– Τι κάνεις; Πως τα πας; – Επιβιώνω. Οπως όλοι μας… Η παραπάνω στιχομυθία επαναλήφθηκε αρκετές φορές ανάμεσα στον υπογράφοντα και σε γνωστούς του ξένους συναδέλφους που συνάντησε ξανά κατά τη διάρκεια του 74ου Φεστιβάλ των Καννών. Και δίνει ξεκάθαρα το στίγμα της εποχής, από το οποίο δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το κορυφαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, αυτό των Καννών, που έληξε το Σάββατο 17 Ιουλίου. Κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο της Κοτ Ντ’ Αζούρ, η 74η διοργάνωση, που εφέτος μετατέθηκε από τον Μάιο στον Ιούλιο, δεν είχε καμία σχέση με εκείνες παλαιότερων, προ COVID-19 εποχών, όταν οι Κάννες, παρά τη φεστιβαλική τους υστερία, ή ίσως ακριβώς για αυτήν, ήταν το συνώνυμο της απόλυτης κινηματογραφικής γιορτής. Το πρόγραμμα των ταινιών μπορεί να ήταν αυξημένο, όμως την ίδια ώρα οι επισκέπτες ήταν σαφώς μειωμένοι – και μάλιστα κατά πολύ. Δημοσιογράφοι από χώρες όπως η Αμερική, η Μεγάλη Βρετανία και πολλές χώρες της Ασίας αποφάσισαν να μην επισκεφθούν εφέτος τις Κάννες, προφανώς για λόγους ασφαλείας. Η Αγορά του Φεστιβάλ στο υπόγειο του Palais Du FestivaΙ ήταν απελπιστικά άδεια, ενώ η διοργάνωση εφέτος δεν είχε καν τους υπολογιστές που επί σειρά ετών πρόσφερε δωρεάν στους δημοσιογράφους. Αυτό εν μέρει ήταν κατανοητό, καθώς ο κίνδυνος είναι μεγάλος όταν το ίδιο πληκτρολόγιο αλλάζει εκατοντάδες δάχτυλα μέσα στην ίδια ημέρα. Ποιος όμως θα το περίμενε ότι ένα Φεστιβάλ Καννών δεν θα είχε ούτε έναν υπεύθυνο τεχνικού προσωπικού σε επαφή με τους δημοσιογράφους! Αυτό οπωσδήποτε κάτι δηλώνει. Τα μεγάλα ονόματα Οχι βέβαια ότι δεν υπήρξαν αφίξεις μεγάλων σταρ ή προβολές ταινιών που αναμένεται να συζητηθούν. Στο κάτω-κάτω οι Κάννες δεν παύουν να είναι Κάννες και η λάμψη του συγκεκριμένου φεστιβάλ πολύ δύσκολα μπορεί να χαθεί. Και αυτήν ακριβώς έδωσαν αρκετοί αστέρες, σε μια διοργάνωση που αυτή τη χρονιά πραγματικά τη χρειαζόταν κάπως παραπάνω. Ανάμεσα στους αμερικανούς σταρ που περπάτησαν στο κόκκινο χαλί ήταν ο Ματ Ντέιμον για το εκτός συναγωνισμού οικογενειακό δράμα «Stillwater» του Τοντ Μακ Κάρθι, ο Σον Πεν που – μαζί με τα παιδιά του Ντίλαν και Χόπερ Πεν – παίζει στην τελευταία σκηνοθετική δουλειά του, το «Flag day», ο Ανταμ Ντράιβερ για την ταινία «Anette» στην οποία παίζει μαζί με τη Μαριόν Κοτιγιάρ και οι Μπιλ Μάρεϊ, Εντριαν Μπρόντι και Τιμοτέ Σαμαλέ που εμφανίζονται σε μοιρασμένους ρόλους στο εικαστικά ενδιαφέρον αλλά γενικώς απογοητευτικό «The French Dispatch» του Γουές Αντερσον. Πολιτικά ντοκιμαντέρ και… animation Οι Κάννες ανέκαθεν συνδέονταν με την πολιτική και εφέτος αυτό δεν φάνηκε να αλλάζει. Ο Ολιβερ Στόουν, προκλητικός όπως πάντα, παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «JFK revisited: Through the Looking Glass», όπου στην ουσία ισχυρίζεται – και μάλιστα με τεκμηριωμένα στοιχεία – ότι η Επιτροπή Γουόρεν, που είχε αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης της δολοφονίας του προέδρου Τζον Φ. Κένεντι, απέκρυψε ή διαστρέβλωσε στοιχεία που ενδεχομένως θα οδηγούσαν σε άλλα αποτελέσματα. Ο Ρώσος Κίριλ Σερεμπρένικοφ, στον οποίο απαγορεύεται η έξοδος από τη Ρωσία, μίλησε μέσω Zoom στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας του «Η γρίπη του Πέτροφ» για την εφιαλτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή την