Η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού αποτέλεσε θρυαλλίδα όχι μόνο για τον πολιτικό, αλλά και για τον οικονομικό μετασχηματισμό της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε εκείνη την εποχή, η φιλελευθεροποίηση των τοπικών οικονομιών συνοδεύτηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, από την άνθηση του τραπεζικού τομέα.
Δυτικοευρωπαϊκοί όμιλοι, κυρίως από Αυστρία, Ιταλία και Ουγγαρία, που μέχρι τότε δραστηριοποιούνταν κατά βάση σε εθνικό επίπεδο, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και να διευρύνουν τις εργασίες τους εκτός συνόρων, προχωρώντας σε μαζικές εξαγορές πιστωτικών ιδρυμάτων τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Παρούσες όμως σε αυτόν τον κύκλο συγκέντρωσης ήταν και οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες μέσα σε μία 7ετία έφτασαν να ελέγχουν περίπου το 1/3 του χρηματοπιστωτικού τομέα της αποκαλούμενης «Νέας Ευρώπης».
Η αγωνία της ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν έβλεπε ωστόσο με καλό μάτι τη συγκεκριμένη εξέλιξη, λόγω των κινδύνων για την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από την κατακερματισμένη εποπτεία. Συγκεκριμένα, κάθε θυγατρική ελεγχόταν από την εθνική αρχή της χώρας στην οποία λειτουργούσε, χωρίς κεντρική παρακολούθηση.
Οι ανησυχίες της νομισματικής αρχής εν τέλει επιβεβαιώθηκαν μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Οι τράπεζες επλήγησαν καίρια από τη διεθνή αναταραχή, χρειάστηκαν κεφαλαιακές ενέσεις για τη διάσωσή τους, ενώ προχώρησαν σε αποεπενδύσεις στο εξωτερικό, αντιστρέφοντας τις μέχρι εκείνη τη στιγμή τάσεις μεγέθυνσης. Σε αυτό το περιβάλλον, στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκαν όμιλοι με έκθεση σε πολλές χώρες, που διέθεταν πανευρωπαϊκή εμβέλεια.
Eγινε τότε σαφές πως είναι απαραίτητη η λειτουργία ενιαίων μηχανισμών που θα δρουν τόσο προληπτικά μέσω τακτικών ελέγχων όσο και πυροσβεστικά για την επίλυση των προβλημάτων, όταν αυτά εμφανίζονταν.
Οι βάσεις
Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της Τραπεζικής Eνωσης στην ΕΕ. Μπορεί οι κυβερνήσεις της Βόρειας Ευρώπης, με προεξάρχουσα τη γερμανική, να θέτουν συνεχώς εμπόδια για την ολοκλήρωσή της, ωστόσο έχουν γίνει σημαντικά βήματα ως προς τη σύσταση ενιαίων εποπτικών οργανισμών.
Ο λόγος γίνεται για τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), που εποπτεύει σε συνεργασία με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες το σύστημα, αλλά και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB) με αποστολή τη διασφάλιση της εύρυθμης εξυγίανσης προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Το μόνο ουσιαστικό αγκάθι αυτή τη στιγμή είναι η απουσία ενός κοινού συστήματος εγγύησης καταθέσεων, που θα ολοκληρώσει την αρχιτεκτονική του εγχειρήματος. Eχοντας πάντως επιλύσει κρίσιμες πτυχές του, ο επόπτης τάσσεται πλέον ξεκάθαρα υπέρ της δημιουργίας υπερεθνικών ομίλων στην Ευρώπη.
Η ηγεσία της ΕΚΤ θεωρεί πως αποτελεί τη μόνη λύση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση της βιωσιμότητας του ευρωπαϊκού κλάδου έναντι των αμερικανικών ή άλλων κολοσσών.
Επιπλέον, πιστεύει ότι καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση αναγκαίας κεφαλαιακής ισχύος για την υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας στην Ευρώπη. Συνιστά δε απάντηση για την καλύτερη αντιμετώπιση γεωπολιτικών ή οικονομικών προκλήσεων στο μέλλον.
Τα deals της UniCredit
Tούτων δοθέντων, μόνο τυχαία δεν ήταν η επικρότηση από την ΕΚΤ της επέκτασης της UniCredit στη γερμανική αγορά κόντρα στις αντιδράσεις της τοπικής κυβέρνησης, αλλά και της εξαγοράς σημαντικού ποσοστού στην Alpha Bank.
Οπως λένε αναλυτές, οι κινήσεις του ιταλικού ομίλου προσπερνούν τα πολιτικά εμπόδια και καλλιεργούν τις συνθήκες για μία τραπεζική ένωση στην πράξη. Στην κορυφή της ατζέντας του CEO της Unicredit Αντρέα Ορσέλ σε αυτή τη φάση είναι η αύξηση του ποσοστού στην Commerzbank στην περιοχή του 30%.
Η είσοδος στο μετοχικό της κεφάλαιο ξεκίνησε μόλις τον Σεπτέμβριο του 2024 με ένα αρχικό μερίδιο στο 9%, το οποίο πλέον έχει αυξηθεί στο 26%, παρά τις αντιδράσεις της γερμανικής κυβέρνησης. Eχει ήδη λάβει δε την απαιτούμενη έγκριση από την ΕΚΤ για την αύξησή του έως και το 29,9%.
Η ουσία της ΕΕ
Σε δηλώσεις του μετά τη συνάντηση με τους CEO των Alpha Bank και UniCredit, Βασίλη Ψάλτη και Αντρέα Ορσέλ αντίστοιχα τον περασμένο Ιούνιο, ο υπ. Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης τόνισε ότι η επένδυση του ιταλικού ομίλου στην Ελλάδα «δεν είναι αμιγώς ελληνική υπόθεση. Είναι και ευρωπαϊκή.
Γιατί αναδεικνύει την ουσία της ΕE: μια ενιαία, ανοικτή αγορά, όπου οι επενδύσεις δεν γνωρίζουν σύνορα και η οικονομική συνεργασία λειτουργεί προς όφελος όλων»
