Το «χαρτί της οικονομίας» και το άλμα που δεν ήλθε ποτέ

Το «ελατήριο της ανάπτυξης» δεν εκτινάχθηκε και ο παραγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας είναι περιορισμένος παρά τις υψηλές επιδόσεις των δημοσίων οικονομικών

Οι ελληνικές οικονομικές εξελίξεις αντιμετωπίζονται από τους περισσότερους των διεθνών αναλυτών ως εξαιρετικά ικανοποιητικές, ειδικά στο παρόν διεθνές περιβάλλον υψηλών αβεβαιοτήτων και γεωπολιτικής αστάθειας. Και είναι ακριβές ότι οι περισσότεροι των δεικτών παραπέμπουν σε μια οικονομία αναπτυσσόμενη και εξελισσόμενη κόντρα σε όλους τους καιρούς και σε όλους τους ανέμους.

Οι ρυθμοί ανάπτυξης υπερβαίνουν σημαντικά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο τα τελευταία χρόνια, εντός της ζώνης του 2%-2,5%, παρά τους πολέμους και τις γεωπολιτικές αναστατώσεις που επηρεάζουν σημαντικά τις οικονομικές εξελίξεις παγκοσμίως.

Πλεονάσματα

Οι επιδόσεις των δημοσίων οικονομικών επίσης είναι εντυπωσιακές. Η άλλοτε δημοσιονομικά ελλειμματική ελληνική οικονομία έχει ξεφύγει από τις μνημονιακές απαιτήσεις των πρωτογενών πλεονασμάτων, έχει ξεπεράσει και αυτήν ακόμη την αρχή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και πλέον οι ετήσιοι ελληνικοί προϋπολογισμοί δημιουργούν καθαρά πλεονάσματα.

Το δημόσιο χρέος, παρότι υψηλό, βαίνει ταχέως μειούμενο, το ελληνικό κράτος προβαίνει συστηματικά σε πρόωρες αποπληρωμές διεθνών δανείων, η διαχείρισή του είναι ευχερής, τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων υποχωρούν, καλύπτοντας την άλλοτε μεγάλη διαφορά από τα αντίστοιχα γερμανικά και εκτιμάται ότι στα επόμενα χρόνια θα υποχωρήσει σε ανεκτά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Ο πληθωρισμός, παρά τις εξάρσεις του, ακολουθεί και αυτός με χαρακτηριστική βραδύτητα όμως τις ευρωπαϊκές τάσεις υποχώρησης στη ζώνη του 2%, λόγω κυρίως της έλλειψης ανταγωνιστικών συνθηκών στις επιμέρους εγχώριες αγορές.

Οι προοπτικές

Επιπλέον, υπό την επίδραση των παραπάνω συνθηκών η ανεργία κάμπτεται, έχει κατέλθει σε μονοψήφια ποσοστά έπειτα από πολλά χρόνια και οι μισθοί, έστω αργά, βαίνουν αυξανόμενοι. Το ενδιαφέρον επίσης είναι ότι σε αυτές τις συνθήκες η ελληνική οικονομία προσελκύει σταθερά τα τελευταία χρόνια ξένες άμεσες επενδύσεις ύψους περίπου 4,5-5 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Οι μισές από αυτές αφορούν κυρίως ακίνητα και τουριστικές δραστηριότητες και οι άλλες μισές καθαρά παραγωγικές μονάδες, ορισμένες από τις οποίες είναι υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Δεν είναι αδιάφορο επίσης το γεγονός ότι οι ελληνικές εξαγωγές παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια σημαντική αύξηση, η οποία συντονίζεται με την αντίστοιχη ποσοστιαία αύξηση των εισαγωγών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ελεγχόμενη η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, το οποίο διατηρείται σχετικά σταθερό στην περιοχή του 6% του ΑΕΠ.

Και οι προοπτικές βεβαίως φαντάζουν θετικές, ιδιαιτέρως αν εξομαλυνθούν υποτυπωδώς οι διεθνείς συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η κατανάλωση παραμένει ενεργή και βαίνει συνεχώς αυξανόμενη, συμμετέχοντας στο μισό της ετήσιας ποσοστιαίας αύξησης του ΑΕΠ.

Πρόοδος και ευημερία

Κοινώς, θα έλεγε κανείς ότι έχουν διαμορφωθεί βάσεις βιωσιμότητας και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ικανές να υποστηρίξουν μεσοπροθέσμως μια περίοδο προόδου και ευημερίας.

Δικαίως λοιπόν ο Πρωθυπουργός «παίζει» το χαρτί της οικονομίας, με αυτό αντιμετωπίζει τις όποιες κρίσεις που κατά καιρούς εμφανίζονται και με αυτό θα πορευτεί στη μακρά πορεία προς τις κάλπες, εκκινώντας από τα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης στις αρχές του προσεχούς Σεπτεμβρίου, όπου αναμένεται να εξαγγείλει και τις νέες πολιτικές μείωσης των άμεσων φόρων, με τις οποίες υπολογίζει να υπερβεί τα κύματα φθοράς και τα σκάνδαλα που συνοδεύουν την εξαετή πια διακυβέρνησή του.

