Τζον Μπάνβιλ: «Η τελειότητα είναι ανέφικτη»

Ο κορυφαίος ιρλανδός συγγραφέας, διεθνώς καταξιωμένος και απαράμιλλος στυλίστας της αγγλικής γλώσσας Τζον Μπάνβιλ, συνομιλεί με τη μεταφράστριά του για το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του στα ελληνικά

Τζον Μπάνβιλ: «Η τελειότητα είναι ανέφικτη»

Μετά την αποφυλάκισή του, ένας μυστηριώδης άντρας επιστρέφει στο κτήμα της παιδικής του ηλικίας.

Διαπιστώνει ότι στο παλιό του σπίτι κατοικεί πλέον μια άλλη οικογένεια, οι απόγονοι του διάσημου επιστήμονα Αδάμ Γκόντλι, «οι θεωρίες του οποίου έχουν ρίξει τον κόσμο στο χάος».

Πολλοί χαρακτήρες, απρόβλεπτες καταστάσεις κυριαρχούν εδώ.

Τζων Μπάνβιλ, «Μοναδικότητες», Μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, σελ. 384, τιμή 20 ευρώ *Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 6 Οκτωβρίου

Στο μυθιστόρημα Μοναδικότητες o σπουδαίος ιρλανδός συγγραφέας Τζον Μπάνβιλ συνθέτει έναν πλούσιο και πολυεπίπεδο αφηγηματικό καμβά για τη ζωή, τη νοσταλγία, τον θάνατο, αλλά και την κβαντική θεωρία, επαναφέροντας στο προσκήνιο «μερικούς από τους πιο αξιομνημόνευτους ήρωες των βιβλίων του».

Οι Μοναδικότητες, βεβαίως, διαβάζονται και αυτόνομα, αποτελώντας παράλληλα ένα ιδιαίτερο κομμάτι του μπανβιλικού σύμπαντος.

Οντας ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού σου, έχεις αρκετές φορές δηλώσει ότι όλα τα προηγούμενα βιβλία σου κατά κάποιον τρόπο τα «αντιπαθείς», θεωρώντας τα αποτυχημένα. Αρχίζεις να αισθάνεσαι το ίδιο και για τις Μοναδικότητες, το πιο πρόσφατο, και (σύμφωνα με τα δικά σου λεγόμενα, πριν από λίγο καιρό) τελευταίο «σοβαρό» σου μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί στα ελληνικά ετούτη την περίοδο;

«Πριν απαντήσω στην ερώτηση, επίτρεψέ μου να παραθέσω τα λόγια του άγγλου ποιητή Φίλιπ Λάρκιν. “Δεν νομίζω ότι γράφω ιδιαίτερα καλά”, είχε πει, “γράφω απλώς καλύτερα από όλους τους άλλους”. Πρέπει να ομολογήσω ότι ο μοναδικός ίσως άνθρωπος στον κόσμο που αδυνατεί να διαβάσει τα βιβλία μου είμαι εγώ ο ίδιος. Και αυτό για τον προφανή λόγο ότι αν τα διάβαζα θα κουβαλούσα, ως αναγνώστης, όλα όσα βίωσα γράφοντάς τα – το φορτίο όλων των αποτυχιών, των σφαλμάτων, του εκνευρισμού, της τεμπελιάς μου και ούτω καθεξής. Ξεκινάει κανείς με τη φιλοδοξία να δημιουργήσει ένα τέλειο έργο τέχνης, αλλά η τελειότητα, όπως γνωρίζουμε, είναι ανέφικτη, συνεπώς όλα τα έργα τέχνης είναι, εν τέλει, καταδικασμένα στην αποτυχία. Εκείνο λοιπόν που οφείλει να κάνει κάθε καλλιτέχνης είναι να ακολουθεί τη, χιλιοειπωμένη πια, συμβουλή του Μπέκετ: “Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα”. Παρ’ όλα αυτά, τρέφω μια ιδιαίτερη αδυναμία στις Μοναδικότητες, πιθανώς επειδή θεωρούσα ότι θα ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα που θα έγραφα – η τελευταία λέξη του κειμένου, εξάλλου, είναι η λέξη “τελεία” και σκοπός της ήταν να σηματοδοτεί “το τέλος”. Ωστόσο, να με, ζωντανός ακόμη και με το μυαλό μου ακόμη στη θέση του, οπότε θα πρέπει να συνεχίσω το γράψιμο. Αυτόν τον καιρό καταπιάνομαι με την “αυτοβιογραφία” μου, ο τίτλος της οποίας είναι Out of True – να δούμε πώς θα το μεταφράσεις αυτό! – και είναι ένα μάτσο ψέματα απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Είναι, με λίγα λόγια, ένα ακόμα μυθιστόρημα».