περίοδο η πατρίδα του. Και η Μαριόν Κοτιγιάρ εμφανίστηκε ως παραγωγός του ντοκιμαντέρ «Bigger than us», το οποίο παρουσιάζει τη δράση ακτιβιστών σε διάφορες χώρες του κόσμου (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας με γυρίσματα στη Λέσβο). Τέλος, ένα πολιτικό κινούμενο σχέδιο άφησε και αυτό το αποτύπωμά του στη διοργάνωση. Αρκετά χρόνια μετά το «Βαλς με τον Μπασίρ», ο Ισραηλινός Αρι Φόρμαν έστησε το δικό του animation παραμύθι πάνω στην ιστορία της Αννα Φρανκ, της μικρής Ολλανδέζας που έγινε διάσημη για το ημερολόγιό της κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν η ίδια καταλήξει στo στρατόπεδο συγκέντρωσης Mπέργκεν-Μπέλζεν όπου και πέθανε το 1945. To «Where is Anna Frank?» («Πού είναι η Αννα Φρανκ;» ) είναι μια ταινία που κατόρθωσε να μιλήσει για τα προβλήματα των καιρών μας χρησιμοποιώντας ως αφορμή μια υπόθεση του παρελθόντος. Η συνέχειά της μετά το Φεστιβάλ των Καννών είναι δεδομένη και μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ καλύτερου κινουμένου σχεδίου 2021 καθόλου απίθανη. Αποκάλυψη Πατακιά, ασταμάτητη Σεϊντού Μια από τις ταινίες που συζητήθηκαν έντονα κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ ήταν το δράμα εποχής «Benedetta», τελευταία δημιουργία του Πολ Βερχόφεν, ο οποίος έχει γράψει τη δική του ιστορία στις Κάννες, όταν το 1991 παρουσίασε εκτός συναγωνισμού το «Βασικό ένστικτο». Κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, ο ολλανδός δημιουργός ουκ ολίγες φορές έχει συνδέσει το σεξ με τη διαστροφή και αυτό ακριβώς συμβαίνει στην «Benedetta», μόνο που εδώ προστίθεται και το θέμα της θρησκείας, οπότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο «βλάσφημα». Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία πραγματεύεται τη ζωή μιας καλόγριας του 17ου αιώνα, της Μπενεντέτα (Βιρζινί Εφιρά), η οποία πίστευε βαθιά μέσα της ότι ήταν η νύφη του Ιησού Χριστού. Επίσης η Μπενεντέτα ήταν ομοφυλόφιλη – αδιανόητο για την εποχή της – και η σχέση της με μια άλλη καλόγρια, την οποία υποδύεται η Ελληνίδα Δάφνη Πατακιά, η οποία κάνει καριέρα και στη Γαλλία, «πυροδοτεί» το πιο προκλητικό κομμάτι της ταινίας. Οι Εφιρά και Πατακιά μοιράζονται ιδιαιτέρως προκλητικές σεξουαλικές σκηνές, στις οποίες πέρα του γυμνού περιλαμβάνεται η αιδοιολειχία αλλά και ένα ξύλινο αγαλματίδιο της Παναγίας το οποίο μετατρέπεται σε όργανο σεξουαλικής απόλαυσης! Μια άλλη ωστόσο ηθοποιός, η Γαλλίδα Λεά Σεϊντού, φάνηκε ότι εφέτος βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα. Τέσσερις (!) ταινίες σε διαφορετικά προγράμματα μετρούσε η 36χρονη πρωταγωνίστρια της ταινίας «Η ζωή της Αντέλ», που το 2013 είχε γίνει το «σκάνδαλο» των Καννών. Ανάμεσα στις ταινίες της Σεϊντού ήταν το «France» του Μπρουνό Ντιμόν στο επίσημο διαγωνιστικό, το «Tromperie» του Αρνό Ντεπλεσέν στις ειδικές προβολές αλλά και το «The French Dispatch» του Γ. Αντερσον. Στις ταινίες που επίσης ξεχώρισαν και αναμένεται να απασχολήσουν πολύ κόσμο με τη διανομή τους στις ελληνικές αίθουσες ανήκουν επίσης το οικογενειακό δράμα του Νάνι Μορέτι «Τρεις όροφοι», το παράξενο ιρανικό δράμα του σπουδαίου auteur Ασγκάρ Φαραντί «Ghahreman», αλλά και η τελευταία δημιουργία του Ζακ Οντιάρ, το «Les Olympiades», μια από τις καλύτερες από τις πάρα πολλές γαλλικές που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου 12ήμερου.