Οταν ο Σταμάτης Φασουλής μιλάει για το θέατρο, τη σκηνοθεσία, τις πρόβες, τους ηθοποιούς, ένας ολόκληρος κόσμος, γεμάτος αισθήματα, αρώματα και χρώματα, ζωντανεύει. Ετσι και φέτος, που με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Πρετεντέρη, ανεβάζει την «Κόμισσα της φάμπρικας» (Εμπασσυ). Γραμμένη το 1966 από το δίδυμο Γιαλαμά – Πρετεντέρη, αυτή η φαρσοκωμωδία έρχεται να θυμίσει ότι δεν έχουμε αλλάξει και πολύ.
Με την «Κόμισσα της φάμπρικας» επιστρέφετε στην ελληνική κωμωδία…
«Τη δεκαετία του ’90 ξεκινήσαμε στο Βεάκη και τελικά κάναμε μια πενταετία με ελληνικά έργα, από Τσιφόρο, Διαλεγμένο, Κεχαΐδη μέχρι Παντελή Χορν και τους “Μπαμπάδες με ρούμι” με τους οποίους οι Ρέππας – Παπαθανασίου πρωτοεμφανίστηκαν στη σκηνή. Η σκέψη μου άρχιζε από τη φράση του Κουν, “δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο”. Ο μόνος που έκανε κάτι αντίστοιχο τότε ήταν ο Θανάσης Παπαγεωργίου, αλλά όχι κεντρικά. Κι όλο αυτό το ρεπερτόριο ήταν σε περιφρόνηση. Θυμάμαι όταν ανακοινώσαμε τους “Γαμπρούς της Ευτυχίας” όλοι έλεγαν πως θα πάει άπατο. Ανέβασα και το “Βίρα τις άγκυρες” στο Εθνικό, το “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” στο Βέμπο με τους Μπέζο – Φιλιππίδη κι όλο αυτό κράτησε ως το 1999-2000. Τότε είπα “εγώ τελείωσα”. Είχε αρχίσει να γίνεται μόδα. Δεν ήθελα να το ξανακάνω σαν μιμητής του ίδιου μου του εαυτού».
Και τώρα;
«Πέρασαν 30 χρόνια. Βρίσκοντας πέρυσι το “Η Αριστερά, η Δεξιά και ο κυρ-Παντελής” (Μικρό Παλλάς) του Σακελλάριου, σκέφτηκα ότι τώρα μπορώ να ασχοληθώ και πάλι. Κόπασε και η μόδα. Η “Κόμισσα της φάμπρικας” είναι ένα έργο που πάντα ήθελα να ανεβάσω – κι έναν Ψαθά, που δεν έχω κάνει. Η “Κόμισσα” έχει αυτό το εξαιρετικό εύρημα με τους τρεις συνονόματους, τρία ξαδέρφια: Ο ένας είναι αστυφύλακας, ο άλλος αριστερός, ο τρίτος διαρρήκτης. Η μικρογραφία σχεδόν της Ελλάδας. Οπότε μόλις μου προτάθηκε ελληνικό έργο, αντιπρότεινα την “Κόμισσα”. Ο Πρετεντέρης ήταν μια μορφή που πάντα θαύμαζα. Ηταν άνθρωπος του θεάματος, έκανε ραδιόφωνο, τηλεόραση, θέατρο, σινεμά, έγραφε σε εφημερίδες. Καθόριζε μια ολόκληρη εποχή. Ημουν φανατικός ακροατής στα “Καθημερινά του καθημερινού”, στο “Ημερολόγιο ενός τρελού”. Ο διάλογος του Πρετεντέρη δεν είναι τόσο λαϊκός όσο του Τσιφόρου, δεν είναι τόσο καθωσπρέπει όσο του Σακελλάριου, είναι κάτι ενδιάμεσο. Δανείζεται από παντού. Μου αρέσει που μια σκηνοθεσία μου θα παίζεται στο Εμπασσυ με έργο του Πρετεντέρη και μια άλλη, πιο κάτω, στο Μικρό Παλλάς με Σακελλάριο. Σαν επίλογος μιας ολόκληρης περιόδου».