Μεταφράζοντάς σε όλα αυτά τα χρόνια, αντιλαμβάνομαι πια ότι πίσω από όλους τους αντρικούς χαρακτήρες που παρελαύνουν στις Μοναδικότητες κρύβεται ένα κομμάτι δικό σου. Αναρωτιόμουν όμως αν συμβαίνει κάτι παρόμοιο και με την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, την Ελεν. Είναι απλώς μία ακόμα α λα Μπάνβιλ ιδανική θηλυκή περσόνα, ή μήπως μοιράζεται κι αυτή πτυχές της προσωπικότητας του δημιουργού της;

«Ο μακαρίτης ατζέντης μου, ο Εντ Βίκτορ, είχε κάποτε σχολιάσει ότι ήμουν σίγουρα ερωτευμένος με τον χαρακτήρα της Φοίβης, στα “αστυνομικά” μου, και τότε εγώ, χωρίς δεύτερη σκέψη, απάντησα, “Oχι, όχι, η Φοίβη είμαι εγώ”. Κι ο ίδιος ξαφνιάστηκα με αυτό που είχα πει, ύστερα όμως συνειδητοποίησα ότι όλοι τους είμαι εγώ, όχι μόνο οι άντρες αλλά και οι γυναίκες των βιβλίων μου. Εχω άλλο μοντέλο πάνω στο οποίο να δουλέψω εκτός απ’ τον εαυτό μου; Αδύνατον να γνωρίζω έναν άλλον άνθρωπο όσο καλά οφείλει να “γνωρίζει” ο συγγραφέας τους ήρωες των ιστοριών του. Μέσα στο δικό μου μυαλό ζω και δεν μπορώ να μπω στον εσωτερικό κόσμο κανενός άλλου. Πολλοί θεωρούν την εμμονή ενός συγγραφέα με τον εαυτό του ματαιοδοξία, ή και μεγαλομανία ακόμα, όμως σφάλλουν. Υλικό του κάθε καλλιτέχνη είναι ο ίδιος του ο εαυτός, εξού και η εκτίμηση που δείχνει να του τρέφει. Αν και πρέπει εδώ να προσθέσω ότι δεν πιστεύω στην έννοια του εαυτού, τη θεωρώ μια αυταπάτη, ένα απομεινάρι της εποχής των θρησκειών που υπέβαλαν στον άνθρωπο την ιδέα της “ψυχής”. Υπάρχουν “εαυτοί” οι οποίοι κάθε στιγμή αναπλάθονται, αλλά όχι ένα διαρκές, ενιαίο εγώ. Κι ευτυχώς που είναι έτσι – για φαντάσου πόσο βαρετό θα ήταν να ήμασταν πράγματι ενιαίοι και απαράλλακτοι: ένας κόσμος από αλληλοσυγκρουόμενα ρομπότ με τσιριχτές φωνές που κάθε τόσο θα έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο και θα τούμπαραν».

Μεγάλωσες σε οικογένεια καθολικών, αλλά εσύ απομακρύνθηκες πολύ νωρίς από την Εκκλησία. Ωστόσο, η ισχυρή γοητεία που σου ασκεί η αρχαία ελληνική μυθολογία, φανερή σε όλα σου σχεδόν τα μυθιστορήματα, με κάνει να υποψιάζομαι ότι ίσως τελικά ασπάζεσαι μια θρησκεία, αν και διαφορετικού τύπου – ότι ίσως πιστεύεις στην ύπαρξη πολλαπλών θεών / ανώτερων δυνάμεων, ανάλογη με αυτήν των πολλαπλών συμπάντων.

