Τρία χρόνια πριν από τα «Μαγνητικά πεδία» (2021), αυτό το παράξενο road movie που γυρίστηκε με ψίχουλα αλλά έγινε μία από τις επιτυχίες του καλοκαιριού που μας πέρασε στα θερινά (είναι επίσης η επίσημη πρόταση της Ελλάδας για τα Οσκαρ 2023), ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης είχε κάνει το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία με το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Ο χειροπαλαιστής». Θέμα του σε αυτήν είναι ο αδελφός του, ο Παναγιώτης Γούσης, μέσω του οποίου ο Γ. Γούσης αποτύπωσε την ασφυξία που μπορεί να βιώνει ένας νέος άνθρωπος στην επαρχία, εκεί όπου τα όνειρά του μπορεί να μη γίνουν ποτέ πραγματικότητα. Η απροσδόκητη επιτυχία και εκείνης της ταινίας ώθησε τα δύο αδέλφια σε μια μεγάλου μήκους «συνέχειά» της, ένα ντοκιμαντέρ με τον ίδιο τίτλο, όπου «οι συγκρούσεις είναι περισσότερο εσωτερικές παρά εξωτερικές», όπως ανέφερε ο σκηνοθέτης, ο οποίος αναζητώντας την «αλήθεια» του αδελφού του είδε να αποκρυσταλλώνονται στον «Χειροπαλαιστή» αλήθειες και για τον ίδιο του τον εαυτό. Κατ’ αρχάς θα χαρακτηρίζατε τον «Χειροπαλαιστή» αμιγώς ταινία ντοκιμαντέρ; «Ο πρωταγωνιστής και οι συνθήκες που κινηματογραφήσαμε είναι πραγματικές. Επίσης, ο τρόπος κινηματογράφησης βασίζεται στην παρατήρηση και η αφήγηση της ταινίας προέκυψε-διαμορφώθηκε από τα γεγονότα της ζωής του πρωταγωνιστή της. Ομως σε καμία περίπτωση δεν ήταν στόχος μας να κάναμε ένα ρεπορτάζ κυνηγώντας να στοιχειοθετήσουμε την αλήθεια της ζωής ενός ανθρώπου. Ψάχναμε τις δικές μας αλήθειες, με αφορμή τη ζωή του. Και με έναν τρόπο, από τη στιγμή που εμείς σαν δημιουργοί επιλέγουμε τι θα κινηματογραφήσουμε από τη ζωή του πρωταγωνιστή μας και στη συνέχεια μοντάρουμε και κατασκευάζουμε μια ταινία με το υλικό που συλλέξαμε, δεν μπορεί παρά μαθηματικά να οδηγηθούμε στη μυθοπλασία». Τι ήταν εκείνο που βασικά σάς ώθησε να αναπτύξετε το θέμα μιας μικρού μήκους ταινίας σας σε μεγάλου; «Κατ’ αρχάς, έχει ενδιαφέρον ότι η μικρού μήκους με τη μεγάλου έχουν εν τέλει διαφορετικό θέμα και σίγουρα αυτό ήταν σημαντικό κίνητρο για εμάς ώστε να συνεχίσουμε την κινηματογράφηση. Αν το θέμα της μικρού μήκους ήταν η ασφυξία που μπορεί να βιώνει ένας νέος άνθρωπος στην επαρχία, στη μεγάλου μήκους το θέμα είναι περισσότερο ψυχαναλυτικό και αφορά την ασφυξία που νιώθει ένας νέος άνθρωπος με τον εαυτό του και τα κοινωνικά στερεότυπα της επιτυχίας, της ευτυχίας, της απόλυτης νίκης ή απόλυτης ήττας, χωρίς αυτό να ταυτίζεται απαραίτητα με έναν τόπο». Στο σημείωμά σας για τον «Χειροπαλαιστή» αναφέρεστε στο ενδεχόμενο μήπως η ταινία αναρωτιέται για το πού βρίσκεται τελικά η ευτυχία: μέσα στην ταλάντωση των δύο «αθλητικών» πλευρών του αδελφού σας που προσπαθούν ή στην ενδεχόμενη νίκη ή ήττα τους; Εσείς τι νομίζετε; «Η ζωή του αδελφού μου και ο τρόπος που συμβαίνουν τα γεγονότα μάς οδήγησαν να σκεφτούμε