Μια βραδιά στην Κυψέλη, στον αριθμό 32 της οδού Ιθάκης, στο θέατρο Κάμιρος. Η νέα παράσταση του Παντελή Φλατσούση με τίτλο «Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων» έχει μόλις ολοκληρωθεί. Στέκομαι έξω στο πεζοδρόμιο και παρατηρώ το κοινό που σιγά-σιγά αποχωρεί. Ορισμένοι παραμένουν ακόμη μέσα. Μια κοπέλα κρατά στο χέρι της έναν μαρκαδόρο (με τον οποίο κλήθηκε να γράψει κάπου σε τι ελπίζει). Ενα αγόρι, ενόσω αφαιρεί τα απαραίτητα ακουστικά που του είχαν δοθεί στην αρχή, ελέγχει παράλληλα το προηγμένο κινητό του τηλέφωνο (δεν πληκτρολογούσε πια, δεν απαντούσε σε ερωτήματα, απλά πλην αρκούντως υπαρξιακά). Η δική του συσκευή, όπως και των υπολοίπων, είχε πλέον «αποσυνδεθεί», δεν ήταν πλέον συντονισμένη με ό,τι έχει στήσει εκεί ο 36χρονος σκηνοθέτης, μια συμμετοχική συνθήκη «μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας», μια αναστοχαστική συνθήκη που δημιουργεί τον χώρο και τον χρόνο για την αλληλοδιείσδυση ατομικού και συλλογικού. Πάντως αν κάτι έχει κομβική σημασία είναι ότι τόσο η κοπέλα όσο και το αγόρι, άτομα παρόμοιας ηλικίας αλλά άγνωστα μεταξύ τους, μάλλον ενεπλάκησαν στο όλο εγχείρημα εν τέλει, άφησαν δηλαδή τους εαυτούς τους να ενσωματωθούν (χαλαρά και νοσταλγικά) σε αυτό το εν εξελίξει «συναισθηματικό αρχείο» (υπό τη μορφή ζωντανής ραδιοφωνικής εκπομπής) το οποίο γεμίζει ακριβώς από όσα πράγματα δεν έγιναν, από όσα όνειρα δεν εκπληρώθηκαν (μικρότερα ή μεγαλύτερα). Η ανατροπή και το μέτρο «Εμένα μου αρέσει να αποχωρούν οι θεατές και να διερωτούνται αν αυτό που είδαν είναι θέατρο, να μπαίνουν σε τέτοιες σκέψεις ακόμη και αν κάτι τους ξενίζει. Από την άλλη μεριά, για να προκύψει μια τέτοια διερώτηση πρέπει να πληρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις, να υπάρχει ένα πλαίσιο: κείμενο, δραματουργία, υποκριτική. Διότι και στην περίπτωση που θέλεις να λειτουργήσεις ανατρεπτικά, δεν μπορείς να το κάνεις αν δεν τηρήσεις κάποιους όρους και ένα μέτρο» δήλωσε προς «Το Βήμα» τις προάλλες ο Παντελής Φλατσούσης. Τον συναντήσαμε ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας και συζητήσαμε μαζί του. Το «Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων» βασίστηκε σε ανάλογες εμπειρίες του κοινού (πολλοί τις έστειλαν μέσω του Διαδικτύου) ενώ προετοιμάστηκε, πριν από την επίσημη έναρξή του, μέσα από μια σειρά σχετικών podcasts. Εξυπακούεται δε (αυτονόητο για τη συγκεκριμένη σύλληψη) ότι αυτό το ανοιχτό αρχείο αναδιατάσσεται και εμπλουτίζεται από τους καινούργιους κάθε φορά θεατές. «Το θέατρο, επί της αρχής, οφείλει να πυροδοτεί τον διάλογο και τη διαφωνία, ιδίως πάνω σε ζητήματα που καλύπτονται από σιωπή ή αδιαφορία. Ομως τα ματαιωμένα σχέδια, στη σημερινή συγκυρία, αποτελούν πλέον τον πιο κοινό μας τόπο. Δεν αναφέρομαι μόνο στην πανδημία ή στις συνέπειες των πολλαπλών σημερινών κρίσεων, οικονομικών ή εσχάτως πολεμικών. Τα ματαιωμένα σχέδια έχουν να κάνουν, στο βάθος, με τον τρόπο που ζούμε. Ο αστικός τρόπος ζωής έχει, αναπόφευκτα ίσως, και μια άλλη διάσταση, η οποία δεν συζητείται πολύ. Παράγει συνεχώς περισσότερες προσδοκίες από αυτές στις οποίες εμείς μπορούμε να ανταποκριθούμε. Ολοι ανεξαιρέτως βιώνουμε ματαιώσεις, όλοι γνωρίζουμε από ακυρωμένες επιθυμίες. Τα περασμένα (οι ζωές των ανθρώπων, σχεδόν τα πάντα στην κοινωνία, στην πολιτική, στην επιστήμη, στην τέχνη) είναι σπαρμένα από τέτοιες ματαιώσεις, στην ουσία πατάμε πάνω τους. Το κρίσιμο είναι να καταφέρνουμε να ψηλαφίσουμε τα ίχνη των δικών μας ματαιώσεων στο παρόν και να μιλήσουμε ουσιαστικά για αυτές μέσα από μια