Η θέση των λογοτεχνών στην Ακαδημία Αθηνών είναι εκείνη που έχει προκαλέσει τις εντονότερες συζητήσεις. Οι λόγοι και τα θέματα διαφοροποιούνται σε κάθε συγκυρία. Στη Συνεδρία στις 9/1/1930 ο Κωστής Παλαμάς γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, διαδεχόμενος τον αστρονόμο Δημήτριο Αιγινήτη, τον άνδρα ο οποίος, με τα λόγια του ποιητή, «ηυτύχησε να σωματώσει και να φυσήσει πνοήν ζωής εις την παραμένουσαν ασύλληπτον ιδέαν μιας ελληνικής ακαδημίας».
Από τα πρώτα τακτικά μέλη της Ακαδημίας, τα ορισμένα αριστήνδην το 1926, ο Παλαμάς είναι και ο πρώτος λογοτέχνης πρόεδρος της Ακαδημίας. Μόλις μια χούφτα λογοτέχνες συναντούμε στο ίδιο αξίωμα, με τελευταίο τον Θανάση Βαλτινό το 2016.

Η υπογραφή του Κωστή Παλαμά σε πρακτικά συνεδρίας της Ακαδημίας
Η εργασία των ποιητών στις Ακαδημίες, το αν είναι ικανοί να προσφέρουν έργο σε επιτροπές και να είναι αποτελεσματικοί στις απαραίτητες διοικητικές εργασίες ήταν το κύριο ζήτημα που απασχολούσε εκείνα τα χρόνια την ελληνική όπως και ξένες ακαδημίες.
Αυτό υπαινίσσεται η φράση του Αιγινήτη: «Υπάρχουν οι πιστεύοντες ότι οι ποιηταί μόνον να ιππεύουν τον Πήγασον είναι ικανοί» με την οποία παραδίδει τη σκυτάλη της προεδρίας στον Παλαμά, καταλήγοντας, με αναφορές σε γάλλους λογοτέχνες που διακρίθηκαν σε πολιτικά αξιώματα και διοικητικές θέσεις, ότι ναι, οι ποιητές είναι ικανοί.
Στην ίδια «υπερασπιστική», θα λέγαμε σήμερα, γραμμή κινείται ο λόγος του νέου προέδρου Παλαμά, ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα, όπως διαβάζουμε στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών του 1930, ότι «και οι ποιηταί αποτελούσι διανοητικά κεφάλαια προς εκμετάλλευσιν, κατά τας περιστάσεις, άξια διά να ενεργούν και εις τας αυστηρώς κανονικάς συγκεντρώσεις των Ακαδημιών και εις τους μεθυστικώς ελευθέρους ρεμβασμούς των απομονώσεων».
Η μακρόχρονη θητεία του Παλαμά ως γραμματέα (1879-1928) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών οπωσδήποτε δεν άφηνε αμφιβολίες για τη δεξιοσύνη του σε πρακτικά ζητήματα. Επόμενος λογοτέχνης στην προεδρία της Ακαδημίας θα είναι ο Δημήτριος Καμπούρογλους, με ισχυρές διοικητικές περγαμηνές ως εκδότης εφημερίδας και περιοδικού και ως διευθυντής (1904-1917) της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Οι πεζογράφοι και ο Ξενόπουλος

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος χρεώνεται μεγάλο μέρος της ευθύνης για το γεγονός ότι δεν έγιναν μέλη της Ακαδημίας ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Αγγελος Σικελιανός
Με δεδομένο ότι οι λογοτέχνες έχουν θέση στην Ακαδημία όση και οι εκπρόσωποι των θετικών επιστημών, όπως ο Αιγινήτης, τίθεται στη συνέχεια ένα ζήτημα «ποσόστωσης» με σημερινούς όρους: πόσοι ποιητές και πόσοι πεζογράφοι;
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στην αυτοβιογραφία του Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα θα γράψει: «Την Ακαδημία Αθηνών ίδρυσε ο αείμνηστος Δημήτριος Αιγινήτης, υπουργός τότε της Παιδείας. Συνεργάτη είχε το φίλτατό του Δροσίνη. Με την πολύτιμη βοήθειά του συνέταξε το νόμο και τον οργανισμό του ιδρύματος, και κατά τη συμβουλή του διόρισε τους πρώτους λογοτέχνες ακαδημαϊκούς. Ηταν τρεις: ο Παλαμάς, ο Προβελέγγιος και ο ίδιος ο Δροσίνης. Η κοινή γνώμη βρήκε πολλούς τους τρεις ποιητές, έπρεπε να διοριστεί κι ένας πεζογράφος. Κι η κοινή γνώμη θεωρούσε εμένα ως έχοντα τα περισσότερα δικαιώματα».
