Ρωσία, 1905. Ο Μεγάλος Δούκας Σεργκέι Αλεξάντροβιτς, γενικός κυβερνήτης της Μόσχας, δολοφονείται από μια ομάδα που πρόσκειται στους Σοσιαλεπαναστάτες. Αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός. Ο Αλμπέρ Καμί, βασισμένος ακριβώς στις Αναμνήσεις ενός τρομοκράτη του Μπορίς Σαβίνκοφ, εμπνεύστηκε το θεατρικό έργο Οι δίκαιοι (Les Justes) που ανέβηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1949 στο παρισινό Théâtre Hébertot σε σκηνοθεσία του Πολ Ετλί. Ο μετέπειτα νομπελίστας συγγραφέας οργανώνει το κείμενό του γύρω από την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα του Ιβάν Καλιάγεφ να εκτελέσει το υψηλό θύμα, να ρίξει τη βόμβα στην άμαξά του, καθότι μαζί του επέβαιναν παιδιά. Η συγκεκριμένη εξέλιξη πυροδοτεί έντονη διαμάχη στο εσωτερικό της ομάδας και δίνει την ευκαιρία στον Καμί να διαπραγματευτεί, με δραματουργικούς όρους, τα ζητήματα της βίας και της ηθικής, τα αιτήματα της επανάστασης και της αγάπης. Αυτό που καθιστά το έργο πολύ ενδιαφέρον, δεδομένης της θεματολογίας του, η οποία σχετίζεται ευθέως με την πολιτική και την τρομοκρατία, είναι ότι στο σύμπαν του Καμί κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Ο Καλιάγεφ συζητώντας με την Ντόρα, στην τρίτη πράξη, της λέει ότι «στο μίσος δεν υπάρχει ευτυχία». Ο ρομαντισμός του Καμί Ετούτη την περίοδο, οι Δίκαιοι παρουσιάζονται στη Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Γιαννοπούλου. «Το Βήμα» συναντήθηκε και συζήτησε με τη σκηνοθέτιδα. «Αυτό που με ελκύει στον Καμί είναι ο ίδιος, θα έλεγα, ο τρόπος που βλέπει τον άνθρωπο και γράφει για την υπόστασή του. Υπήρξε αυτόνομο πνεύμα. Διαφορετικός και ξεχωριστός στο πλαίσιο της εποχής του. Μόνο αφότου ξεκίνησαν οι παραστάσεις συνειδητοποίησα πλήρως και πόσο ανθεκτικός παραμένει στις συνειδήσεις, ιδίως της νεότερης γενιάς. Ο Καμί ενσαρκώνει έναν ρομαντισμό που τον προσδιορίζει η αθωότητα. Ελεγε πως πρέπει να αναζητούμε πρώτα το καλό στους ανθρώπους. Τους προσεγγίζει με μια απροκατάληπτη προαίρεση, ακόμη και όταν τους εξετάζει μες στην παραφορά τους. Αυτό συμβαίνει στους “Δίκαιους”. Ο ρομαντισμός του Καμί ενσωματώνει και μια απόσταση, η οποία είναι ερεθιστική από θεατρική άποψη, και για εμένα που σκηνοθετώ και για τους ηθοποιούς και για το κοινό» δήλωσε η ίδια στην εφημερίδα. Ανθρωποι και πολιτική «Εξυπακούεται ότι δεν μπορείς να μιλήσεις για πολιτική (και την οποιαδήποτε επανάσταση) χωρίς τους ανθρώπους, ούτε να μιλήσεις για τους ανθρώπους και την εκάστοτε κατάστασή τους χωρίς την πολιτική. Εκτιμώ ότι δεν είναι τυχαίο που ο Καμί επέλεξε να τοποθετήσει το έργο του σε μια παλαιότερη περίοδο, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Επειδή τότε οι συνθήκες ήταν, ας πούμε, πιο αδρές και απόλυτες ενώ οι προθέσεις των δρώντων υποκειμένων πιο ακατέργαστες, αν θέλετε, μες στην αγνότητά τους. Εκείνοι επιδίωκαν μια ανατρεπτική αλλαγή, αρχικά με τη βία. Ο Καμί, αντιτασσόμενος σε κάθε βία, κάτι για το οποίο κατηγορήθηκε άμεσα ή έμμεσα αρκετές φορές, γράφει για ανθρώπους που είναι έτοιμοι να δώσουν και την ίδια τους τη ζωή υπέρ του σκοπού τους, για ανθρώπους που, εξαιτίας ενός ιδεαλισμού που έχει εισχωρήσει κάτω από το δέρμα τους, δεν θεωρούν εαυτούς δολοφόνους και έτσι το βιώνουν. Προβληματίζουν οι διλημματικοί “Δίκαιοι” του Καμί γιατί μέσα από τις ιδέες μάς επανεγκαθιστούν τραγικά στην πραγματικότητα της ζωής. Σκέφτομαι ότι σήμερα, με τέτοια κατοπινή γνώση και τόσο πολλή Ιστορία στις πλάτες μας, είναι δύσκολο να πούμε ότι, ως άνθρωποι, μπορούμε να είμαστε εντελώς αθώοι ή εντελώς δίκαιοι» είπε