Κάτι συνέβη φέτος με την Ουγγαρία. Κάτι συνέβη, ίσως, με την αινιγματική αύρα που αποπνέει. Τον Οκτώβριο, ένας από τους σπουδαίους σύγχρονους συγγραφείς της, ο Λάσλο Κράσναχορκαϊ, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Ο ίδιος, πριν από μία δεκαετία ακριβώς, είχε αποσπάσει και το Διεθνές Βραβείο Booker. Στις αρχές της εβδομάδας, ο 51χρονος Ντέιβιντ Σάλαϊ με το μυθιστόρημά του Flesh (Σάρκα, εκδ. Jonathan Cape) κατέκτησε το Βραβείο Booker 2025, τη σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση στον αγγλόφωνο κόσμο, και έγινε ο πρώτος ουγγροβρετανός συγγραφέας που το επιτυγχάνει αυτό (κάτι που φρόντισε να μας υπενθυμίσει το ίδρυμα στην επίσημη ανακοίνωσή του αργά το βράδυ της Δευτέρας, παράλληλα σχεδόν με την τελετή απονομής).
Γιατί όμως ξεχώρισε το Flesh; «Επιστρέφαμε ξανά και ξανά σε αυτό το βιβλίο εξαιτίας της μοναδικότητάς του. Δεν είχαμε διαβάσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Είναι, με πολλούς τρόπους, ένα σκοτεινό βιβλίο, αλλά ταυτόχρονα απολαυστικό. Εξερευνά τι σημαίνει να είσαι ζωντανός – μέσα σε ένα σώμα – και να είσαι άνθρωπος» τόνισε μεταξύ άλλων ο Ρόντι Ντόιλ, ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής.

Ο Ντέιβιντ Σάλαϊ με το μυθιστόρημά του «Flesh» κατέκτησε το Βραβείο Booker 2025, τη σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση στον αγγλόφωνο κόσμο
Τραχύ και ανθεκτικό πορτρέτο
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το έκτο βιβλίο του Σάλαϊ, ετοιμάζεται από τις εκδόσεις Ψυχογιός και αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2026 σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη. Πρωταγωνιστής σε τούτη την αφήγηση είναι ο λιγομίλητος Ιστβαν, τον οποίο παρακολουθούμε από την περίκλειστη εφηβεία του στην Κεντρική Ευρώπη (όπου σχετίζεται πάντως με μια παντρεμένη γειτόνισσά του, κατά πολύ μεγαλύτερή του, κοντά στην ηλικία της μητέρας του) μέχρι τον συγχρωτισμό του (αφού βρεθεί και ως στρατιώτης στο Ιράκ νωρίτερα) με τους υπερπλούσιους του Λονδίνου στην αυγή του 21ου αιώνα (στους κύκλους της πολυτέλειας, του χρήματος και της εξουσίας).
Πρόκειται, ασφαλώς, για το τραχύ και ανθεκτικό πορτρέτο ενός άνδρα που, καθώς αναζητεί τη θέση του στον κόσμο, έρχεται αντιμέτωπος με όσα χάσματα συγκροτούν τον εαυτό του, τα τραύματά του, τις ελλείψεις του, την ανάγκη του για ουσιαστική σύνδεση και συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους. Η πλοκή του βιβλίου αναπτύσσεται μέσα από τις ενστικτώδεις αποφάσεις του κεντρικού ήρωα, τα σκαμπανεβάσματα της τύχης, διάφορες αντιξοότητες και περιπέτειες. Το ύφος του Σάλαϊ είναι αφτιασίδωτο, απέριττο, οι διάλογοί του προσλαμβάνουν δραματουργική ένταση.
Σε μια έξαρση γενναιοδωρίας, ο κριτικός Ντουάιτ Γκάρνερ στους «New York Times» έγραψε ότι ο Σάλαϊ διαθέτει κάτι από τον Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι τα υπόλοιπα πέντε υποψήφια βιβλία της βραχείας λίστας (των Κέιτι Κιταμούρα, Μπεν Μάρκοβιτς, Αντριου Μίλερ, Κίραν Ντεσάι, Σούζαν Τσόι) θα μεταφραστούν και θα κυκλοφορήσουν επίσης στα ελληνικά, εκδότες εδώ έχουν ήδη εξασφαλίσει τα δικαιώματα.
Κάτι τελευταίο (στον βαθμό που έχει κάποια βάση, διότι για άλλους έχει και για κάποιους άλλους δεν έχει). Υπήρξε μια δημόσια συζήτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο (από την ανακοίνωση της μακράς λίστας κιόλας) ότι είχε έρθει η ώρα, ενδεχομένως, να βραβευτεί με το Booker ένας λευκός μεσήλικος άνδρας που αποτυπώνει τα έμφυλα αδιέξοδά του. Ομολογουμένως, το Flesh του Σάλαϊ είναι κι αυτό, δεν είναι όμως μόνο αυτό και δεν είναι κυρίως αυτό, είναι ένα αξιοπρόσεκτο και ανησυχαστικό μυθιστόρημα, καλή λογοτεχνία που ξεβολεύει και δεν σου επιτρέπει να την προσπεράσεις εύκολα (ακόμα κι αν σου προκαλεί, ενίοτε, δυσφορία).