Η Ακαδημία βράβευε μεν τα έργα του και «δεχόμουν με ευγνωμοσύνη», αλλά δεν του άνοιγε τις πόρτες της. Η βράβευση για την κωμωδία «Δεν είμ’ εγώ!» λέει πως «φάνηκε πολύ παράξενη και ύποπτη στον Μ. Ροδά. Κι ο αγαπητός μου φίλος, μ’ ένα άρθρο του στο “Eλεύθερο Bήμα” διαμαρτυρήθηκε εντονότατα για τη στάση της Aκαδημίας απέναντί μου, που αντί να μ’ εκλέξει μέλος της, με άφηνε έξω τόσον καιρό, και μου έδινε, στάχτη στα μάτια του κόσμου, βραβεία».
Μετά το άρθρο του Ροδά: «Δεξιά κι αριστερά άρχισαν να χτυπούν την Ακαδημία για τον “αποκλεισμό” μου». Ο ίδιος θα δώσει μεγάλη συνέντευξη στην «Εστία», μιλώντας «γενναία», όπως λέει, με αποτέλεσμα να προκηρυχθεί θέση για την πεζογραφία. Συνυποψήφιοί του ήταν ο Μπάμπης Αννινος και ο Γεώργιος Πωπ. Ο Ξενόπουλος εκλέχθηκε το 1931 από την πρώτη ψηφοφορία, «σχεδόν παμψηφία». Ως ακαδημαϊκός πλέον, θα διαδραματίσει τον δικό του ρόλο στη μεγαλύτερη κατηγορία που προσάπτει ο λογοτεχνικός κόσμος στην Ακαδημία: τη μη εκλογή του Σικελιανού και του Καζαντζάκη, υποψηφίων και των δύο το 1945.
Σικελιανός και Καζαντζάκης, οι εκτός
Στις 30 Νοεμβρίου του 1944, τέσσερις μέρες προτού αρχίσουν τα Δεκεμβριανά, προκηρύσσονται δύο έδρες λογοτεχνίας. Υποψήφιοι ήταν ο Διονύσιος Παπαγεωργίου Σακελλάρης, συνταγματάρχης και ποιητής, ο Νικόλαος Πετιμεζάς Λαύρας, ο Νικόλαος Λάσκαρης, ο Αγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης, ύστερα από πρόταση του Ξενόπουλου.
Η πρώτη συζήτηση στην Ολομέλεια έγινε στις 7 Ιουνίου. Στην ψηφοφορία της 15ης Ιουνίου, με παρόντα 30 μέλη της Ακαδημίας εκλέχθηκε ο Σκίπης με 22 ψήφους. Ο Καζαντζάκης έλαβε επτά. Ο ίδιος ήταν υποψήφιος και στη δεύτερη έδρα, στην οποία ήταν υποψήφιος και ο Σικελιανός, όπου ο Καζαντζάκης έλαβε 15 ψήφους (δεν εκλέχθηκε για μία) και ο Σικελιανός μία ψήφο. Η προκήρυξη της έδρας κηρύχθηκε άγονη. Ο Σικελιανός ήταν υποψήφιος και το 1951, πέθανε όμως τον Ιούνιο προτού ολοκληρωθούν οι διαδικασίες εκλογής και η προκήρυξη κατέληξε άγονη.
