Χαρούμενη και ικανοποιημένη από τη συνεργασία της με τον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Σωτηρίου αλλά και που μοιράζεται τη σκηνή με τον Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο δηλώνει ευθαρσώς η Ελένη Κοκκίδου. Η δημοφιλής ηθοποιός πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας» (κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στο θέατρο Καρέζη), η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Εντουάρ Λουί, μια συγκλονιστική μαρτυρία για τη ζωή της μητέρας του, το χρονικό μιας γυναίκας που παλεύει να επιβιώσει σε έναν κόσμο που της έμαθε από παιδί να σωπαίνει.
Τη ρωτάω τι θα έλεγε στον γάλλο συγγραφέα αν τον γνώριζε. «Οταν σκεφτείς ότι αυτό το παιδί όντως έχει ζήσει όλα όσα έχει γράψει, δεν έχεις τι να πεις. Σκύβεις το κεφάλι και σωπαίνεις. Αλλο κάνω μυθοπλασία και άλλο μιλάω για τη ζωή μου. Μπορεί να τον συναντήσω και απλώς να βάλω τα κλάματα. Δεν ξέρω τι να πω μπροστά σε αυτή την απίστευτη βία. Αυτό που με σοκάρει στα έργα του είναι το ανυπέρβλητο τείχος που σταματάει αυτούς τους ανθρώπους. Εμείς οι Ελληνες δεν μπορούμε να το καταλάβουμε, γιατί έχουμε διεξόδους.
Είμαστε αλλιώς μεγαλωμένοι, είμαστε σε ένα κλίμα που μας επιτρέπει να πάμε στη θάλασσα, να ρίξουμε μια βουτιά, να βγούμε στον ήλιο, έχουμε μια σχέση με το τραγούδι που μας βγάζει από την καθημερινότητα αυτή τη δύσκολη. Βεβαίως κι εδώ πια δημιουργείται ένα καινούργιο είδος φτωχού ανθρώπου που η μόνη του διέξοδος είναι η τηλεόραση ή η οθόνη του κινητού – η επαφή με τον έξω κόσμο έχει γίνει απόδραση σε μια εικονική πραγματικότητα.
Βλέπεις πρόσωπα άχρωμα, άοσμα και ένα μυαλό που δεν μπορεί να παραγάγει σκέψη. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν κίνητρο να βελτιώσουν τη ζωή τους, να της δώσουν δυνατότητες να ανθίσει με άλλους τρόπους. Παλιά, οι απλοί άνθρωποι – αγρότες, κτηνοτρόφοι, εργάτες – έπαιρναν τη μόρφωση από την οικογένεια. Αυτή τη λαϊκή σοφία που μας αρέσει να λέμε. Τώρα, η οικογένεια δεν έχει αυτή τη δυνατότητα να επηρεάσει τα παιδιά της όπως επηρέαζαν οι δικοί μας. Αν δεν είσαι τυχερός να βρεθείς κάπου, να γνωρίσεις κάποιον, να ακούσεις μια κουβέντα παραπάνω, να σου ανοίξει ένα παράθυρο, την έβαψες».
Η συγκυρία ήταν η σωστή για να ερμηνεύσει αυτόν τον ρόλο. «Χαίρομαι τρομερά που συναντήθηκα με το έργο αυτό. Πάντα με ενδιέφεραν αυτές οι γυναίκες, γιατί πάντα ήξερα ότι η γυναίκα είναι συχνά “υπό”. Το έβλεπα μέσα στην οικογένειά μου. Κι επειδή ήμουν πολύ δυνατό μυαλό και ταλαντούχο παιδί, ήξερα ότι είχα άλλη μοίρα. Καταλάβαινα ότι δεν μπορώ να είμαι η μάνα μου που ανέχεται τα νεύρα του πατέρα μου και δεν μιλάει, ούτε η γιαγιά μου που είχε τον άντρα της “θεό” και δεν υπήρχε περίπτωση να διεκδικήσει κάτι δικό της. Ζούσα αυτή τη γυναικεία καταπίεση μέσα στο σπίτι. Και δεν μιλάω για ξύλο. Με τον τρόπο τους, όμως, τις υποτιμούσαν. Πάντα με ενδιέφεραν και οι λαϊκές γυναίκες ωστόσο, αυτές που δεν είχαν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Πάντα θαύμαζα τον αγώνα τους, την ταπεινότητά τους, το ότι έδωσαν απίστευτη αγάπη αλλά και σκληρότητα στα παιδιά τους, χωρίς να το καταλαβαίνουν».