Δεν είναι τυχαίο και ότι η αντιπολίτευση δεν «ακουμπάει» την οικονομία, δεν τη θεωρεί προνομιακό της πεδίο, δείχνει να έχει αποδεχθεί τα όποια αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής, μόνο περιστασιακά ασχολείται μαζί της, όταν π.χ. τα κύματα ακρίβειας την καταδιώκουν ή όταν αναδεικνύονται οι παρενέργειες της αυξανόμενης εξωτερικής ζήτησης ακινήτων, άλλοτε εξαιτίας της ταχείας ανάπτυξης των βραχυχρόνιων μισθώσεων και άλλοτε εξαιτίας των κυμάτων αγοράς ακινήτων από ξένους.

Η τρέχουσα αντιπολίτευση, πέραν των πολλών αδυναμιών που τη χαρακτηρίζουν, έχει και πρόβλημα περιγραφής ενός αξιόπιστου και επαρκούς οικονομικού σχεδίου για το μέλλον. Οι πολίτες έχουν αποδεχθεί σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής, δεν βλέπουν να ορθώνεται απέναντί της κάποια συνεκτική και οργανωμένη αλλαγή της και έτσι καταπίνουν τις υποκλοπές, τις κλοπές του ΟΠΕΚΕΠΕ και όλα τα άλλα που βαραίνουν τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση.

Ιδιο μοτίβο

Ωστόσο υπάρχουν πεδία αμφισβήτησης και ζώνες διαμόρφωσης νέων πολιτικών. Για παράδειγμα, ο κ. Μητσοτάκης επικρίνει με δριμύτητα και δικαίως το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης Τσίπρα του 2015, αλλά αποσιωπά το γεγονός ότι το μείγμα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής διαμορφώθηκε μετά την περιβόητη «κωλοτούμπα» του δημοψηφίσματος και έκτοτε παραμένει εν πολλοίς αναλλοίωτη. Οπως και δεν αποδέχεται ότι η ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας ξεκίνησε με την επιβολή των capital controls εκείνο το ταραχώδες καλοκαίρι και «έτρεξε» αργότερα στον καιρό της πανδημίας.

Οσοι παρακολουθούν από κοντά τις οικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν ότι οι ισχυρές ελληνικές δημοσιονομικές επιδόσεις είναι ευθέως συνδεδεμένες με τις πολιτικές που επελέγησαν τότε. Το πλαίσιο ελέγχου των δαπανών, όπως και εκείνο των συντελεστών του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ, τότε ορίστηκε και παραμένει σε ισχύ δέκα χρόνια αργότερα.

Το μοτίβο της οικονομικής πολιτικής παραμένει το ίδιο. Και είναι αυτό, σε συνδυασμό με την ψηφιοποίηση της οικονομίας, που έφερε στο προσκήνιο σημαντικά τμήματα παραοικονομικών δραστηριοτήτων και επέτρεψε τα υπερέσοδα του προϋπολογισμού. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, σε συνδυασμό με την ψηφιοποίηση και τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης έφεραν τα αποτελέσματα που σήμερα παρουσιάζει ο κ. Μητσοτάκης και επαίρεται για αυτά.

Οι βασικές πηγές

Ολα αυτά τα χρόνια κινείται πάνω στις γραμμές που χαράχθηκαν το 2015 από άλλους και όχι από τον ίδιο. Οσο και αν η προπαγανδιστική του μηχανή διαφημίζει ότι μείωσε κοντά στους 70 φόρους, η αλήθεια είναι ότι το 75% των τρεχόντων εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού προκύπτει από την εφαρμογή των ίδιων φορολογικών συντελεστών και της αυτής κλίμακας του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ επί σχεδόν μία δεκαετία. Από αυτές τις δύο βασικές πηγές πηγάζει ο σημερινός πλούτος του ελληνικού κράτους.

Και στο πεδίο της ανάπτυξης επίσης η αλήθεια είναι ότι δεν έχει να επιδείξει θαύματα. Το άλμα που υποσχόταν δεν ήλθε ποτέ, ούτε το περίφημο ελατήριο εκτινάχθηκε όπως ανέμενε. Και δεν συνέβη γιατί η πολιτική υπήρξε μονομερής, οι πολλοί διαθέσιμοι πόροι δεν διαχύθηκαν όπως θα έπρεπε και ο παραγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας ήταν περιορισμένος.

Σε καιρούς κατά τους οποίους θριαμβεύουν κεντρικώς σχεδιαζόμενες πολιτικές ανάπτυξης ο κ. Μητσοτάκης επέμεινε στην αγοραία φιλελεύθερη εκδοχή των πραγμάτων, η αποτελεσματικότητα της οποίας, οικονομική και κοινωνική, αμφισβητείται ευθέως πλέον σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version