«Ποιητές του ΕΑΜ» τους χαρακτήριζε η εφημερίδα «Εστία». Η έκθεση της Επιτροπής Κρίσεως και η ειδική εισήγηση του μεταξικού Ξενόπουλου υπέρ του Σκίπη «δεν ενσωματώθηκαν στο πρακτικό της Ολομέλειας», σημειώνει ο Βασίλειος Χ. Πετράκος στο βιβλίο Η Ακαδημία Αθηνών, σχολιάζοντας: «Η Ακαδημία έκανε το 1945 το ασυγχώρητο σφάλμα με την απόρριψη του Σικελιανού και του Καζαντζάκη. Δεν μπόρεσαν τα μέλη της να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις και τις ιδεοληψίες τους. Η αξιολόγηση από τον Ξενόπουλο του Σκίπη ως πρώτου υποψηφίου και του Σικελιανού ως δεύτερου ξεπερνά τα όρια των ιδεών. […] Μόνο η πολιτική μισαλλοδοξία εξηγεί το ακατανόητο».
Ο Βενέζης και η γενιά του 1930
Το 1957 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών ο Ηλίας Βενέζης. Συνυποψήφιοι ήταν οι Στράτης Μυριβήλης (ο οποίος ήταν σταθερά υποψήφιος από το 1950) και Αθανάσιος Πετσάλης-Διομήδης. Στην έκθεση της Επιτροπής Κρίσεως πρώτος κατά σειρά προτάθηκε ο Μυριβήλης και τελευταίος ο Βενέζης. Κατά την προβλεπόμενη συζήτηση στην Τάξη, ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Ρωμαίος υποστηρίζει τον Βενέζη. Ο αξιοσέβαστος Κωνσταντίνος Αμαντος, πάντοτε μαχητικός μέχρι τέλους κατά τις συζητήσεις κρίσεων, επιμένει για τον Μυριβήλη. Τελικά, στις 17 Ιανουαρίου η Ολομέλεια θα εκλέξει τον Βενέζη.
Το γεγονός ανακοινώνει στους αναγνώστες της την επόμενη μέρα η εφημερίδα «Αθηναϊκή» γράφοντας πως ο εκλεγείς είναι «υπόδειγμα πράου και μειλίχιου ανθρώπου» και σχολιάζοντας με νόημα: «Στο γεγονός αυτό, άλλωστε, ότι απέφυγε επιμόνως να δημιουργήσει εχθρούς, καθώς και να λάβει συγκεκριμένην θέσιν επί των φλεγόντων ιδεολογικών και κοινωνικών προβλημάτων της εποχής μας οφείλεται, κατά μέγα μέρος, το γεγονός ότι η υποψηφιότης του ως ακαδημαϊκού δεν συνήντησε τας σφοδράς αντιδράσεις, που προεβλήθησαν, κατά καιρούς, απέναντι άλλων ανθρώπων των γραμμάτων».
Παρακολουθώντας τις συζητήσεις στον Τύπο της εποχής, βλέπουμε τον Μυριβήλη να κάνει εχθρούς άλλοτε για τις πρώιμες κομμουνιστικές θέσεις του και άλλοτε για την ύστερη συντηρητική μετακίνηση.
Στον εναρκτήριο λόγου του στην Ακαδημία ο Βενέζης τονίζει: «Με την εκλογή μου εγκαινιάζεται η είσοδος στο ανώτατο πνευματικό Ιδρυμα της χώρας της νεώτερης – πάντως με άσπρα μαλλιά – γενεάς των Ελλήνων λογοτεχνών». Εννοεί τη γενιά του, την αποκαλούμενη γενιά του 1930, εκείνη που μεταξύ δύο πολέμων, και παράλληλα με τα ρεύματα του έξω κόσμου, θέλει να διατηρήσει «μιαν αυτονομία, αυτό που λέμε “ελληνικότητα” της Τέχνης μας».
