Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης: «Η σιωπή ταιριάζει πολύ στη ζωγραφική»

Ο Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης μιλάει για τη δουλειά που παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο του εικαστικού προγράμματος annexM

Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης: «Η σιωπή ταιριάζει πολύ στη ζωγραφική»

Οταν κοιτάς τους πίνακές του από μακριά, νιώθεις πως συλλαμβάνεις την αίσθηση μιας καθαρής εικόνας: μιας αρχιτεκτονικής λεπτομέρειας, ενός τοπίου εσωτερικού ή εξωτερικού. Οσο όμως πλησιάζεις, οι μικροί πίνακες – που παρά το μέγεθός τους δεν καταπίνονται από το μεγάλο, δυσθεώρητο ύψος της Υπηρεσιακής Αυλής του Μεγάρου Μουσικής, όπου φιλοξενούνται η έκθεση και το εικαστικό πρόγραμμα του annexM – αρχίζουν να διαλύονται. Οι μορφές χύνονται προς άγνωστη κατεύθυνση, το βλέμμα χάνει τα στηρίγματά του. Τίποτα δεν είναι πια συγκεκριμένο· όλα μετατρέπονται σε σκιά: του τόπου που περιγράφουν, αλλά και της εικόνας που νόμισες ότι είδες. Ετσι λειτουργεί και η μνήμη όταν θέλουμε να ανακαλέσει τις αναμνήσεις μας: ποτέ δεν επιστρέφει το γεγονός, μόνο το ίχνος του.

Τα έργα της ατομικής έκθεσης του Ανδρέα Ράγκναρ Κασάπη «Η ντροπή είναι ένα αντικείμενο στο διάστημα», σε επιμέλεια Δανάης Γιαννόγλου – όλα φιλοτεχνημένα την τελευταία πενταετία –, είναι τελικά τοπία ψυχικά, που κουβαλούν ταυτόχρονα ίχνη εγγραφής και αναπόφευκτης απώλειας. Πίνακες, κολάζ και κείμενα, η αφετηρία των οποίων είναι εικόνες αντλημένες από προσωπικά αρχεία, ψηφιακούς χώρους ή μνήμες ανασυσταμένες με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. Αλλωστε, «όσο κι αν κάτι είναι βιωμένο, τελικά όλα μοιάζουν κατασκευασμένα». Ζούμε μέσα σε έναν τεχνητό πολιτισμό που, αναπόφευκτα, καθορίζει τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό μας τοπίο.

Γιατί επιλέξατε την «ντροπή» ως τίτλο και πώς μετατρέπεται από συναίσθημα σε «αντικείμενο στο διάστημα»;

«Για εμένα, είναι από τα πιο επιτακτικά συναισθήματα. Οταν τη νιώθω, αισθάνομαι πως πρέπει να πράξω, να κινηθώ, για να απελευθερωθώ από αυτήν. Αυτό που συχνά παθαίνουμε όλοι οι ζωγράφοι όταν κοιτάζουμε τα αντικείμενα είναι ότι, καθώς τα παρατηρούμε, παρεισφρέουν άλλες σκέψεις: αναμνήσεις, πολιτισμικά μοτίβα. Και τότε το αντικείμενο είναι σαν να αποσύρεται· πρέπει να το ξαναεφεύρεις για να μπορέσεις να το ζωγραφίσεις.

Είναι σαν το ίδιο το αντικείμενο να ντρέπεται, να προσπαθεί να κρυφτεί. Οσο το κοιτάζεις, είναι σαν να το ξεγυμνώνεις, κι εκείνο βάζει τα χέρια του να σκεπάσει το σώμα του, οπότε πρέπει να το φανταστείς ξανά. Εχει να κάνει με αυτή την αίσθηση της απόσυρσης που γεννιέται όταν κάτι – ή κάποιος – βλέπεται. Και ίσως γι’ αυτό νιώθω μια μεγάλη αγάπη για τον Μπέργκμαν, ειδικά για την ταινία του “Η ντροπή”, όπου αυτό το βλέμμα, το εκτεθειμένο και το αποσυρμένο, αποκτά σχεδόν υπαρξιακή ένταση».

Οι φωτογραφίες στα έργα σας λειτουργούν ως αναφορές ή ως συμβάντα που μεταμορφώνονται σε ζωγραφική. Τελικά, η μνήμη μας σήμερα διαμορφώνεται περισσότερο από την εμπειρία ή από τις ψηφιακές εικόνες;

«Με ενδιαφέρει πώς μπορεί να υπάρξει στη ζωγραφική μου μια παρουσία. Υπάρχει σωματικότητα στην ύλη και στον τρόπο που σχεδιάζω, αλλά αυτό που ψάχνω να καταλάβω είναι κάτι απλό: όπως παλιά οι ζωγράφοι κοιτούσαν τη φύση, εγώ κοιτάζω προς το ψηφιακό αρχείο, τη “νέα φύση”.

Στην καθημερινότητά μας κοιτάζουμε φωτογραφίες, δικές μας ή άλλων, σε αλληλουχίες ή αρχεία στον υπολογιστή, φωτογραφίες που για λίγο μας συγκίνησαν. Το ίδιο κάνω κι εγώ, αλλά προσπαθώ να τις κατοικήσω μετά με τη ζωγραφική, να τις κάνω κάτι άλλο. Τις αλλοιώνω, δεν είμαι πιστός σε αυτές τις εικόνες. Υπάρχει μια ανάγκη ζωγραφικής σε αυτές τις φωτογραφίες, οι περισσότερες από τις οποίες, ακόμα και οι δικές μου, μοιάζουν σαν να ανήκουν πια σε κάποιον άλλον».