ευρύτερη οπτική, συνεκτιμώντας το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Με ενδιαφέρει πώς διαπλέκονται οι ζωές μας με τις ζωές των άλλων (αυτών που προηγήθηκαν και αυτών που έπονται) και πώς διαπλέκονται εν γένει οι ζωές των ανθρώπων με τον ιστορικό χρόνο που είναι συνεχής. Με ενδιαφέρει καλλιτεχνικά αυτό, επειδή ακριβώς είναι πολυδιάστατο» είπε. Ο Παντελής Φλατσούσης δεν θεωρεί ότι ανήκει σε μια «ματαιωμένη» γενιά. Παρ’ όλα αυτά, «αν με ρωτήσετε τι πρόκειται να κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενιές, ειλικρινά δεν ξέρω τι να σας πω. Ελπίζω όχι φτώχεια και ψυχοθεραπευτές. Μακάρι να κατορθώσουμε να λύσουμε κάτι τουλάχιστον». Ο ίδιος ενηλικιώθηκε σε ένα σπίτι με γονείς που εκτιμούσαν τις τέχνες, τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο. «Ημουν γενικά ένα κλειστό παιδί. Διάβαζα πολύ και χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο, από τότε ακόμη, με απασχολούσαν έντονα “τα πολιτικά”. Μεγάλωσα σε μια ήπια και δημοκρατική οικογένεια, ως προς τις αντιλήψεις αλλά και τη νοοτροπία. Για κάποιους μπορεί να είναι τετριμμένο αλλά για εμένα πολύ σημαντικό. Εχει περάσει στον τρόπο που εργάζομαι ως καλλιτέχνης, στον τρόπο που συνεργάζομαι με τους άλλους και στον τρόπο με τον οποίο συσχετίζομαι με το κοινό» τόνισε. Η βράβευση και οι ταυτότητες Πριν από μερικές μέρες απονεμήθηκε στον Παντελή Φλατσούση το Βραβείο Κουν 2020/21 (στην κατηγορία Νέου Καλλιτέχνη του Θεάτρου) για τις μέχρι τώρα σκηνοθεσίες του (δεν είναι λίγες) οι οποίες χαρακτηρίστηκαν και «αντιρατσιστικές» επίσης. «Εχω απόψεις. Και θέσεις. Αγωνιώ για την πολιτική και την κοινωνία. Χαίρομαι προφανώς που δεν βραβεύτηκα ως ρατσιστής σκηνοθέτης» αστειεύτηκε. «Θέλω όμως να επισημάνω ότι τα έργα τέχνης έχουν την αυτονομία τους και οφείλουν να αποτυπώνουν την περιπλοκότητα των πραγμάτων. Ο στενός ταυτοτικός προσδιορισμός ενός έργου τέχνης το περιορίζει, αν μη τι άλλο. Σκεφτείτε τον Λουί-Φερντινάν Σελίν, ήταν το άκρως αντίθετο του αντιρατσιστή αλλά έγραψε το “Tαξίδι στην άκρη της νύχτας”, ένα αριστούργημα ύφους για τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και πιθανότατα το κορυφαίο αντιπολεμικό μυθιστόρημα του περασμένου αιώνα» υπογράμμισε με σοβαρότητα. Σχετικά με την έννοια της ταυτότητας (και όχι μόνο την ελληνική, με την οποία καταπιάστηκε επιτυχώς στο «Εθνικό Ντεφιλέ») και τη δική του πορεία στο θέατρο, συμπλήρωσε: «Το γόνιμο είναι να μην οχυρώνεσαι πίσω από μια κλειστή ταυτότητα. Αλλά να χτίζεις συνάφειες με τις πολλαπλές ταυτότητες που σε αποτελούν, τις δικές σου και των άλλων. Είναι αδύνατο να πεις είμαι μόνο αυτό. Διότι τότε αρχίζει η πολεμική. Το θέμα όμως στο πεδίο αυτό είναι οι συμμαχίες». Ο Παντελής Φλατσούσης έμαθε γερμανικά για να παρακολουθήσει την πλούσια παράδοση μιας χώρας, λογοτεχνική και θεατρική. Ψάχνεται πολύ. «Θέλω να ασχοληθώ με τα σπουδαία κείμενα, τα σύγχρονα και τα λιγότερο σύγχρονα, ξένα και ελληνικά. Με απασχολεί η σύνδεσή τους με άλλες καλλιτεχνικές φόρμες. Θέλω να τριφτώ με αυτό το υλικό, να το κάνω δικό μου, να αφήσω τις προτάσεις μου. Η δραματουργία είναι το 70% σε μια θεατρική παράσταση. Καταλαβαίνω ένα κείμενο σημαίνει καταλαβαίνω τι μορφή ζωής εμπεριέχει. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να τη δω πάνω στη σκηνή και ακολούθως να τη μοιραστώ». «Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων» σε σκηνοθεσία Παντελή Φλατσούση, στο θέατρο Κάμιρος. Με τους: Γιώργο Κριθάρα, Αλκηστη Πολυχρόνη. Εως τις 5 Ιουνίου, κάθε Τετάρτη με Κυριακή στις 21.30. Διάρκεια: 70’.