Ευρώπης εγκώμιον

Γράφουν στο ΒΗΜΑ ο Σωτήρης Ριζάς, διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, ο Πέτρος Στάγκος, ομότιμος καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο Αντώνης Μεταξάς, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ευρώπης εγκώμιον

Η υπεράσπιση ενός ατελούς σχεδίου

Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης

«Ενθουσιώδης Ευρωπαίος» κατά δήλωσή του, αλλά και όπως προκύπτει από τη διαδρομή του στον χώρο της διανόησης, ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ περιέγραφε το 2011 την Ευρωπαϊκή Ενωση ως «μια ειρηνική, ευημερούσα, διεθνή κοινότητα κοινών συμφερόντων και συνεργαζόμενων μερών – μια “Ευρώπη του πνεύματος”, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ελεύθερης διακίνησης αγαθών, ιδεών και προσώπων, μιας ολοένα μεγαλύτερης συνεργασίας και ενότητας».

Ο τίτλος ωστόσο του δοκιμίου στο οποίο περιεχόταν η παραπάνω περιγραφή ήταν Ευρώπη: Μια μεγάλη χίμαιρα; και ο ίδιος, παρά τη συναισθηματική του ταύτιση, αυτοαποκαλούνταν στον πρόλογο «ευρωπεσιμιστής». Η κριτική που ακολουθούσε για τις οικονομικές ανισότητες, το χάσμα Βορρά – Νότου, τον ιδιότυπο αυτισμό των Βρυξελλών, την αμηχανία της ηγεσίας, το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, τον εθνικισμό των απογοητευμένων, τη δυνητική απειλή της Ρωσίας ήταν μια εκπληκτικά οξυδερκής έκθεση του παρόντος και του μέλλοντος (που είναι το σημερινό παρόν) του εγχειρήματος.

Πέρα από την απαισιοδοξία που πήγαζε από τον αυστηρό πραγματισμό του ο Τζαντ έδινε φωνή σε μια γενικότερη στάση έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης: δικαιούμαστε να είμαστε απαιτητικοί έναντι ενός τολμηρού πολιτικού πειράματος, φιλοδοξία του οποίου ήταν να υπερβεί οριστικά τον εφιαλτικό 20ό αιώνα δημιουργώντας νέα πρότυπα συνύπαρξης και διακυβέρνησης.

Χωρίς να αρνείται κανείς ούτε την αναγκαιότητα της κριτικής ούτε τις σοβαρές αποτυχίες του προγράμματος, η στάση αυτή, ιδιαίτερα όπως εκφράζεται τακτικά στον δημόσιο λόγο από αναρίθμητους παρατηρητές λιγότερο οξυδερκείς (και σαφώς λιγότερο ενθουσιώδεις Ευρωπαίους) από τον Τζαντ, είναι παρ’ όλα αυτά ενδεικτική και μιας αίσθησης αρνητισμού: η «Ευρώπη» ζυγίζεται διαρκώς και βρίσκεται διαρκώς ελλιπής, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε συνθήκες.

Ακόμη και εδώ βέβαια θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι δεν απαγορεύεται να ζητείται το ιδανικό. Ωστόσο, η σημερινή πραγματικότητα του ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος, της έξαρσης των γεωπολιτικών βλέψεων, της επιστροφής του πολέμου ως συνέχειας της πολιτικής στα ευρωπαϊκά σύνορα υποδεικνύει ότι η δημοφιλής επίκληση μιας ανάπηρης ηπείρου υποβαθμίζει το πρώτο σκέλος της παραδοχής του Τόνι Τζαντ: ότι στην άκρη της γραμμής οκτώ μεταπολεμικών δεκαετιών η Ευρωπαϊκή Ενωση αναδύεται ως νησίδα ειρήνης και ευημερίας. Επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο και διόλου δεδομένο, που λογίζεται παρ’ όλα αυτά ως κεκτημένο, υποδηλώνει πως αυτό το έστω ατελές σχέδιο αξίζει την υπεράσπισή του.

