Τζον Μπερ: Η γνήσια ενότητα είναι μια πρόγευση θανάτου

Ο καθηγητής Τζον Μπερ καταθέτει έναν προσωπικό προβληματισμό για το πώς η Νίκαια προδιαγράφει μια χριστιανική ανθρωπολογία που επηρεάζει το πώς σκεφτόμαστε την ενότητα των Εκκλησιών

Τζον Μπερ: Η γνήσια ενότητα είναι μια πρόγευση θανάτου

Ο Τζον Μπερ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν, έχει συγγράψει δύο εμβληματικά έργα για τη θεολογία της Συνόδου της Νικαίας: Ο δρόμος προς τη Νίκαια [The way to Nicaea, SVS Press, Νέα Υόρκη, 2001] και Η πίστη της Νίκαιας [The Nicene Faith, SVS Press, Νέα Υόρκη 2004].

Ως κορυφαίος ειδικός στη θεολογία της Νίκαιας συμμετείχε ως κύριος ομιλητής σε πλειάδα σχετικών συνεδρίων που διεξήχθησαν το 2025. Το ενδιαφέρον του όψιμου έργου του περιστρέφεται γύρω από τη χριστιανική ανθρωπολογία.

Κατέθεσε στο «Βήμα» έναν προσωπικό προβληματισμό για δύο από τα βασικά θέματα της σκέψης του, δηλαδή για το πώς η Σύνοδος της Νικαίας προδιαγράφει μια ιδιαίτερη χριστιανική θεωρία περί του ανθρώπου, η οποία επηρεάζει το πώς σκεφτόμαστε την ενότητα των Εκκλησιών.

Η έρευνά σας περιστρέφεται ταυτοχρόνως γύρω από τη σύνοδο της Νικαίας και τον αρχέγονο χριστιανισμό, αλλά και γύρω από μία χριστιανική ανθρωπολογία, η οποία έχει νεωτερικά φιλοσοφικά χαρακτηριστικά, όπως την οικείωση με τη θνητότητα και την ανάληψη του θανάτου. Ποια είναι η φιλοσοφική και υπαρξιακή επικαιρότητα της Νικαίας;

Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να διευκρινίσουμε τι ήταν και τι δεν ήταν η Σύνοδος της Νικαίας. Προφανώς, η Σύνοδος της Νικαίας δεν ήταν η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, όταν συγκλήθηκε. Αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων ως τέτοια, όταν είχαμε μια δεύτερη σύνοδο που την επιβεβαίωσε κ.ο.κ. Επομένως, η πρόσληψη και η προοπτική είναι επίσης σημαντική με το γεγονός. Ακολούθησε μια ολόκληρη ιστορία συμβόλων, ομολογιών και άρθρων της πίστεως που έλαβαν διαφορετικές μορφές μέσα στους αιώνες.

Η Νίκαια δεν ήταν, ας πούμε, ένα γραπτό σύνταγμα για ένα σώμα. Ήταν ένα τοπικό βαπτισματικό σύμβολο πίστεως, το οποίο προσαρμόστηκε με ορισμένο τρόπο, ώστε να βρεθεί μία κοινή δήλωση πίστεως για όλους, η οποία, όμως, δεν κατανοείτο τότε με τον άκαμπτο τρόπο που πολλές φορές θεωρούμε σήμερα. Βεβαίως, αν δεν υπάρχει ένας κανόνας, ένα κριτήριο, δεν μπορείς να σκεφτείς δημιουργικά. Ωστόσο, σκοπός ήταν η διευκόλυνση της σκέψης, όχι ο περιορισμός της. Έχει σημασία να δούμε τη Νίκαια όχι μόνο υπό το φως του τι ακολούθησε, αλλά και του τι προηγήθηκε. Επρόκειτο, αρχικά, για ένα βαπτισματικό σύμβολο που αναγόταν στην ανάγκη για έναν κανόνα αλήθειας. Σκοπός ήταν να διευκολυνθεί το πώς προσεγγίζουμε ως χριστιανοί την αποκάλυψη του Θεού στον Χριστό και τη δική μας σχέση μαζί του. Αυτό που προσπαθώ σήμερα είναι να εξετάσω πώς διαφορετικά σώματα επιχειρούν να βρουν την ενότητα. Εν προκειμένω και η Ρωμαιοκαθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχονται τη Νίκαια και το Σύμβολό της. Το πρόβλημα δεν είναι στην αποδοχή μιας συνόδου, όπως είναι λ.χ. με τους λεγόμενους «προχαλκηδόνειους» που δεν αποδέχονται την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας.

