Επιστρατεύοντας τον Αγνωστο Στρατιώτη

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) υποβάλλει τέτοιου είδους γενικές απαγορεύσεις σε αυστηρό και εντατικό έλεγχο

Επιστρατεύοντας τον Αγνωστο Στρατιώτη

Τον Αγνωστο Στρατιώτη φαίνεται να επιστράτευσε πριν λίγες μέρες η κυβέρνηση, προκειμένου να πει τα αυτονόητα, αλλά και να περάσει – μαζί με αυτά – μια αντισυνταγματική τροπολογία. Η τελευταία ήταν αντισυνταγματική, εξαρχής για τυπικούς λόγους, αφού προστέθηκε σε ένα άσχετο νομοσχέδιο (περί Σύστασης και λειτουργίας του ΝΠΔΔ «Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας» του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών), κατ’ αντίθεση με το άρθρο 74§5 εδ. γ΄ Συντάγματος (Σ), που ορίζει ότι «προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση».

Ως προς την ουσία, αυτονόητα και ήδη νομοθετημένα είναι τα στοιχεία α΄ και β΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου μόνου της τροπολογίας που απαγορεύουν τη χρήση ή κατάληψη του χώρου μπροστά από το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη (έναντι της πλατείας Συντάγματος), για οποιονδήποτε σκοπό πέραν της επίσκεψης του μνημείου και ανάδειξης της σημασίας του καθώς και την οποιαδήποτε αλλοίωσή του. Αυτά προβλέπονται σε πληθώρα σχετικών διατάξεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Κώδικα για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (Ν.4858/2021).

Αντίθετο όμως προς υπερέχοντες, δηλαδή, συνταγματικούς, κανόνες δικαίου, και δη των άρθρων 11 τόσο του Συντάγματος όσο και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), είναι το στοιχείο γ΄ της πρώτης παραγράφου, που απαγορεύει οποιαδήποτε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, δηλαδή, κατ’ άρθρο 2 περ. 1 Ν. 4703/2020, οποιαδήποτε «σταθερή ή κινούμενη συνάθροιση προσώπων, προσωρινής διάρκειας…» στον χώρο μπροστά από το μνημείο, το οποίο, ως γνωστόν, βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, έναντι της πλατείας Συντάγματος, όπου και πραγματοποιούνται παραδοσιακά όλες οι διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα.

Και συνάθροιση μπορεί, κατά την ΕΣΔΑ, να είναι και μια καταρχάς solo διαμαρτυρία, εφόσον, πάντως, προστίθενται και μερικοί (έστω και λίγοι) άλλοι (ΕΔΔΑ, Dianova, 2024, §63).

Κατ’ άρθρο 11 Σ, όμως, την απόφαση αυτή της απαγόρευσης δεν μπορεί να λάβει εκ των προτέρων με κανονιστική, δηλαδή με γενική και αφηρημένη ρύθμιση, που θα ισχύει σε κάθε περίπτωση ο νομοθέτης, αλλά μπορεί να λαμβάνει, υπό τη συνδρομή προϋποθέσεων, η αστυνομία.

Και οι προϋποθέσεις είναι, αν μεν η απαγόρευση είναι γενική, να επίκειται, εξαιτίας των συναθροίσεων, σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια (όπως, για παράδειγμα, την εποχή της πανδημίας), αν δε η απαγόρευση αφορά ορισμένη περιοχή, όπως στην επίμαχη τροπολογία, «αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής», πάντοτε σύμφωνα με τα οριζόμενα από τον νόμο (βλ. ά.7 Ν. 4703/2020). Η απόφαση της αστυνομίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη για τον συγκεκριμένο όχι μόνον χώρο αλλά και χρόνο, λαμβανομένων υπόψη των ειδικότερων κάθε φορά περιστάσεων, δηλαδή μια ειδική και ad hoc (επί του συγκεκριμένου) και όχι γενική αιτιολογία.

Παρότι η ΕΣΔΑ δεν αποκλείει παντελώς να θεσπιστούν γενικά απαγορευτικά μέτρα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) υποβάλλει τέτοιου είδους γενικές απαγορεύσεις σε αυστηρό και εντατικό έλεγχο με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Πάντως, εν προκειμένω, εφαρμόζεται η αυστηρότερη διάταξη του Συντάγματος, που καταλείπει μεγαλύτερη προσωπική ελευθερία ως προς την άσκηση του δικαιώματος.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στην τροπολογία, το ΕΔΔΑ έχει υπογραμμίσει ότι η φύση και η βαρύτητα των ποινών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας μιας ρύθμισης (Kudrevičius, 2015, §146), ότι για ειρηνικές διαδηλώσεις πρέπει να αποφεύγονται ποινικές κυρώσεις (Akgöl και Göl, 2011, §43) και ιδίως στέρηση της ελευθερίας (Gün, 2013, §83) και, πάντως, απαιτούν ιδιαίτερη αιτιολόγηση (Rai και Evans, 2009· Taranenko, 2014, §87· Ekrem Can, 2022, §92).

Αρα, απορρίπτει την «αυτόματη», άρα εκ των προτέρων, ποινικοποίηση ή διάλυση «μη εγκεκριμένων» συναθροίσεων. Τέλος, τυχόν ποινές πρέπει να προσμετρώνται ειδικά και ξεχωριστά, με βάση τον βαθμό συμμετοχής των αιτούντων (Bodson, 2025, §§120-121), και την αρχή της αναλογικότητας, που είναι εφαρμόσιμη μόνον σε συγκεκριμένο πλαίσιο.

Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version