Είναι από τις φορές που οι εναρκτήριες αράδες ενός κειμένου δεν δίνουν απλώς τον τόνο αλλά την ουσία ολόκληρης της αφήγησης, με τρόπο συμπυκνωμένο, δηλαδή ποιητικό. «Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός. Τώρα είναι κήπος» διαβάζουμε στο νέο βιβλίο του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά.

Georgi Gospodinov, Ο κηπουρός και ο θάνατος. Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου. Εκδόσεις Ικαρος, 2025, σελ. 232, τιμή 16,60 ευρώ
«Αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για τον θάνατο» γράφει ο διάσημος βούλγαρος συγγραφέας, αφορά τη θλίψη «για τη ζωή που φεύγει», και, σύμφωνα με τον ίδιο, ανάμεσα σε αυτά τα δύο «υπάρχει διαφορά». Ο κηπουρός και ο θάνατος (2024), που έχει ήδη μεταφραστεί σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες, επικεντρώνεται στον πατέρα του Γκοσποντίνοφ (του κυρίου Ντίνιο, ο οποίος πέθανε πρόσφατα από καρκίνο) και αποτελεί, ομολογουμένως, ένα έργο βαθιά ανθρώπινο και πηγαία συγκινητικό. Η μεγάλη μαστοριά εδώ (που αγγίζει και το μεδούλι της λογοτεχνίας ως διαπροσωπικής επαφής, ως μοιράσματος της κοινής μοίρας) είναι ότι κάνουμε συγχρόνως τις αναγωγές μας (βιωματικές, συναισθηματικές, ψυχικές) δίχως όμως να χάνουμε στιγμή από την ιστορία του Γκοσποντίνοφ και του πατέρα του. Η ιστορία τους, με πόνο, με ομορφιά, γίνεται και δική μας…
Κύριε Γκοσποντίνοφ, τι άλλαξε στην καθημερινότητά σας μετά το «Χρονοκαταφύγιο» και την επιτυχία του;
«Τίποτα απ’ τα σημαντικά δεν άλλαξε. Ακόμα νιώθω άνετα με τον εαυτό μου μόνο όταν γράφω. Απλώς έχει γίνει δυσκολότερο να κρυφτώ κάπου για να γράψω. Αν ξέρετε κάποιο καλό κρησφύγετο στην Ελλάδα, παρακαλώ, πείτε μου. Είναι ωραίο που τόσοι πολλοί άνθρωποι στη Βουλγαρία και σε όλα τα Βαλκάνια χάρηκαν με το Διεθνές Βραβείο Booker 2023.
Τώρα είναι ευκολότερο να κλείνω ραντεβού με γιατρούς, επειδή με αναγνωρίζουν. Πριν από λίγο καιρό, μου επέτρεψαν να αφήσω το αυτοκίνητο σε ένα γεμάτο πάρκινγκ. Ο φύλακας εκεί με χαιρέτησε, λέγοντας: “Σας έχω διαβάσει πριν από τo βραβείο”. Γέλασα πολύ. Εν πάση περιπτώσει, κατάφερα να μείνω μόνος και ένα χρόνο μετά έγραψα το βιβλίο για τον πατέρα μου».
Εξ όσων κατάλαβα, «Ο κηπουρός και ο θάνατος» δεν ήταν κάτι προγραμματισμένο…
«Οχι, ήρθε απρόοπτα, λόγω του θανάτου του πατέρα μου. Ανέκαθεν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για πατεράδες, όσους γεννήθηκαν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έζησαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ωσπου, ήρθε ο ύστατος μήνας που πέρασα στο ίδιο δωμάτιο με τον δικό μου πατέρα… Καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι του, του κρατούσα το χέρι, ενίοτε ξάπλωνα κοντά του επειδή δεν μπορούσε πλέον να σηκωθεί. Του διάβαζα ιστορίες, του άλλαζα πάνες, τον ρωτούσα για τα παιδικά του χρόνια ώστε να του αποσπάσω την προσοχή από τον θάνατο. Σημείωνα τα λόγια και τις χειρονομίες του στο σημειωματάριό μου, μαζί με υπενθυμίσεις για τα παυσίπονα που έπρεπε να βρω ή τις οδηγίες του ογκολόγου…».