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του είδους;
«Το είδος, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γεωργουσόπουλος, είναι φαρσοκωμωδία. Ενδημικό είδος, υβριδικό, θέλει ιδιαίτερη προσοχή – έξω τα είχαν χωρίσει, ή φάρσα ή κωμωδία. Η κωμωδία βασίζεται στην ατάκα, η φάρσα στις συμπτώσεις».
Είναι προϊόν μιας εποχής;
«Ανθισε στις δεκαετίες ’50-’60, πριν από τον Πόλεμο ως τη Δικτατορία. Μετά όλοι φορέσαμε τα αντιστασιακά μας… Η “Κόμισσα” γράφτηκε ανάμεσα στα Ιουλιανά και τη Δικτατορία, και αυτό πρέπει να το τονίσουμε, όχι με την ημερολογιακή έννοια αλλά με έναν τρόπο συμπεριφοράς των ηρώων. Τι σήμαινε γι’ αυτούς “έρχομαι απ’ τη διαδήλωση”: Ο ένας έλεγε “έπιασα τόσους”, ο άλλος “με πιάσανε” και ο τρίτος “ευτυχώς που είχε διαδήλωση στο Σύνταγμα, να κλέψω στο Παγκράτι”… Είναι και η εποχή της μετακόμισης απ’ την αυλή στην πολυκατοικία, με αυτή την ελληνική εφεύρεση, την αντιπαροχή, που μπορεί να κατέστρεψε πολλά σπίτια ή το πρόσωπο της Αθήνας αλλά ωφέλησε σε άλλα. Κατάφερε να κάνει την Αθήνα απ’ τις πρώτες πρωτεύουσες του κόσμου που η ιδιοκατοίκηση είναι σε τόσο υψηλό επίπεδο. Γιατί “άλλο οι ιδέες, άλλο η ζωή”».
Χρειάζονται φρεσκάρισμα αυτά τα έργα;
«Εγώ τα έχω φρεσκάρει όχι σε επίπεδο ατάκας αλλά οπτικής. Αν τα βγάλουμε απ’ τη γραφικότητα, τα δείξουμε χωρίς να τα αναπαραστήσουμε και βγει ο λόγος μπροστά, το έργο αποκτά άλλη δύναμη. Επιπλέον, εγώ δεν φροντίζω τον λόγο σαν να ‘ναι τυπικός. Τον κάνω σαν να ‘ναι πραγματικός. Οι οδηγίες προς τον ηθοποιό είναι “πώς θα το ‘λεγες ή πώς το άκουσες αυτό στη ζωή σου”, όχι στο θέατρο. Κι έτσι αυτομάτως ξαναγεννιέται η γλώσσα. Ο,τι παλιά φαινόταν συμβατικό, ηθογραφικό, αν το μπολιάσεις με την αλήθεια της ζωής, όχι της τέχνης, είναι μεγάλη υπόθεση. Ετσι το φρεσκάρεις, χωρίς να το πειράξεις. Στην “Κόμισσα” να ‘χω προσθέσει δέκα ατάκες…».
Λειτουργεί και η νοσταλγία;
«Εγώ θέλω να ξαναγεννήσω τη χαρά τώρα. “Τη νοσταλγία σου εγώ θα τη σκοτώσω” λέει το τραγούδι (σ.σ. “Κλείσε το φως”, Νικολακοπούλου – Κραουνάκης, με τη Δήμητρα Γαλάνη), για να σε μάθω ν’ αγαπάς απ’ την αρχή, προσθέτω εγώ. ‘Η ο στίχος του Εγγονόπουλου “θα την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου”. Πάντα νοσταλγούμε. Αλλά τι να νοσταλγήσουμε το ’60; Τον Πόλεμο, τον Εμφύλιο;».
