Οι ιστορίες ενηλικίωσης δεν είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς όταν φέρνει στο μυαλό του το σινεμά του Φατίχ Ακίν. Ο γερμανός τουρκικής καταγωγής σκηνοθέτης που έγινε παγκοσμίως γνωστός το 2002 με το «Μαζί ποτέ» (Χρυσή Αρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου) μας έχει συνηθίσει σε σκληρή θεματολογία, εναρμονισμένη με την επικαιρότητα της εποχής που οι ταινίες του γυρίζονται, ακόμα και όταν η βάση τους είναι η κωμωδία, όπως συνέβη με τη μεγαλύτερή του επιτυχία, το «Soul Kitchen» (2009). Ποιος μπορεί να ξεχάσει ταινίες όπως το «Μαζί ή τίποτα» (2017), όπου ο Ακίν μίλησε για το φαινόμενο της σύγχρονης τρομοκρατίας, ή το αριστούργημά του «Η άκρη του ουρανού» (2009), μια δεξιοτεχνικά δομημένη οικογενειακή ιστορία μοιρασμένη ανάμεσα στη Γερμανία και την Τουρκία;
Επομένως το «Στο νησί του Αμρουμ» (Amrum), η τελευταία δημιουργία του γεννημένου στο Αμβούργο 52χρονου σκηνοθέτη και σεναριογράφου, είναι κατ’ αρχάς ένα ξάφνιασμα: η ιστορία της, που τοποθετείται στο νησί Αμρουμ της Γερμανίας το 1945 και ενώ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος οδηγείται προς το τέλος του, είναι η ιστορία του 12χρονου Νάνινγκ, που υποδύεται ο αποκαλυπτικός Γιάσπερ Μπίλερμπεκ, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί την αγωνία της μητέρας του η οποία, φανατική ναζίστρια, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει την ήττα της Γερμανίας και την κατάρρευση μιας ιδεολογίας που είχε κυριαρχήσει για χρόνια στον γερμανικό λαό.
Η σύνδεση με το σήμερα
«Για μένα ήταν πολύ επίκαιρο να διαχειριστώ θέματα όπως αυτά που διαχειρίζομαι στο “Νησί του Αμρουμ” γιατί με την κατάσταση που επικρατεί στη δική μου χώρα, για την οποία μπορώ να μιλήσω, ξέρω ότι 12 εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν άκρα Δεξιά» είπε στο «Βήμα» ο Ακίν στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών όπου η ταινία του προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού. «Αυτό σημαίνει πως 12 στους 80 πολίτες είναι στην άκρα Δεξιά. Και αυτό δεν είναι πια το περιθώριο, δεν μιλάμε πια για τους σκίνχεντς των nineties. Είναι ο γείτονάς σου. Είναι ο δάσκαλος των παιδιών σου, είναι – ίσως – ένας ξάδελφος, είναι ακόμα και το παιδί σου. Δεν ξέρεις. Ολα είναι εκεί. Ολα παίζουν. Και ήταν μια ευκαιρία για να μιλήσω για αυτό».
Ηταν όμως ένα ριψοκίνδυνο θέμα; «Οταν γυρίζω μια ταινία δεν σκέφτομαι αν είναι επικίνδυνο ή όχι το θέμα. Τον κίνδυνο τον σκέφτομαι διαφορετικά. Πώς θα κάνω την ταινία ώστε να μην είναι κιτς; Πώς θα τη γυρίσω χωρίς ψεύτικους συναισθηματισμούς; Πώς θα τη γυρίσω έτσι όπως πρέπει; Αυτές είναι οι δυσκολίες, εκεί ελλοχεύουν οι κίνδυνοι, όχι στο ίδιο το θέμα. Εχω κάνει πιο επικίνδυνα πράγματα και έχω επιβιώσει».