Διαδρομές της ενοποίησης

Γράφει ο Σωτήρης Ριζάς

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι προϊόν της μεταπολεμικής εποχής και της συνειδητοποίησης ότι οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του 20ού αιώνα είχαν εξαντλήσει τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και είχαν καταστήσει την Ευρώπη ουραγό των δύο νέων υπερδυνάμεων, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης. Αφορούσε αρχικά, το 1951, στρατηγικούς τομείς όπως ο άνθρακας και ο χάλυβας. Στη συνέχεια, με τη Συνθήκη της Ρώμης, το 1957, απέβλεπε σε μια κοινή αγορά και μια κοινή αγροτική πολιτική.

Η ενοποίηση ήταν χρήσιμη και από πολιτική και στρατηγική άποψη, καθώς απετέλεσε όχημα της επανένταξης των δύο ηττημένων χωρών του Αξονα, της Γερμανίας και της Ιταλίας, σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συνετέλεσε στην αυξανόμενη ευημερία της Δυτικής Ευρώπης με την απελευθέρωση του εμπορίου και την αύξηση του αγροτικού εισοδήματος.

Το πείραμα της ολοκλήρωσης των Εξι, δηλαδή της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Δυτικής Γερμανίας, αποδείχθηκε πετυχημένο και εξελίχθηκε σε πόλο έλξης. Με διαδοχικές διευρύνσεις επεκτάθηκε στη Βρετανία, τη Δανία και την Ιρλανδία το 1973, στη Νότια Ευρώπη το 1981-1986, εγγυώμενη έτσι τη σταθερότητα των νέων δημοκρατικών καθεστώτων της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Η διεύρυνση συνεχίστηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προς ουδέτερες χώρες, την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία το 1995. Η τελευταία μεγάλη διεύρυνση του 2004, προς τις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρο-Ανατολικής Ευρώπης, τις Βαλτικές χώρες, την Κύπρο και τη Μάλτα, σήμαινε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εκτεινόταν πρακτικά σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν διευρύνθηκε μόνο γεωγραφικά αλλά και εμβαθύνθηκε. Η ενιαία ευρωπαϊκή πράξη του 1986 θεμελίωσε τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς, εντός της οποίας το εμπόριο και οι υπηρεσίες θα ασκούνταν από όλους τους Ευρωπαίους ανεμπόδιστα ενώ δεν θα επιτρέπονταν άμεσες ή έμμεσες κρατικές ενισχύσεις οι οποίες θα νόθευαν τον ανταγωνισμό.

Η Συνθήκη του Σένγκεν του 1985 προέβλεψε την κατάργηση των συνοριακών ελέγχων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Τέλος, με βάση τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 ιδρύθηκε το 1999 μια νομισματική ένωση στην οποία κυκλοφορεί από το 2002 ένα κοινό νόμισμα, το ευρώ.

Εκ των υστέρων μπορούμε να δούμε ότι αυτό ήταν το απόγειο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το κοινό νόμισμα ήταν ενδεχομένως το αναγκαίο παρακολούθημα μιας ενιαίας αγοράς και υποσχόταν νομισματική σταθερότητα και ισχυρή ευρωπαϊκή παρουσία στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Σήμαινε όμως ταυτόχρονα μια συνεχή πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας και την ισχύ κανόνων οι οποίοι εφαρμόζονταν από μια υπερεθνική αρχή, ενώ οι παραδοσιακοί εκλεγμένοι φορείς εθνικής αντιπροσώπευσης εμφανίζονταν ανίσχυροι να εφαρμόσουν οποιαδήποτε εναλλακτική πολιτική.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προκαλούσε αντιδράσεις όταν υπεισερχόταν σε τομείς της σκληρής κρατικής κυριαρχίας. Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα καταψηφίστηκε από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση το 1954 και η Ευρώπη δεν απέκτησε άξια λόγου πολιτική ασφαλείας έως σήμερα. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ υπερψηφίστηκε με ελάχιστη πλειοψηφία στη Γαλλία και καταψηφίστηκε στη Δανία, ενώ η Βρετανία δεν έγινε ποτέ μέλος της νομισματικής ένωσης. Το 2005, το λεγόμενο Ευρω-σύνταγμα, το οποίο έδινε την εντύπωση δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού υπερ-κράτους, καταψηφίστηκε σε δύο χώρες του σκληρού πυρήνα της ενοποίησης, τη Γαλλία και την Ολλανδία.