Το πολιτική ορθότητα εμποδίζει τη δημιουργία;
«Μόδα είναι, θα περάσει. Μετά τη Μεταπολίτευση είχαν ανακαλύψει όλοι τον Μπρεχτ – δεν υπήρχε ΔΗΠΕΘΕ που δεν έπαιζε Μπρεχτ. Πάντα υπάρχουν τέτοια πράγματα, αλλά μην τη φοβάσαι τη μόδα, πεθαίνει πολλή νέα. Αυτή τη στιγμή ζούμε την κατάργηση του λόγου. Ο λόγος έχει αντικατασταθεί από την εικόνα, το μήνυμα, το SMS, και θέλουμε να ‘μαστε περιεκτικοί, συμπυκνωμένοι. Οπότε ο λόγος συμπιέζεται και είναι φυσικό να μην υπάρχει καινούργιος συγγραφέας. Βέβαια, από αυτή την ερημιά και τη στέρηση μπορεί να γεννηθεί κάτι εκρηκτικό. Γιατί η τέχνη γίνεται ή απ’ το περίσσευμα ή απ’ τη στέρηση. Αυτή η στέρηση μπορεί να φτιάξει ένα αρτεσιανό φρέαρ που να μείνουμε όλοι έκθαμβοι – ελπίζω να προλάβω».
Παραμένετε αισιόδοξος…
«Χωρίς αισιοδοξία δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Ετσι και στο θέατρο. Το ’50 νόμιζαν ότι το θέατρο είχε πεθάνει και ξαφνικά έγινε η έκρηξη. Από πού; Απ’ τη Γαλλία με το μπουλβάρ. Κι όμως. Μπέκετ και Ιονέσκο ξεκίνησαν στη Γαλλία και δεν ήταν καν Γάλλοι. Καταπληκτικό».
Πώς ένας καλλιτέχνης παραμένει σύγχρονος;
«Δεν ξέρω, δεν το ‘χω σκεφτεί. Φυσικά υπάρχει πάντα ο διάλογος με τους νέους. Από εκεί και πέρα είναι πώς αντιλαμβάνεσαι το τώρα σε σχέση με σένα. Είναι φορές που όντως αισθάνομαι ότι με ξεπερνάει η εποχή κι άλλες που νομίζω ότι είναι δίπλα μου και περπατάμε χέρι-χέρι. Βαριέμαι να κάνω αυτά που έκανα παλιά, κι αυτό σε ανανεώνει. Υστερα χρωστάω πολλά στο Βραβείο Χορν γιατί αναγκάστηκα να βλέπω παραστάσεις από πολύ νέους ανθρώπους. Κι έτσι βλέπω πώς προχωράει το θέατρο, άσχετα αν μου αρέσει ή όχι. Αλλά χρειάζεται να μιλάς τη γλώσσα της εποχής σου, ακόμα κι αν δεν σου αρέσει, για να μπορέσεις να συνεννοηθείς. Αλλιώς θα είσαι μόνος σου. Εγώ δεν θέλω τη μοναξιά. Εχω τη ζωή μου με πολύ λίγους ανθρώπους, αλλά έχω όλο το θέατρο μαζί μου. Οταν μπαίνω στην πρόβα, είναι σαν να μπαίνω στις Θέρμες του Καρακάλα – σαν ένα λουτρό ευαισθησίας, ζεστασιάς, αγάπης, ανταγωνισμού, συμφιλίωσης, διεκδίκησης, νεύρων, ευωχίας, ευτυχίας, όλα μαζί. Αυτό το “ξαναφτιάχνω τη ζωή γιατί δεν αντέχω την πραγματική” είναι μεγάλη δουλειά».