πως τελικά ίσως και να είναι μάταιο να ψάχνουμε την ευτυχία στο άκρο της καμπύλης και στο νικητήριο τέλος. Γιατί έτσι μπορεί και να αγνοήσουμε τις πολλές μικρές χαρές που σου δίνει ο ίδιος ο αγώνας. Προσωπικά γοητεύομαι πολύ περισσότερο από τη λάμψη των ανθρώπων τη στιγμή της αγωνίας και της προσπάθειάς τους παρά από τη λάμψη της νίκης τους. Στοχεύοντας μόνο στη νίκη χάνουμε τη χαρά της προσπάθειας». Πόσο άλλαξε, αν άλλαξε, τη ζωή σας η απρόβλεπτη επιτυχία της ταινίας «Μαγνητικά πεδία» και τι συναίσθημα νιώσατε να επικρατεί μέσα σας ακούγοντας ότι επελέγη από το κράτος ως επίσημη ελληνική πρόταση για το Οσκαρ διεθνούς ταινίας 2023; «Πρακτικά η ζωή μου καθόλου δεν άλλαξε. Χαρά περισσότερο νιώθω, και αυτή την έχω πάρει από τον κόσμο που αγάπησε την ταινία και μας μετέφερε την ενέργειά του. Νιώθω μεγάλη όρεξη να ξαναδουλέψω με τους συνεργάτες μου σε νέα πρότζεκτ. Οσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, χαρά ένιωσα και πάλι. Είναι πολύ τιμητικό να επιλέγουν το έργο σου το σύνολο των συναδέλφων σου και το κράτος, για να τους εκπροσωπήσει σε έναν θεσμό αυτού του βεληνεκούς. Προσωπικά θεωρώ πως αυτή η απόφαση, για μια low budget ταινία σαν τη δική μας, δείχνει ότι πλέον δεν υπάρχουν προκάτ αντιλήψεις σε ό,τι έχει να κάνει με την γκλαμουριά μιας ακριβής παραγωγής, που θεωρούσαμε παλαιότερα ότι αρκεί για να εντυπωσιάσει το Χόλιγουντ». Πέρα βέβαια από την ίδια την ταινία, τι ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που αποκομίσατε από τα guerilla γυρίσματα των «Μαγνητικών πεδίων»; «Αυτό που αποκομίσαμε και θα θέλαμε να πάρουμε μαζί μας και στις επόμενες δουλειές μας είναι η δημιουργική ελευθερία και απελευθέρωση που μας προσέφερε αυτό το είδος γυρίσματος. Το μικρό και ευέλικτο συνεργείο μπορεί εύκολα να αλλάζει πρόγραμμα και να προσαρμόζεται στις ανάγκες της στιγμής. Επίσης, όλες οι πρακτικές δυσκολίες ενός τέτοιου γυρίσματος περιόριζαν τόσο πολύ τις επιλογές και τα εργαλεία μας που μας οδηγούσαν στο να απλοποιούμε και να γινόμαστε εφευρετικοί με τα ελάχιστα μέσα στη διάθεσή μας. Μακάρι να καταφέρουμε να κρατήσουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης και στο μέλλον». Πόσο δημιουργικά μπορεί να λειτουργήσει ένας νέος κινηματογραφιστής σε μια περίοδο ολοφάνερης κρίσης στον κινηματογράφο, και όχι μόνο τον ελληνικό; «Δυστυχώς δεν έχω την εμπειρία των παλαιότερων καιρών για να μπορώ να συγκρίνω. Για εμάς, ακόμα και αν δεχτούμε ότι υπάρχει κρίση, αυτός είναι ο καιρός μας, τώρα, δεν θα έχουμε άλλον, και σε αυτόν πρέπει να πορευτούμε όσο πιο δημιουργικά γίνεται. Αν η ανάγκη σου να κάνεις ταινίες δεν καταλαγιάζει εύκολα, θα βρίσκεις τρόπο να προσαρμόζεσαι στα δεδομένα της εποχής σου και να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, όπως μπορείς». Η ταινία «Χειροπαλαιστής» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή CINOBO.