Πράγματι, θα ακολουθήσουν την εκλογή του εκείνη του Μυριβήλη (1958), του Πέτρου Χάρη (1969), του Αγγελου Τερζάκη (1974), του Αθανάσιου Πετσάλη-Διομήδη και του Παντελή Πρεβελάκη (1977). Η γενιά του 1930 είχε τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση στην Ακαδημία Αθηνών από κάθε άλλη, με τον Βενέζη εισηγητή σε πολλές υποψηφιότητες μέχρι τον θάνατό του, το 1973.
Ο επιφυλακτικός Σεφέρης

Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν μια ιδιότυπη περίπτωση διακεκριμένου λογοτέχνη που δεν έγινε ακαδημαϊκός, αφού καθ’ ομολογία του δεν ήθελε καμία ανάμειξη στη σχετική διαδικασία
Από τις υποψηφιότητες στις οποίες αναμείχθηκε ο Βενέζης ήταν και εκείνη της περίπτωσης Σεφέρη το 1965. Ο ποιητής είχε ήδη τιμηθεί με το Νομπέλ Λογοτεχνίας και επικρατούσε η άποψη ότι θα ήταν σκάνδαλο να μην ανήκει στα μέλη της Ακαδημίας. Ο ίδιος δεν έθεσε ποτέ τον εαυτό του υποψήφιο. Τον προτείνουν προς την Ακαδημία τρεις ακαδημαϊκοί: ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, ο Βενέζης και ο Χρήστος Καρούζος.
Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς επικαλείται απόφαση της Ολομέλειας της 17ης Μαΐου 1939, κατά την οποία για υποψήφιο που δεν έχει ο ίδιος υποβάλει υποψηφιότητα απαιτείται η συγκατάθεσή του ότι θα αποδεχθεί την τυχόν εκλογή του. Ο Σεφέρης, σε επιστολή του που αναγνώστηκε και συμπεριλήφθηκε στα Πρακτικά του έτους, γράφει ότι αδυνατεί να ανταποκριθεί στο αίτημα εξηγώντας: «Δυστυχώς είμαι έτσι φτιαγμένος που όλα μ’ εμποδίζουν να έχω οποιαδήποτε ανάμιξη στη διαδικασία αυτής της εκλογής».
Η πρόταση της υποψηφιότητάς του δεν προχωρεί. Η Μαρώ Σεφέρη θα επικαλείται τον Μελά ως την αιτία που έμεινε εκτός Ακαδημίας ο Σεφέρης, ωστόσο δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν βολιδοσκόπηση του ποιητή για μια θέση στην Ακαδημία.
Με άλλη ευκαιρία («Γιώργος Σεφέρης, η πορεία προς τη διεθνή ορατότητα», «Το Βήμα», 27/8/2023), είχαμε γράψει ότι στο Αρχείο Σεφέρη στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα απαντά επιστολή στην οποία οι εκδότες του Ικαρου Νίκος Καρύδης και Αλέκος Πατσιφάς γράφουν στον συγγραφέα τους: «Πριν λίγες μέρες ήρθε στο γραφείο μας ο Αμαντος και σε συζήτηση που κάναμε σχετικά με την Ακαδημία τού ρίξαμε την ιδέα της δικής σου εκλογής ως ακαδημαϊκού…» (19/4/1956).
Από τη Βηρυτό ο Σεφέρης τούς ευχαριστεί για την ιδέα και τη θετική υποδοχή της από ακαδημαϊκούς, όπως του αναφέρουν, αλλά καταλήγει πως «η Ακαδημία, αν καταλαβαίνω καλά το πνεύμα της, θέλω να πω σαν ομάδα, έχει να τιμήσει πολλούς που της είναι, φαντάζομαι, πιο προσιτοί από εμένα. Ετσι δεν πρόκειται να κάνω τίποτε για να γίνω υποψήφιος ακαδημαϊκός…» (24/4/1956).