Οπως γίνεται σήμερα πολύ αισθητό, η Ευρωπαϊκή Ενωση λειτουργεί διαφοροποιημένα σε τομείς που αφορούν τον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας: σε θέματα λειτουργίας της αγοράς και στον νομισματικό τομέα λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως ένα ομοσπονδιακό κράτος, ενώ στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, επαφιέμενη για δεκαετίες αποκλειστικά στην αμερικανική ασπίδα ασφαλείας, δεν είναι καν μια ένωση κυρίαρχων κρατών.

Στο οικονομικό πεδίο η επάνοδος του πληθωρισμού τείνει να δημιουργεί αμφιβολίες για την οικονομική αποτελεσματικότητα της ευρωζώνης, η οποία ήδη υπέστη κραδασμούς τη δεκαετία του 2010. Η οικονομική αστάθεια και η εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα διαβρώνουν ήδη τον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς όφελος της άκρας δεξιάς.

Παρά ταύτα, οι γεωπολιτικές αλλαγές της τελευταίας εικοσαετίας, δηλαδή η άνοδος της Κίνας, η απόπειρα της ρωσικής πολιτικής να επανέλθει στην πρώην Σοβιετική Ενωση αλλά και να ανακτήσει ρόλο στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και η ροπή της κυβέρνησης Τραμπ να απομακρύνει την Αμερική από την Ευρώπη στον τομέα της ασφάλειας, υπογραμμίζουν τη σημασία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ως μοναδικής δυνατότητας για αποτελεσματική παρουσία των ευρωπαϊκών κρατών στην παγκόσμια σκηνή. Αυτό όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει μια κρίσιμη μάζα πολιτικής υποστήριξης στο εσωτερικό των ίδιων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Ο κύριος Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Η πρόταξη μιας ευρωπαϊκής κυριαρχίας

Γράφει ο Πέτρος Στάγκος

Στη δυσφορία και τις αιτιάσεις της κοινής γνώμης και ορισμένων πολιτικών για την απραξία που επιδεικνύει η Ευρωπαϊκή Eνωση μπροστά στην πρόκληση να προσαρμοστεί και να επηρεάσει προς όφελός της τις κοσμογονικές αλλαγές που συμβαίνουν στο παγκόσμιο στερέωμα στη δεκαετία που διανύουμε προστίθεται η αμηχανία τους μπροστά στις μετατοπίσεις που σημειώνονται, στην ίδια περίοδο, στο ευρωπαϊκό θεσμικό και πολιτικό οικοδόμημα προς την κατεύθυνση της «προικοδότησης» της Eνωσης με ιδιότητες κυρίαρχης οντότητας, ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πρόκληση αυτή.

Η πρόταξη μιας ευρωπαϊκής κυριαρχίας, ευδιάκριτης – κατ’ ελάχιστον – απέναντι στις εθνικές κυριαρχίες, είναι το πρακτικό αποτέλεσμα μιας πνευματικής ζύμωσης στην οποία με ζήλο επιδόθηκε ο Εμανουέλ Μακρόν αμέσως μόλις εκλέχτηκε, το 2017, στο προεδρικό αξίωμα της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Με αφετηρία τον εμβληματικό λόγο που εκφώνησε στη Σορβόννη στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 και με αλλεπάλληλες δημόσιες τοποθετήσεις τουλάχιστον στα επόμενα πέντε χρόνια, ο γάλλος πρόεδρος, προτάσσοντας πάντοτε τον πρώτο πληθυντικό αριθμό σε ρήματα και αντωνυμίες που εξαίρουν τη συλλογικότητα κρατών και λαών την οποία εκπροσωπεί η Ενωση, συνδέθηκε με την παρακαταθήκη του μεγάλου άγγλου φιλοσόφου του 17ου αιώνα Τόμας Χομπς για το παράδοξο της κυριαρχίας.

