη σύγκλιση των κυρίαρχων κομμάτων (χριστιανοδημοκρατία / σοσιαλδημοκρατία) με βάση τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» (ιδιωτικοποιήσεις, νέο δημόσιο μανατζμεντ, οικονομικά της προσφοράς).

Στο πλαίσιο αυτό τα κομματικά συστήματα χαρακτηρίζονται από την τάση για πολιτική καρτελοποίηση. Τα πολιτικά κόμματα απομακρύνονται από την κοινωνία μέσω υποβάθμισης των μαζικών οργανώσεων· συγκλίνουν κυβερνητικά στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση· υιοθετούν τεχνοκρατικού τύπου επιχειρήματα και προσωπικό· δίνουν έμφαση στα ΜΜΕ και στις τεχνικές μάρκετινγκ.

Ετσι από τη δεκαετία του 1980 παρατηρείται μείωση του αριθμού των κομματικών μελών, μείωση συνδικαλιστικής πυκνότητας στα συνδικάτα και αύξηση της αποχής στις εκλογές, καθώς η απομάκρυνση από τις συλλογικότητες της νεωτερικότητας (κόμματα, συνδικάτα) συνοδεύεται από τάση εξατομίκευσης αλλά και δυσπιστίας για την πολιτική. Οι πελάτες / καταναλωτές πολιτικής αδιαφορούν πλέον για μεγάλους μετασχηματισμούς.

Η κρίση εμπιστοσύνης της πολιτικής είναι η τάση των κομμάτων να μειώσουν την εκπροσώπηση κοινωνικών αιτημάτων και να ενδυναμώσουν τη σχέση τους με το (καπιταλιστικό) κράτος, γιατί εκεί βρίσκονται πλέον οι όροι αναπαραγωγής τους. Η συγκεκριμένη τάση εντάθηκε με την οικονομική κρίση 2007-2009 και την υιοθέτηση πολιτικών λιτότητας, πολιτικών συσσώρευσης μέσω αποστέρησης (κατά τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ) με την περαιτέρω μείωση της σχετικής αυτονομίας του κράτους σε σχέση με τις ανάγκες συσσώρευσης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Διαμορφώνεται με αυτόν τον τρόπο ένα πλαίσιο α-πολίτικης πολιτικής που τελικά μειώνει περαιτέρω την εκπροσώπηση κοινωνικών αιτημάτων και τελικά συρρικνώνει τη δημοκρατία.

Ο κ. Χρύσανθος Δ. Τάσσης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Shippensburg University στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version