«Οσο και να μετανιώνω/ Κάθε κρίμα μου πληρώνω/ Και για όλα και για όλα φταις εσύ». Την προπερασμένη Πέμπτη, το τραγούδι «Μ’ έκανες παιδί του δρόμου» του Γιώργου Μητσάκη, από το οποίο οι παραπάνω στίχοι, είχε την τιμητική του στο νυχτερινό κέντρο «Akanthus» (πρώην «Vox») στην Ιερά οδό. Οχι νύχτα όμως. Μεσημέρι. Aπό το μεσημέρι μέχρι το απόγευμα, το συνεργείο της ταινίας «Φαντασία» του σκηνοθέτη Αλέξη Καρδαρά κινηματογραφούσε ξανά και ξανά τη Ρένα Μόρφη, με τον μπουζουξή Μανώλη Καραντίνη δίπλα της, να τραγουδά αυτό το τραγούδι. Τραγουδίστρια η ίδια (αυτή την εποχή ετοιμάζει το δεύτερο άλμπουμ της) και μέλος του συγκροτήματος Ιμάμ Μπαϊλντί, η Ρένα Μόρφη κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο της με τη «Φαντασία», την ιστορία της Φωτεινής, μιας ταλαντούχας τραγουδίστριας (κόρη τραγουδίστριας – Βίκυ Παπαδοπούλου), την οποία παρακολουθούμε κυρίως στη δεκαετία του 1990 (1992-1994), όταν το λαϊκό ελληνικό τραγούδι βρισκόταν σε παρακμή. Δίπλα της ο Χρηστάκης (Στέλιος Μάινας), καταξιωμένος μπουζουξής και συνθέτης του λαϊκού τραγουδιού και ο Κόκκινος (Γιάννης Στάνκογλου), ανερχόμενο αστέρι της λαϊκο-πόπ κουλτούρας (ένα από τα highlights της ταινίας που με καμάρι μας έδειξε στο κινητό του ο executive producer Κωνσταντίνος Μοριάτης, είναι ένα βιντεοκλίπ τραγουδιού του Κόκκινου φτιαγμένο πάνω στο πρότυπο των βιντεοκλίπ εκείνης της εποχής, είδος με το οποίο ο Καρδαράς έχει ασχοληθεί). Αυτό είναι το πλαίσιο της ταινίας, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ένα μελόδραμα. «Η σκηνή είναι το μέρος όπου βγάζω ολοκληρωτικά τον εαυτό μου» μας είπε η Ρένα Μόρφη, «και γι’ αυτό βρήκα τον ρόλο της Φωτεινής αρκετά οικείο. Φτιάχνοντας έναν χαρακτήρα είχα την ευκαιρία να εκφράσω το συναίσθημα που νιώθω ως τραγουδίστρια εντός αλλά και εκτός σκηνής». Ακόμα και σήμερα, η Μόρφη δεν ξέρει πόσο κοντά ή πόσο μακριά από εκείνη είναι η Φωτεινή. «Εχει πράγματα τα οποία αρχικώς βίωνα σαν αντιθέσεις αλλά που τελικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων με έκαναν να αλλάξω γνώμη». Εξίσου ενθουσιασμένος όμως φάνηκε και ο Γ. Στάνκογλου, που δεν ήταν μεν στα γυρίσματα της ημέρας εκείνης αλλά μας είπε τηλεφωνικώς ότι ο ρόλος του Κόκκινου του έδωσε την ευκαιρία να υποδυθεί κάτι που δεν είχε ξαναπαίξει. «Θα προτιμούσα να είναι ροκ σταρ βέβαια», συνέχισε χαριτολογώντας ο ηθοποιός, «αλλά ακόμα και ο λαϊκο-πόπ που παίζω είχε τρομερό ενδιαφέρον για μένα που δεν ασχολούμαι με το τραγούδι παρά μόνον όταν τραγουδώ σε παρέες». Στέλιος Μάινας, γνήσιος λαϊκός «Λοιπόν, δεν κουνιέται κανείς! Εκτός από τον Μάινα και τον… πώς είπαμε ότι σε λένε εσένα;»! Η Στέλλα Χαριτοπούλου, βοηθός σκηνοθέτη της ταινίας, ξέρει πώς να επιβάλλεται. Οποτε ακουγόταν η βροντερή φωνή της, σούζα όλοι, ακόμα και ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής («Το τελευταίο σημείωμα»). Στο επίκεντρο της σκηνής της προπερασμένης Πέμπτης δεν βρισκόταν μόνον η Ρένα Μόρφη αλλά και ο συμπρωταγωνιστής της, ο Στ. Μάινας, ο οποίος σύμφωνα με την παραγωγό Ελένη Κοσοβίτσα υποδύεται έναν «γνήσιο λαϊκό άνθρωπο». Στη σκηνή της Πέμπτης, ο Χρηστάκης του Μάινα, σε μια μεταγενέστερη εποχή, στο δεύτερο μισό περίπου της δεκαετίας του 2000, ξαναβλέπει τη Φωτεινή και θυμάται δακρύζοντας το «κάποτε». «Αυτή η ταινία είναι ένα RIP στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι που δεν υπάρχει πλέον» θα μας πει αργότερα ο Στέλιος Μάινας, που δείχνει κατενθουσιασμένος με τον ρόλο. Ο Καρδαράς προτιμά τη λέξη homage αλλά και το ρέκβιεμ. Θυμίζω στον Μάινα ότι η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο σε κάποιες ταινίες του, μια πολύ καλή στιγμή του ήταν και το «Τετάρτη 4.45» του Αλέξη Αλεξίου όπου υποδύθηκε έναν ιδιοκτήτη τζαζ κλαμπ. «Μα παίζω μουσική και θαυμάζω ιδιαίτερα τους μπουζουξήδες, γι’ αυτό και βρήκα το μπουζούκι πολύ οικείο όργανο στην ταινία» μας είπε ο ηθοποιός, ο οποίος μεγάλωσε σε μια εποχή που το μπουζούκι ήταν το όργανο ινδαλμάτων του. Αναφέρει τον Ζαμπέτα, τον Χιώτη. «Το λαϊκό τραγούδι τότε, δεν είχε τη φήμη που απέκτησε μετά με το σκυλάδικο. Ηταν ο απόηχος του ρεμπέτικου. Το σκυλάδικο, δημιουργία των 70ς, είναι μεν κομμάτι του λαϊκού τραγουδιού, αλλά είναι παραφθορά». Παίζοντας ανελλιπώς με τις χάντρες του κομπολογιού του καθότι πρώην καπνιστής, ο Αλέξης Καρδαράς, ένας άνετος άνθρωπος, έχει μεταδώσει μια χαλαρή ατμόσφαιρα στο σετ της «Φαντασίας». «Ο Καρδαράς είναι οι αδελφοί Κοέν σε ένα» φωνάζει από μακριά ο Μάινας για τον σκηνοθέτη και όλοι γελούν. «Διάλεξα τον τίτλο Φαντασία για αρκετούς λόγους, όμως ο βασικότερος είναι ότι η λέξη παραπέμπει αμέσως στο λαϊκό τραγούδι» μας είπε ο σκηνοθέτης. «Η λέξη παίζει σε πολλά τραγούδια, “δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει” κ.λπ.». Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη, το οποίο όπως παραδέχθηκε ο Καρδαράς το σκέφτηκε πρώτος ο Μάινας: η εποχή που διαδραματίζεται η ταινία. «Στη δεκαετία του 1990 η Ελλάδα ζούσε μια φαντασία. Δεν υπήρχε κρίση τότε, όμως ο σπόρος τότε έμπαινε. Αυτό που ξεκίνησε το 1981, άρχισε να φαίνεται στις αρχές της αμέσως επόμενης δεκαετίας. Οπως το ’70 συνειδητοποιήσαμε την αλλαγή που είχαν επιφέρει στην Αθήνα οι πολυκατοικίες που είχαν κτιστεί το ’60. Οι παλαιότεροι μου είχαν πει ότι το ’70 άρχισε να αλλάζει και ο τρόπος ζωής στην Αθήνα». Βέβαια, ένας από τους λόγους που ο Καρδαράς ήθελε στο σενάριο τις αρχές των nineties ήταν για «να συμπέσουν οι γενιές. Ενας τραγουδοποιός καριέρας της παλιάς γενιάς, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, δίπλα στη γενιά που ανέτελλε στη δεκαετία του ’90 – Βίσση, Καρβέλας κ.ο.κ. – που στην ουσία παίρνει τη σκυτάλη. Και είναι επίσης η εποχή που οι παλιοί συνυπάρχουν με τους νέους. Ακόμα τραγουδά η Μοσχολιού, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης βγάζει τον τελευταίο του δίσκο». Αντικαταστάθηκε όμως αυτή η γενιά με κάποια άλλη αντίστοιχη; Μάλλον όχι. «Η παγκοσμιοποίηση έφερε την ποπ τύπου Eurovision και το τραγούδι, πλέον, χάνει την ταυτότητά του. Ακούς ιταλικό, ελληνικό, ρώσικο, σουηδικό, εγγλέζικο και είναι το ίδιο πράγμα. Μόνον οι Γάλλοι κάπως αντιστέκονται. Πολλές ξένες χώρες είχαν χάσει από παλιά την επαφή με τη δική τους λαϊκή μουσική, όμως εμείς την είχαμε ζωντανή. Ομως πια έχει γίνει λίγο αντεργκράουντ». Η δυσκολία στη σκηνογραφία Οσο παράξενο και αν ακουστεί, μια εποχή σχετικά κοντινή με αυτή στην οποία γυρίζεται μια ταινία δεν αναπαρίσταται εύκολα. Αυτό μας επισήμανε ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, έμπειρος σκηνογράφος της «Φαντασίας». «Τα περισσότερα αντικείμενα είτε έχουν πεταχτεί είτε βρίσκονται σε σπίτια και δεν μπορείς να το ξέρεις» μας είπε. «Δεν μπορούσαμε π.χ. να βρούμε σε ποσότητα 50 αυθεντικά μπουκάλια αναψυκτικών της δεκαετίας του ’90. Εβρισκα με το ζόρι δύο-τρία. Αντιθέτως, βρίσκεις πολύ πιο εύκολα σήμερα μπουκάλια του ’50 ή του ’60». Ανάλογα προβλήματα είχε και στα έπιπλα διότι στα 90ς μπήκε στη ζωή του Ελληνα το «ομογενοποιημένο έπιπλο για το σπίτι από συγκεκριμένες μάρκες, το οποίο άλλαξε τα πάντα». Ανάλογα προβλήματα, όχι όμως σε τέτοια έκταση, αντιμετώπισε και ο ταλαντούχος υπεύθυνος κοστουμιών της ταινίας, ο Βασίλης Μπαρμπαρίγος (γνωστός από τις ταινίες «Xenia» και «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα). «Τα 90ς είναι γενικότερα μια εποχή με πολλά δάνεια» κατέληξε ο Στέλιος Μάινας. «Δεν είναι εποχή καθαρή, σε αντίθεση με τα 80s που είναι. Τα 80ς είναι βάτες, στενά, αλογοουρά. Τα 90ς είναι κάτι εντελώς μεταβατικό, κάτι ανάμεικτο, χωρίς ταυτότητα. Μια εποχή που δεν θες να θυμάσαι».