Ο ηγεμόνας, εξηγεί ο Χομπς, δεν μπορεί να είναι πανταχού παρών για να κυβερνήσει· διορίζει τους υπουργούς και τους κρατικούς υπαλλήλους, οι οποίοι βαθμιαία κατακτούν τη δική τους νομιμοποίηση και ανταγωνίζονται τη δύναμη του ηγεμόνα.

Το ίδιο παράδοξο αποκαλύπτεται ότι καθοδηγεί τη σκέψη του γάλλου προέδρου για την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Τα κράτη-μέλη της Ενωσης, τονίζει, για να υπάρξουν στο παγκόσμιο επίπεδο είναι αναγκαίο, χωρίς να αποξενωθούν από τη δική τους κυριαρχία, να γονιμοποιήσουν μια κυρίαρχη δύναμη – την Ενωση – , ικανή, σε ορισμένα ζητήματα, να δρα ιδίω ονόματι και να τα ανταγωνίζεται.

Ωστόσο, για να περάσει τις ιδέες του αυτές στην πράξη, ο πρόεδρος Μακρόν συνδέθηκε με μία από τις ιστορικές εκδοχές της κυριαρχίας, εκείνη της πολιτικής δύναμης, τούτη τη φορά για να ξεπεράσει ένα νέο παράδοξο, αξεδιάλυτο με την εκδοχή αυτή: την ικανότητα της κυριαρχίας να διατάζει χωρίς να καταναγκάζει.

Η μακρονική υπέρβαση αυτού του παραδόξου έγκειται στον παραμερισμό των μέσων καταναγκασμού που παρέχει το ευρωπαϊκό δίκαιο προκειμένου η Ενωση να λειτουργεί συμπληρωματικά προς τα κράτη-μέλη, προς όφελος της δημιουργίας «καταστάσεων αγοράς» για το καθένα από τα πέντε «κλειδιά» στα οποία αποτυπώνεται ευρωπαϊκή κυριαρχία: την ασφάλεια, τη διαφύλαξη των συνόρων και των ευρωπαϊκών αξιών, την οικολογία, την ψηφιακότητα και τη βιομηχανική παραγωγή.

Η κρίσιμη καμπή για την «αγοραιοποίηση» της ευρωπαϊκής κυριαρχίας συνέβη το 2019, όταν ο πρόεδρος Μακρόν κατάφερε να πείσει το σύνολο των εταίρων της Ενωσης να ορίσουν τη φιλελεύθερη γερμανίδα πολιτικό Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην προεδρία του ευρωπαϊκού αποφασιστικού οργάνου.

Η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν, με τις πολιτικές πρωτοβουλίες και αποφάσεις της για την προμήθεια εμβολίων στη διάρκεια της πανδημίας απευθείας από τη διεθνή φαρμακοβιομηχανία κατά παράβαση των κανόνων της εσωτερικής αγοράς, για τη χρηματοδότηση με 800 δισ. ευρώ των εθνικών αμυντικών δαπανών και την απευθείας διαπραγμάτευση με τον πρόεδρο Τραμπ της επιβολής εισαγωγικών δασμών ύψους 15% σε βάρος των ευρωπαϊκών προϊόντων με παράκαμψη, αντίστοιχα, των κανόνων της ΚΕΠΠΑ και της κοινής εμπορικής πολιτικής, αναδείχθηκε στον πλέον αυθεντικό εκτελεστικό βραχίονα του οραματικού σχεδίου του Μακρόν για την αγοραίας υφής ευρωπαϊκή κυριαρχία.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν γέννησε αρνητικές αξιολογήσεις από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, προκάλεσε αντιδράσεις από τη μεριά εθνικών πολιτικών κομμάτων και κυβερνήσεων (ποτέ όμως της γαλλικής!), επέσυρε και αυτήν ακόμη την κήρυξη απόφασής της από το ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου ως αντίθετης στο ενωσιακό δίκαιο.

Με τα σημερινά ευρωπαϊκά πολιτικά δεδομένα, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν αυτή η σύλληψη από τον Μακρόν της ευρωπαϊκής κυριαρχίας θα σταθεροποιηθεί και θα εμπεδωθεί στις συνειδήσεις των ευρωπαϊκών λαών, όπως και εκείνων από τις κυβερνήσεις τους που εξακολουθούν να ανήκουν στο φιλοευρωπαϊκό τόξο.