Ο Φατίχ Ακίν έχει όντως κάνει ριψοκίνδυνα πράγματα και έχει επιβιώσει, αλλά το έχει κάνει σκαλίζοντας το παρόν της κάθε ταινίας, όχι το ιστορικό παρελθόν. Είναι σκηνοθέτης του τώρα και του σήμερα, δεν συνηθίζει να στρέφει τη ματιά του πίσω και όταν το κάνει, όπως συνέβη με τη «Μαχαιριά» (2014), μια ταινία πάνω στην γενοκτονία των Αρμενίων, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι διφορούμενο. Ομως στην περίπτωση της ταινίας «Στο νησί του Αμρουμ», δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. «Κατ’ αρχάς ήταν στο σενάριο» είπε. «Είναι η μνήμη του μέντορά μου, εκείνος το έγραψε» είπε για τον δάσκαλό του, βετεράνο γερμανό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Χαρκ Μπομ, ο οποίος συνυπογράφει το σενάριο και αρχικά επρόκειτο να αναλάβει και τη σκηνοθεσία (ο Μπομ κρατά και έναν μικρό ρόλο στην ταινία).
Eπιστροφή στην παιδική ηλικία
Ο,τι βλέπουμε στην ταινία είναι εμπνευσμένο από τις παιδικές αναμνήσεις του ίδιου του Μπομ – είναι μια ιστορία μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, το οποίο αλλάζει ριζικά χάρη σε ένα «ταξίδι» στον μικρόκοσμό του, ενώ ο ίδιος ο πλανήτης περνάει κοσμογονικές αλλαγές μετά την ήττα του Χίτλερ.
«Μάλιστα, όταν το συζητήσαμε, εγώ ήμουν εκείνος που έπεισα τον Χαρκ να γυριστεί η ταινία» είπε ο Ακίν για τον δάσκαλό του. «Και αυτό έγινε όταν πριν, επί μερικά χρόνια, είδα ότι υπήρχε ένα κύμα σκηνοθετών που έφτιαχναν ταινίες για τα παιδικά τους χρόνια». Ο Ακίν αναφέρθηκε σε ταινίες όπως το «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν, το «The fablemans» του Στιβεν Σπίλμπεργκ και το «Μπέλφαστ» του Κένεθ Μπράνα. «Eίπα στον Χαρκ “πρέπει να το κάνεις. Γιατί ό,τι και να μου πεις για τους γονείς σου, η μάνα σου ήταν ναζί. Εσύ είσαι εκείνος που πρέπει να το γράψεις”. Στην αρχή δεν ήθελε, αλλά τέλος πάντων τον έπεισα. Οπότε φτάνουμε σε αυτό που λέγαμε προηγουμένως. Μπορεί μια ταινία να τοποθετείται στο παρελθόν αλλά να αφορά το σήμερα;».
Ο Ακίν πίνει μια γουλιά από τον καφέ του. «Την ξέρετε την έκφραση. Το μέλλον είναι τώρα. Είμαστε αυτοί που είμαστε εξαιτίας του παρελθόντος. Το παρελθόν μας φέρνει στο σημείο να αποφασίσουμε τι κάνουμε τώρα και αυτό που κάνουμε τώρα είναι να φτιάχνουμε το μέλλον. Μέλλον, παρελθόν και παρόν είναι το ίδιο πράγμα. Το πώς το φωτογραφίζω και πώς το χρηματοδοτώ σε μια ταινία, είναι κάτι διαφορετικό».
Η φωτογραφία της ταινίας
Και όντως έτσι έγινε. Ο Ακίν αντιμετώπισε με θαυμαστή απλότητα το θέμα του. «Είπα στον διευθυντή φωτογραφίας μου (Καρλ Βάλτερ Λιντενλάουμπ) “θέλω να το κάνουμε απλά”. Οπως το έκαναν παλιά στον νεορεαλισμό. Είδαμε παλιές ταινίες, ok. Αλλά έχουμε σύγχρονα μέσα. Σύγχρονους φακούς. Δεν ήθελα να έχει αυτού του είδους τη νοσταλγική όψη που απεχθάνομαι. Εκεί έπρεπε να προσέξουμε». Ο Ακίν είπε ότι πέρασαν διάφορες ταινίες στο μυαλό του και όχι μόνον παλιές. Ο «Κλέφτης ποδηλάτων» και το «Λούστρο παπουτσιών» του Βιτόριο Ντε Σίκα, η «Νύχτα του κυνηγού» του Τσαρλς Λότον όπως και μεταγενέστερες σαν το «Στάσου πλάι μου» του Ρομπ Ράινερ. «Η κινηματογραφική μου ανατροφή καθόρισε τη σύνδεσή μου με το πρότζεκτ και με αυτή τη συνειδητοποίηση, όλα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους».