«Μερικές φορές το βιβλίο μιλάει λατινικά, τη γλώσσα του θανάτου, στις πιο σκληρές σελίδες του. Αμέσως μετά όμως έρχεται η γλώσσα του κήπου, που είναι σωτήρια»
Αυτή η συνύπαρξή σας, στα τελευταία του, καθόρισε άραγε και το είδος του βιβλίου που γράψατε;
«Ο πατέρας μου ρωτούσε συνεχώς για τον κήπο και τον πιστό του σκύλο που είχε αφήσει στο χωριό. Γι’ αυτό και το βιβλίο δεν έχει συγκεκριμένη μορφή – όπως όλα τα βιβλία μου, άλλωστε. Μερικές φορές το βιβλίο μιλάει λατινικά, τη γλώσσα του θανάτου, στις πιο σκληρές σελίδες του. Αμέσως μετά όμως έρχεται η γλώσσα του κήπου, που είναι σωτήρια. Στη συνέχεια έρχονται οι αστείες ιστορίες του πατέρα μου, τις οποίες χρησιμοποιούσα όταν τα πράγματα βάραιναν πολύ. Το είδος αυτού του βιβλίου, αν μπορώ να το πω έτσι, απηχεί το είδος του βουλγαρικού κήπου – σε αυτόν, οι ντομάτες και οι τουλίπες μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα».
Μου φάνηκε ενδιαφέρον που αναγνωρίζετε, τρόπον τινά, ως ρίζα της γραφής σας έναν εφιάλτη, εκείνον με τον πατέρα σας στο πηγάδι…
«Αυτός ο εφιάλτης της παιδικής μου ηλικίας και η παρόρμησή μου να τον καταγράψω, μου άνοιξαν για πρώτη φορά τα μάτια στο θαύμα της γραφής, στις υπερδυνάμεις της. Διότι, πράγματι, αφού κατέγραψα αυτό το τρομακτικό όνειρο, δεν το ξαναείδα ποτέ. Φυσικά, δεν το ξέχασα και ποτέ. Ο φόβος είναι όντως ένας θεμελιώδης λόγος για τον οποίο αφηγούμαστε ιστορίες. Τις αφηγούμαστε για να δαμάσουμε τους εφιάλτες μας, έστω λίγο, τουλάχιστον».
Επισημαίνετε ότι ο πατέρας σας ήταν ο αυθεντικός αφηγητής στην οικογένεια. Φτάσατε σε αυτό το συμπέρασμα μετά τον θάνατό του;
«Οσο ζούσαμε μαζί, ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν ένας αληθινός αφηγητής. Εβλεπα πώς οι ιστορίες του έκαναν όλους τους παρευρισκομένους να σιωπούν και μετά να ξεσπούν σε γέλια. Είχε γλώσσα κοφτερή – μερικές φορές αρκετά ειρωνική, συχνά αυτοσαρκαστική – αλλά στο χιούμορ του ήταν ανελέητος, ακόμα και για τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Ηξερε να βρίσκει τις σωστές λέξεις, να λέει τα πιο σημαντικά με συντομία και ύστερα να αποτραβιέται για λίγο.
Τώρα συνειδητοποιώ ότι ο τρόπος που διηγούνταν τις ιστορίες του διαμόρφωσε σε κάποιον βαθμό τον δικό μου. Και ίσως ήθελα να του δείξω ότι μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Δεν ήταν γενναιόδωρος, εννοώ με επαίνους για τα βιβλία μου. Οι γονείς μας διαβάζουν τα βιβλία μας διαφορετικά – όχι ως λογοτεχνία, αλλά ως εξομολόγηση. Τα διαβάζουν μέσα από ένα δάκρυ που γίνεται μεγεθυντικός φακός».
Με το βιβλίο, πάντως, είναι σαν να προτρέπετε τους αναγνώστες «μιλήστε για τον θάνατο, μη φοβάστε»…
«Οι άνθρωποι όχι μόνο αποφεύγουν να μιλούν για αυτόν, αλλά προσπαθούν και να μην τον σκέφτονται καν, να σφίγγονται, να σκληραίνουν τα συναισθήματά τους. Αυτό που ήθελα να πω με το βιβλίο είναι πως όταν μιλάμε για τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, στην πραγματικότητα μιλάμε για τη ζωή – τη δική του και τη δική μας. Και αυτή είναι η μικρή μας νίκη, η παρηγοριά μας, η συγκίνηση που μπορούν να μας προσφέρουν οι λέξεις. Ο θάνατος είναι μια μαύρη τρύπα – δεν υπάρχουν ιστορίες εκεί και καθαυτός δεν με ενδιαφέρει.
Αυτό που έχει σημασία είναι το σβήσιμο της ζωής, εκείνα τα τελευταία λεπτά όταν σιγά-σιγά κρυώνουμε, αλλά η ζωή είναι ακόμα εκεί. “Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε”, συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου. “Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε όταν μιλάμε για τον θάνατο”, λέω εγώ. Ο θάνατος δεν αφήνει αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις προέρχονται από τη ζωή – τη ζωή που φεύγει, σπιθαμή προς σπιθαμή, λεπτό προς λεπτό. Ο θάνατος παίρνει το άτομο, αλλά δεν μπορεί να πάρει την ανάμνηση. Ο αφηγητής μου στο βιβλίο λέει ότι οι προτάσεις “Ο πατέρας μου πεθαίνει” και “Ο πατέρας μου πέθανε” είναι δύο εντελώς διαφορετικές προτάσεις. Προτιμώ την πρώτη, γιατί ανήκει στην πλευρά της ζωής και των ιστοριών».