Γίνεται σε κάθε παράσταση;
«Ναι. Σε 2-3 παραστάσεις, κι έχω κάνει πάνω από 100, αισθάνθηκα λίγο άβολα – δεν γίναμε όλοι ένα. Η σκηνοθεσία δεν είναι έχω μια ιδέα, έχω κι ένα έργο, πάμε να το ανεβάσουμε. Πρέπει να ακούσεις τα προβλήματα των ηθοποιών, αλλιώς να τα ψυλλιαστείς, να βρεις μια ειλικρινή απάντηση στο πρόβλημά τους – της σκηνής, της ζωής. Να κάνεις τους τεχνικούς να αισθάνονται κι αυτοί καλλιτέχνες, να μοιράσεις την πίτα μαζί τους. Λένε ότι για να πετύχει κάτι ο ηθοποιός, πρέπει να του δείξεις το θέατρο. Οχι, πρέπει να του δείξεις τη ζωή του. Δεν θα πω ποτέ πώς κάνουν κάτι στο θέατρο, αλλά πώς έκανε η μητέρα σου όταν σε είδε έτσι, πώς έκανες εσύ στην πρώτη σου απογοήτευση. Πώς λες το παρακαλώ; Πόσα παρακαλώ έχεις ακούσει στη ζωή σου; Από έναν άνθρωπο που σε παρακαλεί, από κάποιον που σε σνομπάρει, που σε διεκδικεί, που σε ειρωνεύεται; Ποιο θα διαλέξεις για εδώ; Για μένα αυτή είναι η δουλειά του σκηνοθέτη, έτσι είναι το θέατρο. Δεν είναι να πεις “πήγαινε δεξιά, πήγαινε αριστερά”. Αν οι σχέσεις σου δεν είναι προσεγμένες, ανθρώπινες, το θέατρο δεν ανασαίνει».
Αρα ο σκηνοθέτης διαχειρίζεται ανθρώπους;
«Ναι. Αλλά όχι μόνο. Πρέπει και να τους βοηθάει, να υπάρχει το “μαζί”. Αλλά πρέπει να φέρουμε τη ζωή απ’ έξω. Γι’ αυτό και λέω συχνά στα παιδιά στο θέατρο “διαβάστε”, όχι γιατί είμαστε φιλόλογοι αλλά για να μάθουμε κι άλλους ανθρώπους, πέρα απ’ αυτούς που συναντάμε. Γιατί αυτοί που συναντάμε πια είναι πολύ λίγοι – και πολύ ίδιοι. Διαβάζοντας απ’ τη Φραγκογιαννού ως την Εμα Μποβαρί, θα γνωρίσεις διάφορους ανθρώπους, αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να τους βάλεις να αντιστοιχίσουν με κάτι στη ζωή σου και μετά να τους φέρεις στο θέατρο. Δεν μπορείς να κάνεις έναν δολοφόνο και να μην έχεις διαβάσει τη “Φόνισσα”, τον Ρασκόλνικοφ».
Θα γελάσουμε στην «Κόμισσα»;
«Ναι, πολύ, γιατί είναι απ’ τη φύση του γραμμένο έτσι. Αλλά ο σκοπός είναι να πάρουμε και μια θεατρική χαρά, ένα άρωμα θεάτρου μιας παλιάς εποχής που τώρα ξαναγεννιέται – όχι η εποχή, το ίδιο το θέατρο».
Μοιάζει η εποχή, οι χαρακτήρες;
«Ελπίζω να μην έχουμε δικτατορία σε έναν χρόνο! Οσο για τους χαρακτήρες, είναι τόσο, μα τόσο ίδιοι μ’ εμάς. Είναι όλη η Ελλάδα. Ο αριστερός, ο δεξιός και ο κομπιναδόρος. Ο αριστερός, ο δεξιός κι ο ΟΠΕΚΕΠΕ…».
INFO
«Η κόμισσα της φάμπρικας».
Σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια Σταμάτης Φασουλής, σκηνική προσαρμογή Στ. Φασουλής – Αιμιλία Καραντζούλη, σκηνικά Πάρις Μέξης, κοστούμια Ντένη Βαχλιώτη, κίνηση – χορογραφίες Δημήτρης Παπάζογλου, φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης.
Παίζουν: Δήμητρα Ματσούκα, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Σάρα Γανωτή, Αντιγόνη Δρακουλάκη, Νίκος Σταυρακούδης, Γιώργος Μπινιάρης, Ιάσων Παπαματθαίου, Κυριάκος Σαλής, Κοραλία Τσόγκα, Βαγγέλης Σαλευρής, Μαργαρίτα Λουμάκη, Μαρία Ελευθεριάδη.
Πρεμιέρα: Σάββατο 18 Οκτωβρίου στο θέατρο Εμπασσυ.