Μήπως, όμως, για τον ίδιο τον Μακρόν, αντί για τις μέχρι σήμερα περιστασιακές – πλην όμως σημαδιακές – πραγματώσεις της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, μια καθολική πραγμάτωσή της φαντάζει σαν ουτοπία; Σαν ένα θαύμα ίσως; Και τούτο γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσουμε την επιλογή του Μακρόν, στην ομιλία που εκφώνησε στις 7 Σεπτεμβρίου 2017 στην Πνύκα κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα, με την οποία προανήγγειλε τον στοχασμό του για την ευρωπαϊκή κυριαρχία που δημοσιοποίησε λίγες ημέρες αργότερα στη Σορβόννη, να ολοκληρώσει τον στοχασμό του με τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη.

Αξίζει να θυμηθούμε τους στίχους αυτούς από το πρωτότυπο: «Κι όταν γυρεύει κανείς το θαύμα πρέπει να σπείρει το αίμα του στις οκτώ γωνιές των ανέμων. Γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί στις φλέβες του ανθρώπου».

Ο κύριος Πέτρος Στάγκος είναι ομότιμος καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Δεν είναι ώρα για βολικές σιωπές

Γράφει ο Αντώνης Μεταξάς

Ο πολιτικός οπορτουνισμός και η υστερόβουλη εθνοκεντρική δημαγωγία στρέφονται τελευταία με ιδιαίτερη ένταση – γιατί άραγε; – κατά της «ασθενούς» Ευρώπης και της ενωσιακής της προσπάθειας. Εχω προσπαθήσει σε γραπτά μου να αναδείξω το μεθοδολογικά δομικά εσφαλμένο του – πολιτικά βολικού, βέβαια – καταλογισμού όντως υφισταμένων παθογενειών και υστερήσεων του ενωσιακού εγχειρήματος σε κάποια δική του δήθεν υπάρχουσα φαντασιακή αυτονομία και ιδιοσυστασία παραγνωρίζοντας την άμεση εξάρτηση της Ενωσης από τα κράτη-μέλη και τις δικές τους αποφάσεις, παραλείψεις, δισταγμούς και παθογένειες.

Διατυπώνω τη θέση ότι οι προβαλλόμενες «αδυναμίες» της Ενωσης είναι σε όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό ευθεία προβολή στο ενωσιακό επίπεδο των μειζόνων παθογενειών και επιλογών του εθνικού επιπέδου, ήτοι των κρατών-μελών, μη εξαιρουμένων προφανώς των «δημοκρατικά νομιμοποιημένων» εκλεγμένων ηγεσιών τους, αλλά και απόρροια της ίδιας της πολυσυλλεκτικής της υπερεθνικής φύσης.

Η Ενωση δεν συνιστά κάτι το υπερβατικό ούτε στελεχώνεται σε επίπεδο ηγεσίας από αυτοκλήτως αυτοδιορισθέντες: τα κράτη-μέλη και, όσον αφορά το Κοινοβούλιο, οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι επιλέγουν την πολιτική ηγεσία της Ενωσης. Η κριτική θέαση του ενωσιακού εγχειρήματος είναι συνεπώς κατ’ ανάγκη πολυπαραγοντική, τα προβλήματα και οι παθογένειες δυσχερείς στην ευκρινή διάγνωση των αιτίων γένεσής τους παρά τις αποπροσανατολιστικές υπεραπλουστεύσεις και τα στερεότυπα που κυριαρχούν ενίοτε στον δημόσιο λόγο.

Είναι (και) ανθρωπολογικά δυσχερές το ιστορικό υποκείμενο «ενωσιακός πολίτης» να εξέλθει αποστασιοποιούμενο προς στιγμήν από ένα πλέγμα παραδοχών που περιβάλλονται από τον μανδύα του αυτονόητου.