Η παιδική ηλικία είναι μια μορφή αθανασίας;
«Στην παιδική ηλικία είμαστε κάπως, πώς να το πω, αθάνατοι πρακτικά και αυτή η αίσθηση είναι ουσιαστική. Γι’ αυτό, καθώς μεγαλώνουμε, επιστρέφουμε εκεί όλο και πιο συχνά – για να θυμηθούμε τις στιγμές που ο θάνατος ήταν ακόμα μακριά. Σε τούτο το βιβλίο, η παιδική ηλικία είναι, από μόνη της, ένας κρίσιμος χαρακτήρας. Βλέπετε, όταν οι γονείς μας πεθαίνουν, η παιδική μας ηλικία τελειώνει ξαφνικά, γιατί έχουν φύγει πια οι τελευταίοι άνθρωποι που μας θυμόντουσαν ως παιδιά. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, εγώ νομίζω ότι γέρασα ξαφνικά».
Γράφετε, επίσης, για αυτή την πολιτισμική δυσκολία που έχουν οι άντρες, ιδίως στα Βαλκάνια, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους…
«Αυτό είναι ένα θέμα που με απασχολεί βαθιά – αυτή η συναισθηματική σιωπή, η αδυναμία να εκφράσουμε την αγάπη μας στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Καθώς έγραφα το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι όλη η δουλειά του πατέρα μου στον κήπο ήταν επί της ουσίας ο τρόπος του να μου λέει “σ’ αγαπώ”. Το έλεγε μέσα από τα κεράσια, τα αχλάδια, τις ντομάτες, τα λουλούδια. Οταν μου τηλεφώνησε και μου είπε: “Οι ντομάτες είναι πολύ καλές φέτος – βρες χρόνο να έρθεις, θα σου μαζέψω μερικές”, αυτό που πραγματικά εννοούσε ήταν: “Ελα να με δεις, μου λείπεις, δεν μου μένει πολύς χρόνος”. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κατηγορήσουμε τους πατεράδες μας για αυτή την αδυναμία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Οι πατεράδες τους ήταν ακόμα πιο σιωπηλοί».
Είδα ξανά, και σε τούτο το βιβλίο, τη σταθερή πρόσδεσή σας στην παράδοση, από τον Ομηρο μέχρι τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε…
«Δημιουργούμε μέσα στη μοναξιά, αλλά και μέσα στην αόρατη κοινωνία όλων των ποιητών, συγγραφέων και φιλοσόφων του παρελθόντος. Οταν κάθομαι να γράψω, συνομιλώ μαζί τους. Οταν σκέφτομαι τη ζωή μου και τις αποτυχίες μου, ανοίγω ένα βιβλίο. Γράφω – ή προσπαθώ να γράψω – μέσα σε ένα δίκτυο νοημάτων. Και καθένα από τα βιβλία μου ανακαλεί κάποιο μέρος αυτής της κληρονομιάς, διατηρώντας ζωντανή τη συζήτηση και τον κανόνα. Δεν μου αρέσει, ωστόσο, να συμμετέχω σε λογοτεχνικά κινήματα.
Πιστεύω ότι τα βιβλία μου είναι αρκούντως αναρχικά, δημιουργούν τα δικά τους είδη. Θέλω τα βιβλία μου να μιλάνε απευθείας στους αναγνώστες. Για να γίνει αυτή η συζήτηση, χρειάζονται δύο πραγματικοί άνθρωποι. Ο αναγνώστης είναι πάντα πραγματικός – με σώμα, ιστορία και φωνή. Θα ήθελα να είμαι το ίδιο – πραγματικός, με σώμα, ιστορία και φωνή. Και γι’ αυτό μάλλον γράφω τόσο συχνά σε πρώτο πρόσωπο, από μια οπτική γωνία κοντά στον εαυτό μου – για να είμαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον αναγνώστη μου».
Και η Ευρώπη σήμερα, κύριε Γκοσποντίνοφ;
«Νιώθω ότι κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ, πρέπει να αφηγούμαστε τις ιστορίες μας, ώστε να θυμόμαστε γιατί βρισκόμαστε εδώ και πάνω σε ποιες αξίες βασίζεται η ευρωπαϊκή μας κουλτούρα – τι δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε. Οταν σταματάμε να αφηγούμαστε, ξεχνάμε εύκολα. Το παρελθόν επιστρέφει πολύ εύκολα, μεταμφιεσμένο σε μέλλον. Οταν ξεχνάμε, γινόμαστε θύματα των λαϊκιστών και των εθνικιστών. Η Ευρώπη είναι πολύ σημαντική για να την αφήσουμε στα χέρια τους».