Σε αυτήν την περίπτωση ποιο είναι το εμπόδιο για την ενότητα;

Ω, η ενότητα δεν πρόκειται να έρθει από αυτήν την πλευρά του θανάτου. Αν ο Χριστός μας δείχνει τι σημαίνει να είναι Θεός με τον τρόπο που πεθαίνει ως άνθρωπος, τότε βρίσκουμε την ενότητά μας με το να πεθάνουμε εν Χριστώ. Αυτό μαθαίνει ένας Χριστιανός σε αυτή τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα του βαπτίσματος, του να σηκώνουμε τον σταυρό μας. Μαθαίνουμε να αναλαμβάνουμε τον θάνατό μας, αλλά δεν έχουμε ακόμη φτάσει σε αυτόν. Και, όταν θα είμαστε εντέλει νεκροί στον τάφο μας, τότε όλοι θα γίνουμε ένα. «Βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης», καθολικός ή ορθόδοξος, όλοι ξαπλώνουμε και γινόμαστε μαζί μία γη. Εν τω μεταξύ, εμπλεκόμαστε απλώς σε μια σειρά διαπραγματεύσεων με έναν ορίζοντα εκκλησιαστικής πολιτικής, που ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που ευοδώνονταν και επιτυγχάναμε μια ένωση μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, το αποτέλεσμα θα ήταν ένας πολλαπλασιασμός των σχισμάτων. Πρώτα από όλα γιατί ένα μεγάλο μέρος των Ορθοδόξων δεν θα δέχονταν την ένωση και θα υπήρχε ένας περαιτέρω κατακερματισμός σε παντοειδείς ομάδες. Αλλά και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα υπήρχαν αντιδράσεις. Επομένως, όπως θα καταλάβατε, είμαι κάπως πεσιμιστής, ως προς τη δυνατότητα ενότητας από αυτή τη μεριά του τάφου.

Ποια σχίσματα έχετε κατά νου;

Ένα μεγάλο μέρος της Ορθοδοξίας του 20ου αιώνα όρισε τον εαυτό της ως μη δυτική, ενάντια στον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Αν υποθέσουμε ότι ανακοινωθεί μια ένωση ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, θα υπάρξει αντίδραση. Θεωρώ πολύ πιο ενδιαφέρον να βοηθήσουμε τον κόσμο να δει τι σημαίνει η λέξη «Εκκλησία». Η λέξη «Εκκλησία» αναφέρεται στην ουράνια μητέρα μας, τη «νέα Ιερουσαλήμ», στη μήτρα της οποίας γεννιόμαστε μέσα από τον θάνατο εν Χριστώ. Και αυτό συμβαίνει σε μία συγκεκριμένη τοπική κοινότητα, σε μια ενορία, γιατί η λέξη «Εκκλησία» χρησιμοποιείται κατ’ εξοχήν για την τοπική κοινότητα. Τώρα, αν υπάρχει ένας αριθμός ενοριών σε μια δεδομένη περιοχή, το έργο τους θα πρέπει να συντονιστεί. Αλλά η «Εκκλησία» δεν είναι αυτό το έργο του συντονισμού, το οποίο ποικίλλει σε διαφορετικές ιστορικές περιστάσεις και έχει ad hoc χαρακτήρα. Και, αν το οργανώσεις με έναν τρόπο, θα συμβούν σχίσματα με έναν άλλο τρόπο. Και πρόκειται απλά για φαινόμενα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μάλιστα, δεν θα ήθελα καν να απαντήσω στην ερώτησή σας ονομάζοντας ότι θα αποσχιστεί η τάδε ή η δείνα εθνική Εκκλησία. Γιατί πώς μπορούμε να μιλάμε για εθνικές Εκκλησίες, όταν εν Χριστώ δεν υπάρχει «Ιουδαίος ουδέ Έλλην» [Προς Γαλάτας 3,28]. Η «Εκκλησία» δεν είναι μια οργάνωση. Αν χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «Εκκλησία» πιο αυστηρά, θα αλλάξει ο ορίζοντάς μας και θα δούμε ότι η εκκλησιολογία δεν αφορά σε ιεραρχίες και δικαιοδοσίες.

Υπάρχει τρόπος να αναζητήσει κανείς την ενότητα «από τα κάτω προς τα πάνω», από τις συγκεκριμένες τοπικές κοινότητες προς την ανά τον κόσμο Εκκλησία;

Ναι, με το να θεωρήσουμε την ενότητά μας εν Χριστώ. Και αυτό είναι κάτι μέσα στο οποίο μεγαλώνει πνευματικώς και ωριμάζει ο καθένας μας. Εμείς μειωνόμαστε, για να αυξηθεί αυτός. Μαθαίνουμε να σηκώνουμε τον σταυρό. Μαθαίνουμε να συμμορφούμαστε με αυτόν. Οπότε το να ελκόμαστε ατομικώς και συλλογικώς από τον Χριστό είναι ένα και το αυτό. Όπως στην εικόνα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, όπου οι πολλές ακτίνες ενώνονται σε ένα κέντρο. Όσο περισσότερο προσεγγίζουμε το κέντρο, τόσο εγγύτερα ερχόμαστε ο ένας στον άλλο και ενωνόμαστε.

Δεν υπάρχει, όμως, στην Εκκλησία και μια διάσταση θεσμικής ορατότητας, η οποία μάλιστα βασίζεται στην ενότητα στη Θεία Κοινωνία;

Αφενός, οι διαφορετικοί θεσμοί χρειάζεται να βρουν πώς θα σχετισθούν μεταξύ τους, για να πετύχουν την ενότητα. Δυστυχώς, το συνηθέστερο είναι ότι παρεισφρέουν ζητήματα πολιτικής, δικαιοδοσίας και ιεραρχίας. Ως προς την κοινωνία, που αναφέρατε, θα ήθελα πραγματικά να τονίσω ότι η ευχαριστιακή κοινωνία είναι μια πρόγευση του θανάτου μας. Όταν ο Χριστός ρωτάει: «μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που πίνω εγώ;» [Κατά Μάρκον 10,38] εννοεί «μπορείτε να μοιραστείτε τον ίδιο θάνατο μαζί μου;». Αυτό που κάνουμε στο βάπτισμα και στην ευχαριστία είναι να προγευόμαστε μυστηριακώς το κοινό τέλος, στο οποίο και βρίσκουμε την ενότητα. Η γνήσια ενότητα είναι μια πρόγευση θανάτου.

Τι θα σήμαινε η θεώρησή σας για την έννοια του «πρωτείου»;

«Όποιος θέλει να είναι πρώτος, ας γίνει ο έσχατος» [Κατά Μάρκον 9,35]. Στον τόμο που είχε επιμεληθεί ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής για το πρωτείο [John Chryssavgis (επιμ.), Primacy in the Church: The Office of Primate and the Authority of Councils, SVS, Νέα Υόρκη, 2016], είχα υπαινιχθεί ότι τα «δίπτυχα» με την τάξη των Εκκλησιών θα μπορούσαν να αναστραφούν, ώστε η πρώτη Εκκλησία να είναι η έσχατη. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον, ότι μια απόφαση θα μπορούσε να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, μόνο αφού θα είχαν συμφωνήσει όλοι οι άλλοι μαζί της. Αυτό, αν το σκεφτείτε, θα σήμαινε μια ακόμη μεγαλύτερη αυθεντία. Το δεύτερο που χρήζει προσοχής είναι ότι ο Πάπας Ρώμης δεν πήγε ποτέ σε καμία από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Μπορεί βεβαίως να υπήρχαν πολλά προσχήματα για αυτό του στυλ «ήρθαν οι βάρβαροι», «είναι κακός ο καιρός» κ.ο.κ. Όμως, εντέλει, ο Πάπας κατόρθωνε να μην πηγαίνει, ενώ κατέφταναν οι «λεγάτοι», οι απεσταλμένοι του. Ο πραγματικός λόγος που ο Πάπας δεν πήγαινε είναι ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια έφεση κατά της συνόδου ακόμη και μετά τη σύνοδο. Επομένως, έχεις περισσότερη αυθεντία ως προεστώς, αν είσαι σιωπηλός. Αυτό ακριβώς είχε διατυπώσει ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας ότι όσο περισσότερο σιωπηλός είναι ο επίσκοπος, τόσο περισσότερο τιμάται.

Πώς θα θεωρούσατε υπό το φως της χριστιανικής σας ανθρωπολογίας τις διαφορές Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων περί του Αγίου Πνεύματος;