Ο ψυχισμός του υποκειμένου έχει συχνά ανάγκη ζωτικές απωθήσεις και, όσο το δυνατόν, ευκρινείς εντάξεις και ταυτότητες. Απωθήσεις που ενίοτε δεν διέρχονται από μηχανισμούς ορθολογικής αποτίμησης και θεώρησης αλλά και εντάξεις, εναύσματα και «τόπους» ταυτοτικής σύμπλευσης που ένα υπερεθνικό εγχείρημα με βραχεία, χρονικά ανεπαίσθητη πορεία για τα δεδομένα του βαθέος ιστορικού χρόνου, δεν μπορεί ευχερώς να παράσχει «εδώ και τώρα».

Ο λόγος για την Ευρώπη αλλά και ο λόγος της Ευρώπης οφείλει σήμερα να είναι ανθρωπολογικά συμπεριληπτικός. Υπάρχουν οριακές ιστορικές στιγμές που ο στενός ρασιοναλισμός, η παραπομπή στα υλικά οφέλη και στις οικονομικές συνέργειες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, απλά δεν επαρκεί, καθότι οι αντίρροπες προς την Ενωση δυνάμεις αντλούν ερείσματα από δομικά βαθύτερες δεξαμενές. Είναι σαφές ότι η σταδιακή εξοικείωση με το μεταεθνικό επίπεδο σκέψης και ενσυναίσθησης δεν θα επιτευχθεί μόνο με αριθμούς και σύμβολα που δεν απαντούν σε βαθύτερες ψυχοκοινωνικές αγωνίες του ενωσιακού πολίτη.

Σ’ έναν δραστικά μεταβαλλόμενο κόσμο, με λίγες, πλέον, σταθερές, η αίσθηση της απώλειας του «γνωστού», βιωμένου εθνικού παρελθόντος, των σκληρών συνόρων και των κυρίαρχων εθνών-κρατών μεγιστοποιεί ανασφάλειες και ούτως ή άλλως υφιστάμενα βιωτικά άγχη του μέσου πολίτη. Από την άλλη πλευρά, όπως ο κάθε άνθρωπος απωθεί τη νοητική και ψυχική ενασχόληση με τη δομική ανασφάλεια που προκύπτει από τη γνώση του για το χρονικά πεπερασμένο και τη θνητότητα της ύπαρξής του, αντίστοιχες απωθήσεις υιοθετεί και για την κοινωνική του ένθεση σε συλλογικές δομές κοινωνικής συμβίωσης.

Αυτά όλα μπορεί να φαίνονται θεωρητικά ή και εξεζητημένα, αλλά δεν είναι: διασυνδέουν τη σκέψη και ενσυναίσθηση για την Ευρώπη με τα στοιχειακά μεγέθη του Πολιτικού και της ανθρώπινης ψυχολογίας, η οποία τείνει να υποτιμά τα προσλαμβανόμενα ως «αυτονόητα» ή να τα αποτιμά με ευκρίνεια όταν αυτά πλέον εκλείψουν.

Αυτή η οδός της επανασύνδεσης του λόγου για την Ευρώπη με τη σκέψη για το κόστος της εν δυνάμει απώλειάς της ίσως συνιστά και ένα σημαντικό στοιχείο για την υπεράσπισή της: ο δημαγωγικός αυταρχισμός ομιλεί συχνά με θεολογικούς όρους αξιοποιώντας μύχιες αγωνίες του ατόμου και πολίτη. Εναντι αυτού, η υπεράσπιση της Ευρώπης (χωρίς καμία παραγνώριση ή ωραιοποίηση των παθογενειών της) δεν μπορεί να γίνεται αφελώς και από καθέδρας παραγνωρίζοντας τις ανθρωπολογικές διαστάσεις του Πολιτικού.

Στην ιστορική καμπή που βιώνουμε η πολιτική ευθύνη του επιστημονικού λόγου αλλά και κάθε δημοκρατικού πολίτη είναι κρίσιμη. Ας μην υποτιμούμε την ανάγκη υπεράσπισης του τελευταίου εναπομείναντος χώρου σχετικής δικαιοκρατικής ευπρέπειας: την Ευρώπη και το ενωσιακό της εγχείρημα. Δεν είναι ώρα για βολικές σιωπές και ιδιώτευση στην καθημερινή προσπάθεια για την υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού δικαιοκρατικού προτύπου.

Ο κύριος Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version