 

Πώς αντιλαμβάνεστε τη ζωγραφική στη «μετά το Διαδίκτυο» εποχή; Μπορεί να διατηρήσει τη σιωπή της απέναντι στην υπερπαραγωγή εικόνων;

«Η σιωπή όντως ταιριάζει πολύ στη ζωγραφική. Εγώ συνήθως χρησιμοποιώ τη λέξη “βουβαμάρα”. Θεωρώ ότι υπάρχουν και κάποιοι ήχοι, διακριτικοί βόμβοι εντός της, ιδίως στα σημεία που οριοθετούνται κάπως, όπως στις διαφορές των τόνων.

Σίγουρα για εμένα η ζωγραφική αποτελεί ένα είδος τελετής. Είναι μια ανάγκη για αναστοχασμό, για απομάκρυνση από τον θόρυβο, από τη χρηστικότητα, από τη συνεχή απαίτηση για παρουσία και για επίλυση προβλημάτων, τη διαρκή διάθεση για κεφαλαιοποίηση των προφίλ μας. Εχω ανάγκη να την κατοικήσω, να βρεθώ σε μια περιοχή που αισθάνομαι ήρεμα. Η ζωγραφική προσφέρει αυτού του είδους την ασφάλεια».

Παραμένετε πιστός στο μικρό μέγεθος, 40×50 των πινάκων σας. Τι σας κρατά σε αυτή την κλίμακα;

«Ναι, υπάρχει και ένας φετιχισμός σε αυτό. Σκεφτείτε τις εικόνες από τα στούντιο των καλλιτεχνών: πάνω από το κρεβάτι τους υπάρχει πάντα ένας μικρός πίνακας – ή και πολλοί. Προσπαθώ να κατανοήσω και να δουλέψω αυτό το μέγεθος εδώ και δέκα χρόνια, και ακόμα δεν έχει εξαντληθεί. Είναι σαν να κρύβει μια ατελείωτη δυνατότητα, έναν κόσμο συμπυκνωμένο σε μικρό χώρο».

Οσο περνάει ο καιρός, η ζωγραφική σας μοιάζει να πηγαίνει από τη σαφήνεια στη ρευστότητα. Είναι συνειδητή αυτή η μετατόπιση;

«Οσο μεγαλώνω, νιώθω όλο και πιο έντονη την ανάγκη να δω τι πραγματικά συμβαίνει με τη σχέση του αντικειμένου με το περιβάλλον του. Η ίδια η πράξη της παρατήρησης – το τι συμβαίνει μέσα μας, στην αντίληψή μας, καθώς κοιτάζουμε ένα αντικείμενο – γίνεται για εμένα όλο και πιο ρευστή. Μοιάζει το αντικείμενο να αποσύρεται, να χάνεται μέσα στο περιβάλλον του αλλά ταυτόχρονα επανέρχεται όχι πια ως μορφή, αλλά ως λέξη, ως δομή, ως κάτι άλλο.

Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να φεύγει από το εργαστήριο με μια απόλυτη αφαίρεση· χρειάζομαι αυτή τη συνεχή διαπραγμάτευση ανάμεσα στο ορατό και στο άφαντο, στο αντικείμενο και στο περιβάλλον του. Νιώθω πως κάθε φορά επιστρέφω στο ίδιο συμβάν, όμως το συμβάν πάντα απομακρύνεται. Δεν με ενδιαφέρει να περιγράψω τι μας συμβαίνει, αλλά να το “ξεκουρδίσω”, να δω από μέσα τους μηχανισμούς του. Ισως, τελικά, όλη αυτή η διαδικασία να έχει κάτι αναλυτικό, μια προσπάθεια να φωτίσεις το σκοτάδι χωρίς να το ακυρώσεις».

Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής σας φέρνουν στον νου ζωγράφους της Γενιάς του ’30. Νιώθετε να συνδέεστε μαζί τους;

«Μου αρέσει η δουλειά τους, έχω, ωστόσο, ένα ζήτημα με τη Γενιά του ’30, κυρίως λόγω του έντονου εθνικού της προσήμου. Ο τρόπος που διαχειρίζεται πολιτισμικά την ελληνικότητα συχνά κατευθύνεται προς μια αφήγηση που μιλάει για “το κατακλυσμιαίο ελληνικό φως”. Και παρότι η ζωγραφική έχει όντως να κάνει με το φως, η δική μου εμπειρία – καθότι γεννημένος τη δεκαετία του ’80 – είναι ότι υπάρχει και το φως της τηλεόρασης, το φως του δρόμου, τα φώτα των οθονών, χιλιάδες άλλες εμπειρίες φωτός που συγκροτούν τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Εμαθα να σκέφτομαι κυρίως μέσα από τη μουσική και τον κινηματογράφο, μεγαλώνοντας ήταν πάντα στη διάθεσή μου. Τώρα μαθαίνω να σκέφτομαι μέσα από τη ζωγραφική, παρότι δεν την έχω δει από κοντά, δεν έχω ταξιδέψει στα μουσεία. Τη γνώρισα μέσα από τα βιβλία, μέσα από τις αναπαραγωγές. Οπότε η έννοια του ανατυπωμένου έργου, με όλη την τεχνικότητα που το συνοδεύει – τις κιτρινίλες, τα τυπογραφικά λάθη, τις ατέλειες, το φύσημα της κασέτας στη μουσική, αυτός ο απόηχος της παραγωγής – έχει για εμένα κάτι το αυθεντικό και είναι αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο».

INFO

«Η ντροπή είναι ένα αντικείμενο στο διάστημα» στην Υπηρεσιακή Αυλή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ως τις 11 Ιανουαρίου 2026.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version