Έχει ενδιαφέρον ότι η λέξη «Θεός» δεν χρησιμοποιείται για το Άγιο Πνεύμα στα Σύμβολα, αλλά ούτε και στην Αγία Γραφή. Ενώ ως «θέωση» περιγράφεται το εξής: «εγώ είπα θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες· υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε» (Ψαλμός 81,6-7). Ο Χριστός μάς δείχνει τι σημαίνει να είσαι Θεός με τον τρόπο που πεθαίνει ως άνθρωπος. Δεν ήταν με τα θαύματα ή με τη διδασκαλία του. Οι μαθητές δεν κατάλαβαν το Πάθος. Το Πάθος υπήρξε το σημείο καμπής, όπου μόνο μετά του κατανόησαν οι μαθητές τον Χριστό. Υπό το φως του Πάσχα ανοίγονται οι Γραφές και το καταπέτασμα διασχίζεται. Και έτσι μπορούμε πλέον να διαβάσουμε πώς ο Μωυσής και όλοι οι προφήτες είχαν μιλήσει για αυτόν που έπρεπε να πάθει και να υποφέρει, για να εισέλθει στη δόξα του. Έτσι μας δείχνει ο Χριστός τι σημαίνει ότι είναι Θεός. Όχι με το να δρα με τρόπους που νομίζουμε ότι ταιριάζουν στους θεούς, δηλαδή σαν να ήταν ένα υπεράνθρωπο ον, αλλά με το να πεθαίνει ως ένα ανθρώπινο ον, να πατάει τον θάνατο με τον θάνατο, να χαρίζει τη ζωή σε αυτούς που βρίσκονται στα μνήματα. Αυτό είναι το σημείο που τον ορίζει.

Επομένως, όταν η Νίκαια τονίζει ότι ο Χριστός είναι «ομοούσιος» με τον Θεό Πατέρα μάς δείχνει τι σημαίνει να είσαι Θεός, όχι με έναν θείο τρόπο υπάρξεως, αλλά με τον τρόπο που πεθαίνει ως ένα ανθρώπινο ον. Και την ίδια στιγμή μάς δείχνει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ίδε ο άνθρωπος! Ώστε να μπορέσουμε να εισέλθουμε σε αυτό, σηκώνοντας τον σταυρό μας και ακολουθώντας τον. Έχοντας έλθει στην ύπαρξη με καμία άλλη επιλογή από το να πεθάνουμε, έχοντας έλθει σε μια ύπαρξη που ό,τι και να κάνουμε θα πεθάνουμε, είμαστε παθητικά θύματα του θανάτου, ευθύς εξαρχής από τη στιγμή που ερχόμαστε στην ύπαρξη. Αυτό, όμως, που έκανε ο Χριστός είναι να αναποδογυρίσει τον θάνατο, ώστε ο θάνατος να γίνει ένα μέσο για τη ζωή. Και, μάλιστα, για μια ζωή, η οποία δεν μπορεί να θιγεί από τον θάνατο, γιατί εισερχόμαστε σε αυτήν διά του θανάτου. Σχετικά, λοιπόν, με τη λέξη «Θεός», το σημαντικό είναι ο στίχος του Ψαλμού 81 στον οποίο παραπέμπει ο Ιησούς: «εγώ είπα θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες· υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε». Αυτή είναι η πραγματικότητα που μας παρουσιάζει.

Ποιος είναι τώρα ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος; Ερχόμαστε στην ύπαρξη όπως ο Αδάμ με μία πνοή ζωής, μια πνοή που είναι εγγενώς θνητή, γιατί είναι μια πνοή που εκπνέει. Καλούμαστε να μην προσπαθούμε να διατηρήσουμε αυτήν την πνοή, αλλά να σηκώσουμε τον σταυρό και να ζήσουμε όχι για τον εαυτό μας, αλλά για τους άλλους. Δεχόμαστε το Πνεύμα που χορηγεί τη ζωή, όχι μια πνοή. Αλλά αυτό είναι ένας «αρραβών», μέσα από το βάπτισμα όπου δεσμευόμαστε να πεθάνουμε συμβολικά, δεχόμενοι τον «αρραβώνα» του πνεύματος και εντέλει μέσα από την ανάσταση. Ανασταινόμαστε στη ζωή από το Πνεύμα. Όλη η ιστορία είναι μια κίνηση από την πνοή εν Αδάμ στο Πνεύμα εν Χριστώ. Και όπως κινούμαστε από τον Αδάμ στον Χριστό, το αποφασιστικό βήμα είναι το βάπτισμα. Αλλά το βάπτισμα είναι μια πρόγευση του πραγματικού θανάτου μας. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος «ει δε απεθάνομεν» (αόριστος χρόνος) «συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ» (μέλλων χρόνος) [Προς Ρωμαίους 6,8]. Όμως δεν είμαστε ακόμη νεκροί. Αλλά ο Χριστός προτρέπει «ζήστε, σαν να είστε νεκροί». Νεκροί για την αμαρτία, νεκροί για τον κόσμο. Και το πραγματοποιούμε αυτό διά του δώρου του Πνεύματος που δεχόμαστε ως αρραβώνα της πληρότητας που προσδοκούμε.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version