Ενα έπος για τις μικρές ζωές
Στη Γαλλία, στις αρχές του Νοεμβρίου, η ύψιστη λογοτεχνική διάκριση της χώρας, το Βραβείο Goncourt 2025, απονεμήθηκε στον 58χρονο Λοράν Μοβινιέ για το μεγάλο (σε έκταση και αξία) μυθιστόρημά του με τίτλο La Maison vide (Το άδειο σπίτι, Éditions de Minuit). Πρόκειται για μια αφήγηση που ξεπερνά τις 700 σελίδες και θεωρείται ήδη το αριστούργημά του, το επιστέγασμα της διακριτικής αλλά στιβαρής διαδρομής του στα γράμματα. Συγκαταλέγεται δε στα πλέον ποιοτικά Goncourt της τελευταίας εικοσαετίας.

O Λοράν Μοβινιέ τιμήθηκε με την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση της Γαλλίας για το μυθιστόρημά του με τίτλο «La Maison vide»
Η Ελιζαμπέτ Φιλίπ στο περιοδικό «Le Nouvel Obs» έγραψε ότι «επιτέλους», αποδόθηκαν τα δέοντα σε «έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους γάλλους συγγραφείς», ενώ η Ραφαέλ Λερίς, στην εφημερίδα «Le Monde», αναφερόμενη στην επί σειρά ετών «παράλειψη» του Μοβινιέ, επισήμανε την αποκατάσταση αυτής της «αδικίας». Ο ίδιος επικράτησε με έξι ψήφους έναντι τεσσάρων που πήρε η Βελγίδα Καρολίν Λαμάρς για το βιβλίο της Le Bel obscur (εκδ. Seuil).
Και κάπως έτσι αποδείχθηκε ότι (για την επιτροπή που αποφασίζει, τουλάχιστον) τα άλλα φαβορί δεν ήταν ο Εμανουέλ Καρέρ με το Kolkhoze (εκδ. P.O.L), ούτε η Νατασά Απανά, με καταγωγή από τον Μαυρίκιο, για το μυθιστόρημά της La Nuit au cœur (εκδ. Gallimard). Βεβαίως, Καρέρ και Απανά, έλαβαν αντιστοίχως τα βραβεία Médicis και Femina (τα συγκεκριμένα βιβλία, πολύ ενδιαφέροντα, μεταφράζονται στα ελληνικά και θα κυκλοφορήσουν εντός του 2026).
Εντάξει, κακά τα ψέματα, το μυθιστόρημα του Μοβινιέ ήταν μακράν το καλύτερο μεταξύ αυτών των φιναλίστ (σε μια από τις εξαιρετικές χρονιές του Goncourt, οφείλουμε να τονίσουμε), ένα έπος για τις μικρές ζωές που καλύπτει εκατόν πενήντα χρόνια ιστορίας, μια οικογενειακή σάγκα, τοποθετημένη στη γαλλική ύπαιθρο, η οποία φέρει την υφή του κλασικού και ενσωματώνει θαυμάσια την εθνική παράδοση, τον Προυστ, τον Φλομπέρ, τον Ζολά.
Ο Μοβινιέ, γνωστός δραματουργός του θεάτρου επιπλέον, είναι ένας στυλίστας συγγραφέας, απλώνει τις προτάσεις του με τρόπο φυσικό και συνάμα υποβλητικό, κατέχει τις πολλαπλές διαστάσεις του χρόνου, της μνήμης και της εμπειρίας, καταλαβαίνει την αναλογία συναισθημάτων και ιδεών, ξέρει πώς να εμπλέκει τους αναγνώστες. Και στο La Maison vide, όντως, γίνεται πανανθρώπινος.
Ασφαλώς, το υπόστρωμα του βιβλίου είναι βιωματικό, εμπνέεται από τη δική του οικογένεια, όμως ο Μοβινιέ είναι λογοτέχνης και στόχος του είναι η μυθοπλασία, μια μυθοπλασία που σκάβει σε ατελείς εξιστορήσεις, σε μυστικά και αποσιωπήσεις, προκειμένου να πλησιάσει όχι σε κάποια αντικειμενικότητα (που είναι ανέφικτη) αλλά σε μια αλήθεια, σε μια αλήθεια άλλης τάξεως (που μπορεί να βιωθεί και να παρηγορήσει).
Εχουμε ένα προγονικό σπίτι στη γαλλική επαρχία που ανοίγει ξανά μετά από κάμποσα χρόνια, έναν πατέρα, μια γιαγιά (τη Μαργκερίτ) και μια προγιαγιά (τη Μαρί-Ερνεστίν). Εχουμε ένα πιάνο, ένα παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και παλιές φωτογραφίες από τις οποίες έχει κοπεί ή σβηστεί ένα πρόσωπο, το ίδιο πρόσωπο, ένα γυναικείο πρόσωπο. Διόλου τυχαία, κυριαρχούν οι γυναικείες μορφές στο μυθιστόρημα του Μοβινιέ, και μέσα από αυτές, μέσα από δύο παγκοσμίους πολέμους, συμφορές, λύπες και πληγές, περνά αυτό που μας αφορά όλους, η καθημερινότητα, η ίδια η ζωή.