Οι νέοι και το θέατρο
Ερχονται νέοι άνθρωποι να δουν την παράσταση; «Ευτυχώς, μετά την Covid, το φιλοθεάμον κοινό διευρύνθηκε από νέους ανθρώπους, οι οποίοι – από ένστικτο ή από κουλτούρα από το σπίτι – νιώθουν ότι ο μόνος ζωντανός, ανθρώπινος χώρος που έχει μείνει είναι το θέατρο. Και η μουσική, φυσικά. Η μουσική δεν χάνει αυτή τη λειτουργία της: να μπαίνει και να σε χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά. Η τάση των νέων να έρχονται στο θέατρο δείχνει ότι υπάρχει ανάγκη να βρεθείς με το σώμα σου μαζί με άλλους, να ζήσεις αυτή την τελετουργία. Δεν θέλω να φαίνομαι ότι φέρνω την καταστροφή λόγω ηλικίας – λατρεύω τους νέους. Αλλά αυτούς που θέλουν κάτι να μάθουν από μένα, όπως ήθελα κι εγώ να μάθω από τους προηγούμενους. Ετσι δημιουργείται σχέση.
Τώρα, ένα μεγάλο μέρος των νέων δεν ενδιαφέρεται καθόλου να επικοινωνήσει με προηγούμενες γενιές. Δεν καταλαβαίνουν ότι μέσω του άλλου θα καταλάβεις ποιος είσαι. Αν δεν υπάρχει ο άλλος, μένεις με το είδωλο στον καθρέφτη. Εμείς είχαμε δίπλα μας την κανονική λειτουργία της ζωής: δημιουργώ, πεθαίνω, δημιουργώ ξανά. Οργώνω το χωράφι, ρίχνω τον σπόρο, γίνεται η πορτοκαλιά, μαζεύω το πορτοκάλι, φτιάχνω χυμό. Το σημερινό παιδί βλέπει μόνο τον χυμό στο χαρτονένιο κουτί. Δεν ξέρει πώς έφτασε εκεί. Είναι καταναλωτής.
Θυμάμαι είχαν ρωτήσει κάποτε την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ πώς τα προλαβαίνει όλα: οικογένεια, πανεπιστήμιο, πρυτανείες, συνεντεύξεις, συμβούλια, ταξίδια, είπε: “Είμαι τυχερή που τα έχω όλα αυτά, γιατί το πιο δύσκολο πράγμα είναι να ζει κανείς”. Αν δεν έχεις τι να κάνεις, αντικρίζεις ένα έρεβος κάτω από τα πόδια σου. Τώρα είναι σαν να μην έχουν την ανάγκη – γιατί έχουν το κινητό, τον υπολογιστή, το ρούχο που κάνει 1 ευρώ, γιατί το φτιάχνει ένας σκλάβος στην Ασία. Νομίζεις ότι τα έχεις όλα. Αλλά η ζωή δεν είναι αυτό. Αν δεν έχεις κοπιάσει για τίποτα, πώς θα βρεις πληρότητα; Νομίζεις ότι με τα υλικά αγαθά καθάρισες, και μια μέρα ξυπνάς με κατάθλιψη».
Η αξία του διαβάσματος
Μια και η παράσταση βασίζεται σε βιβλίο, ποια είναι η δική της σχέση με το διάβασμα; «Το είχα αφήσει το διάβασμα τα τελευταία 13 χρόνια, γιατί δούλευα πάρα πολύ. Εκανα τηλεόραση, θέατρο, σινεμά, δεν είχα χρόνο. Οποτε είχα κενό – με το που πατούσα το πόδι μου στη θάλασσα το καλοκαίρι – άνοιγα βιβλίο. Για μένα αυτό είναι το πολυτιμότερο πράγμα στη ζωή: να κάθεσαι να διαβάζεις ένα βιβλίο. Αν με ρωτούσες πώς φαντασιώνομαι τη ζωή μου: σε ένα σπίτι γεμάτο ήλιο, με μουσική και βιβλία. Εχω ακόμα το πικάπ μου… Για τους ηθοποιούς δεν υπάρχει μεγαλύτερη βοήθεια από το να διαβάζουν. Λέω καμιά φορά και γίνομαι παλαιού τύπου: δεν γίνεται να είσαι ηθοποιός και να μην έχεις διαβάσει Ντοστογέφσκι. Αποκλείεται. Για να δεις τι είναι η ανθρώπινη ψυχή – αυτός προηγείται της ψυχανάλυσης και τα έχει πει όλα. Να μη μιλήσω για τους έλληνες τραγικούς, τον Ιψεν, τον Σαίξπηρ. Μιλάνε για τα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου».