Μιλάμε σχεδόν καθημερινά για το gentrification. Για την αλλοίωση του χαρακτήρα και της ταυτότητας συνοικιών, γειτονιών, περιοχών ολόκληρων που εκχωρούν την ψυχή τους για χάρη του τουρισμού. Βλέπουμε κατοίκους να φεύγουν, σπίτια να μετατρέπονται από εστίες σε assets βραχυχρόνιας μίσθωσης, μικρόκοσμους αληθινής ζωής να παίρνουν τη μορφή θεματικών πάρκων για την αναψυχή των ταξιδιωτών. Είναι το δίχως άλλο εντυπωσιακό, αν όχι καινοφανές, ότι στην Αρχαία Ελεύθερνα συνέβη το ακριβώς αντίθετο.
Η ανασκαφή που ξεκίνησε το 1985 ο καθηγητής και διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Νίκος Σταμπολίδης στον λόφο του Πρινέ καθοδήγησε την αναζωογόνηση μιας ολόκληρης περιοχής. Εγινε αιτία και αφορμή για την επιστροφή των κατοίκων σε χωριά που έμοιαζαν καταδικασμένα στην εγκατάλειψη, δημιούργησε μια κοινότητα που έχει ως ταυτοτικό άξονά της – και καύχημά της – τον αρχαιολογικό χώρο και το Μουσείο, ανέδειξε την Αρχαία Ελεύθερνα σε σημείο αναφοράς για τον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος τρόπος για να τιμήσει ή μάλλον να γιορτάσει κανείς τη σημαδιακή επέτειο των 40 ετών από την έναρξη των ανασκαφών στη νεκρόπολη της Ορθής Πέτρας από μια έκθεση που θέτει στο επίκεντρό της τον άνθρωπο. Εκείνον που έζησε, ρίζωσε και δημιούργησε στην Αρχαία Ελεύθερνα.
Αλλά και αυτόν που πολλούς αιώνες μετά κατάφερε να ανασύρει με κόπο, μελέτη, μεθοδικότητα, προσπάθεια και επιμονή τα ίχνη του δημιουργώντας ένα αφηγηματικό νήμα που ένωσε εκείνο που στον νου μας μοιάζει με μακρινό παρελθόν με το εδώ και τώρα.
Οπως σημειώνει ο καθηγητής Νίκος Σταμπολίδης: «Θεωρήσαμε και θεωρούμε την Αρχαιολογία όχι μόνον ως ερμηνεία του παρελθόντος αλλά ως έμπνευση του παρόντος που χτίζει σταθερά ένα καλύτερο μέλλον μέσα από τη μνήμη, τη γνώση και τη συλλογική δράση: θεωρήσαμε την Αρχαιολογία ως δημόσιο αγαθό».
Αυτό ακριβώς μπορεί να επαληθεύσει κανείς διατρέχοντας τις προθήκες της έκθεσης «Αρχαϊκές Ελίτ: Πολεμιστές και Πριγκίπισσες» που εγκαινιάστηκε στις 29 Ιουνίου και θα υποδέχεται επισκέπτες έως τις 19 Οκτωβρίου. 130 έργα που ταξίδεψαν στην Κρήτη από την Κύπρο, την Ιταλία και την Ισπανία συνομιλούν με τα περισσότερα από 400 ευρήματα της Ελεύθερνας, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα, καθηλωτική, γεμάτη ζωή ιστορική αφήγηση.
Οπλα και αξεσουάρ πολεμικών εξαρτύσεων, όπως κράνη, πανοπλίες, ασπίδες και περικνημίδες, αντικείμενα καθημερινής χρήσης (αγγεία, κύλικες, κρατευτές, κ.λπ.), αλλά και κοσμήματα, περιδέραια και διαδήματα αποκαλύπτουν μικρές αλλά νευραλγικής σημασίας λεπτομέρειες για τη ζωή και την καθημερινότητα αλλά και για τις αποφάσεις και τα συναισθήματα των κατόχων τους, επιβεβαιώνουν τον ανοιχτό – εμπορικό, πολιτιστικό, πολιτικό, φιλοσοφικό – δίαυλο που υπήρχε μεταξύ των πόλεων της Μεσογείου, γίνονται τελικά μαρτυρίες αληθινής ζωής.
Στη φετινή έκθεση του Μουσείου Αρχαίας Ελεύθερνας, για την οποία έφτασαν στις παρυφές του Ψηλορείτη εκθέματα από 18 μουσεία, δεν θα περιδιαβεί κανείς προθήκες στις οποίες φυλάσσεται και εκτίθεται η σκόνη του χρόνου. Αντιθέτως θα δει, θα ακούσει, θα μάθει και πιθανότατα θα ταυτιστεί με κάποιες από τις ιστορίες που έχουν να αφηγηθούν τα έργα τέχνης.
Το νήμα της ιστορίας
Κι αυτό είναι κάτι που αποτελεί όχι μόνο ευχή ή προσδοκία αλλά σκοπό του καθηγητή Νίκου Σταμπολίδη, ή αλλιώς του ανθρώπου που συνέδεσε τη δράση και τελικά την ίδια τη ζωή του με τον σπουδαίο αυτόν τόπο, τη συνέχεια και την οικουμενική ανάδειξή του. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Η Εκθεση “Αρχαϊκές Ελίτ. Πολεμιστές και Πριγκίπισσες” ξετυλίγει όχι μόνον γραμμές τεχνολογικού ή αισθητικού πολιτισμού, γραμμές ιστορικές αλλά κυρίως ανθρώπινες.
Μιλάει για σχέσεις, ταξίδια, επιγαμίες, συνδέσεις, ωσμώσεις, για χαρές και λύπες ανθρώπινες, μέσα σ’ ένα πλέγμα δρόμων, μετακινήσεων και συνδέσεων, σε μια Μεσόγειο που πάλλεται από ζωές ανθρώπων. Κάθε αντικείμενο, μικρό ή μεγάλο, ταπεινό ή πλούσιο, είναι μια κλωστή γύρω από ένα σφονδύλι και μια άτρακτο, όπου υφαίνεται ο ιστός της Πηνελόπης και το πανί μιας αρχόντισσας, όπου η μνήμη ενυπάρχει ακόμα και μέσα από τα ξεφτίδια του χρόνου, όσα οι άνθρωποι, ο καιρός, η φύση μάς παρέδωσαν όχι μόνον για να διατηρήσουμε, αλλά κυρίως για να συνεχίσουμε το νήμα της ιστορίας μέσα στην καθημερινή πράξη που λειτουργεί, αλλά κυρίως που συγκινεί».