Η επιφυλακτική στάση που κρατά από τότε απέναντι στην Ακαδημία, υπαγορευμένη από όρια «βιολογικά», όπως έγραφε το 1965 στον Καρούζο, ίσως έχει τις ρίζες της στη στενοχώρια που του προκάλεσαν τα αρνητικά δημοσιεύματα για τον ίδιο όταν τιμήθηκε με το Επαθλο Παλαμά το 1947· η «βρώμα σε καρφώνει στο λαρύγγι» έγραφε τότε (9/2/1947) στις Μέρες Ε΄. Παρόμοια κι όταν πήρε το Νομπέλ… Πιο ανοιχτά και ρητά, αρνήθηκε την πρόταση να είναι υποψήφιος για την Ακαδημία ο Ελύτης το 1968 και το 1981.
Γαλάτεια Σαράντη, η πρώτη γυναίκα ακαδημαϊκός

Πάντως η λογοτεχνία διεκδικεί στην Ακαδημία και μια σημαντική πρωτιά. Η πεζογράφος Γαλάτεια Σαράντη εκλέγεται το 1997 η πρώτη γυναίκα ακαδημαϊκός. Κατά την υποδοχή της, ο αντιπρόεδρος της Ακαδημίας Γεώργιος Μητσόπουλος καλωσορίζει «την πρώτη κυρία την οποία περιβάλλει το αξίωμα του ακαδημαϊκού» και τονίζει: «Η σημερινή μέρα είναι βεβαίως σπουδαία για σας αλλά είναι επίσης πολύ σημαντική για την Ακαδημία Αθηνών η οποία, δευτέρα στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική Ακαδημία, δέχεται ως μέλος της μια συγγραφέα».
Θα ακολουθήσουν ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης (1999), η ποιήτρια Κική Δημουλά (2002), και ο πεζογράφος Θανάσης Βαλτινός (2008). Στις πρόσφατες δεκαετίες, οι λογοτέχνες όλο και πιο αραιά καταλαμβάνουν τα έδρανα της Ακαδημίας. Μετά τον θάνατο των δύο τελευταίων, οι έδρες Ποίησης και Πεζογραφίας χηρεύουν.
Η προκήρυξη για την ποίηση του 2023 με υποψήφιους τους Τίτο Πατρίκιο, Νάσο Βαγενά και Μιχάλη Γκανά, που κατέληξε άγονη, συζητήθηκε πολύ. Η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε επίτιμο μέλος της τον Τίτο Πατρίκιο τον περασμένο Ιούνιο, και στις 2 Δεκεμβρίου έγινε η επίσημη υποδοχή του. Η έδρα της Ποίησης έχει προκηρυχθεί και οι διαδικασίες βρίσκονται σε εξέλιξη.
Στον λόγο του ως απερχόμενος πρόεδρος το 1931 ο Παλαμάς υπογραμμίζει ότι «ανάγκην αποτελεί εν τοις πρώτοις η ενίσχυσις εις την Β΄ Τάξιν του Τμήματος των Καλών Τεχνών και της Λογοτεχνίας». Δύο λόγοι συνηγορούν υπέρ αυτού εξηγεί: τα λογοτεχνικά βραβεία που προστίθενται διαρκώς και έπαθλα και με τα οποία βαρύνονται οι υποχρεώσεις της Ακαδημίας και απαιτούνται ειδικοί για να αποφανθούν για αισθητικά ζητήματα που προκύπτουν, και διότι οι λογοτέχνες, περισσότερο από τους επιστήμονες, έχουν μεγαλύτερη σχέση με την Κοινή Γνώμη, λειτουργούν, θα λέγαμε εμείς, ως γέφυρα με της Ακαδημίας με την κοινωνία, διότι, με τα λόγια του ποιητή: «Η Τέχνη έχει τούτο το ιδιάζον. Είν’ εν ταυτώ υπέροχος και λαϊκή».