η Γιαννοπούλου. Η γερμανική καλλιτεχνική επιρροή Στην παράσταση, όπου το βίντεο (δηλαδή η κάμερα που καταγράφει σε ζωντανό χρόνο τους ηθοποιούς) κυριαρχεί, είναι σαν να παρακολουθούμε τη διαδικασία ενός γυρίσματος. Το έργο του Καμί «σχολιάζεται» και μέσα από την ένθεση «πειραγμένων» ντοκουμέντων, όπως εκείνη η εξόχως άγονη συνάντηση του Ζαν-Πολ Σαρτρ με τον γερμανό τρομοκράτη της RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) Αντρέας Μπάαντερ το 1974 στις φυλακές της Στουτγάρδης. «Προτιμώ και επιλέγω πιο πυκνογραμμένα και απαιτητικά κείμενα. Οι “Δίκαιοι” διαθέτουν μια πύκνωση στο επίπεδο των ιδεών, κάτι που συνιστά μια σκηνική πρόκληση για εμένα. Δεν πιστεύω ότι τα περίπλοκα κείμενα θα έπρεπε να πλησιάζονται με μια διάθεση απλότητας, πολλώ δε μάλλον απλούστευσης, ώστε να “περάσουν” στο κοινό. Το θέμα είναι το περίπλοκο να καταστεί και συναρπαστικό. Η δική μου προσέγγιση είναι πάντα πολυμεσική. Είμαι παιδί της εποχής μου και της γενιάς μου, είμαι παιδί της εικόνας και του βίντεο, της τηλεόρασης και κυρίως του κινηματογράφου. Με καθόρισε η ταινία “Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια” του Φασμπίντερ στην εφηβεία μου. Θέλω να βλέπω τις κάμερες, ακόμη και ως αντικείμενα, στο θέατρο. Θα τολμούσα να πω ότι, κατά κάποιον τρόπο, κάνω σινεμά επί σκηνής. Κατά τα λοιπά, αντιμετωπίζω τη θεατρική πράξη ως ένα δυναμικό σύνολο με ορίζοντα το θέαμα, μια δυνητική μείξη ετερόκλητων ερεθισμάτων, όπου μπορώ να επιστρατεύσω ανοιχτά κάθε σύγχρονο εργαλείο. Το καθένα δίνει κάτι, προσθέτει κάτι. Γενικώς, μου αρέσουν τα πολλά πράγματα πάνω στη σκηνή, μια κάποια πληθωρικότητα, και ως ιδιοσυγκρασία δηλαδή, δεν είμαι καθόλου μίνιμαλ» τόνισε η Γιαννοπούλου, απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών, γεννημένη στην Αθήνα αλλά μεγαλωμένη «στο όμορφο Ναύπλιο» ως κόρη δύο γιατρών. Γερμανομαθής η ίδια, επικαλέστηκε αργότερα, ως αναφορές της, καλλιτέχνες όπως ο γερμανός σκηνοθέτης Φρανκ Κάστροφ και η αυστριακή χορογράφος και περφόρμερ Φλορεντίνα Χόλτσινγκερ, ενώ ανακάλεσε και την περίοδο κατά την οποία (με υποτροφία του Ινστιτούτου Γκαίτε) συνεργάστηκε στο Αμβούργο με τους σκηνοθέτες Κρίστοφ Μαρτάλερ και Ρενέ Πόλες ως «μία από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου». «Οι δίκαιοι» του Αλμπέρ Καμί, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Γιαννοπούλου. Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Σκηνή Ωμέγα). Ως τις 19/02. Παίζουν: Γιώργος Κισσανδράκης, Γωγώ Παπαϊωάννου, Μιχάλης Πητίδης, Βασίλης Σαφός. Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές, τις μέρες και τις ώρες της παράστασης στην ιστοσελίδα: https://www.dithepi.gr/el/events/4765/ Στο τιμόνι της Πειραματικής Σκηνής Η Κατερίνα Γιαννοπούλου, διαδεχόμενη τον Γιώργο Κουτλή, είναι υπεύθυνη της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου για τη θεατρική περίοδο 2023-2024. «Είναι μια ευθύνη δύσκολη αλλά και ωραία. Επεξεργαζόμαστε ήδη τις προτάσεις που κατατέθηκαν. Είναι πολλές και παθιασμένες, αυτό είναι ενθαρρυντικό και παρήγορο, σε μια χώρα που επικρατεί η απογοήτευση. Πιστεύω όμως ότι είναι καλύτερο, εφόσον απελπιζόμαστε, να απελπιζόμαστε παρέα τουλάχιστον. Την Πειραματική Σκηνή την έχω στο μυαλό μου ως έναν ζωηρό τόπο συνάντησης και ανταλλαγής και συνομιλίας. Καλούμαστε να ξαναδούμε, ει δυνατόν εξαρχής, τα εργαλεία και τους τρόπους μας. Να διερευνήσουμε τις σημερινές δυνατότητες της θεατρικής πράξης. Δεν ξεχνώ, τέλος, ότι η Πειραματική Σκηνή πρέπει να γίνεται από νέους ανθρώπους και να απευθύνεται προς νέους ανθρώπους».