«Τον καιρό που ήμουν ακόμη νέος και εριστικός, θυμάμαι την έντονη διαφωνία που είχα με έναν φίλο σχετικά με την ύπαρξη του Θεού – εκείνος ήταν θρησκευόμενος. “Ωστόσο”, με αποστόμωσε ήρεμα κάποια στιγμή, “ενώ δεν έχεις δει ποτέ σου ένα άτομο, πιστεύεις παρ’ όλα αυτά στην ύπαρξή του, έτσι δεν είναι;”. Ο κόσμος είναι ποικιλόμορφος και συχνά παράξενος, συχνά ανεξήγητος και ποιος ξέρει τι είδους δυνάμεις τον συντηρούν; Ηταν τρομερή ατυχία για εμάς η επινόηση του μονοθεϊσμού, με αυτόν τον εκδικητικό Θεό, ο οποίος απειλεί να μας στείλει στο πυρ το εξώτερον αν δεν τον αγαπάμε και δεν τον λατρεύουμε αρκετά. Μα πώς, πώς χάψαμε ένα τόσο αυτοτιμωρητικό αφήγημα; Ο Μωυσής, ο Μωάμεθ και ο Απόστολος Παύλος πρέπει να λογοδοτήσουν! Εγώ λοιπόν προτείνω να ξαναγίνουμε παγανιστές και να πιστεύουμε ότι ο άνεμος και ο ήλιος είναι θεότητες, ότι η νύχτα είναι μια ωραία θεά…».

Στις Μοναδικότητες βρήκες έναν ξεκαρδιστικό τρόπο να διακωμωδήσεις τη φάρσα της οποίας έπεσες θύμα το 2019, τότε που σου τηλεφώνησαν δήθεν από τη Σουηδική Ακαδημία για να σου ανακοινώσουν ότι είχες πάρει το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Θέλω όμως να σε ρωτήσω αν κατά βάθος προσβλέπεις σ’ ένα Νομπέλ ως την απόλυτη καταξίωση του συγγραφικού σου έργου ή αν σου αρκούν τα σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία που έχεις ήδη κερδίσει και, βεβαίως, ο θαυμασμός των κριτικών και των αναγνωστών σου.

«Θα είναι σύντομη η απάντησή μου εδώ. Τι σόι λογοτέχνης θα ήμουν αν υπολόγιζα την αξία του έργου μου με γνώμονα τα βραβεία που μου απονέμονται ή που πρόκειται ίσως να μου απονεμηθούν στο μέλλον;».

Πώς φαντάζεσαι τον αναγνώστη των σοβαρών σου μυθιστορημάτων; Είναι άραγε ο ίδιος ή η ίδια που απολαμβάνει τις αστυνομικές ιστορίες του συγγραφικού σου alter ego;

«Κατ’ αρχάς, θα είναι κάποιος που δεν θεωρεί ότι διαβάζοντας ένα βιβλίο μια φορά έχει τελειώσει μαζί του. Θα ήταν, ας πούμε, αρκετή μία μόνο θέαση του έργου Las Meninas (σ.σ.: “Οι Δεσποινίδες των Τιμών”, πίνακας του Ντιέγκο Βελάσκεθ); Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι εφόσον άκουσε μια φορά κάποιο από τα κουαρτέτα εγχόρδων του Μπετόβεν, δεν χρειάζεται να το ξανακούσει; Μόλις ολοκληρώσεις την ανάγνωση των Μοναδικοτήτων, τότε θα είσαι έτοιμος ή έτοιμη να τις διαβάσεις. Οσο για τα αστυνομικά μου, δεν έχω ιδέα ποιοι τα διαβάζουν. Το αναγνωστικό μου κοινό αποτελεί για μένα ένα αίνιγμα».

Ανησυχείς καμιά φορά για το πώς μεταφράζονται τα μυθιστορήματά σου σε άλλες γλώσσες – γνωρίζοντας ότι οι μεταφράσεις πιθανότατα υστερούν, άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ, σε σύγκριση με το πρωτότυπο;

«Τι νόημα θα είχε να ανησυχώ για κάτι τέτοιο, αγαπητή μου Τόνια; Δεν μπορώ παρά να εμπιστεύομαι εσένα και τους συναδέλφους σου, διαφορετικά θα τρελαινόμουν. Πότε πότε ανακαλώ σαν εφιάλτη το γεγονός ότι το μυθιστόρημα του Τζον Μπρέιν Room at the Top (“Μια θέση στην κορυφή”, 1957) είχε αποδοθεί στα σουηδικά ως Η Σοφίτα…».

Εχεις πει ότι ο κόσμος μας δεν παύει ποτέ να σε εκπλήσσει και να σε μαγεύει. Εξακολουθείς να νιώθεις έτσι ή μήπως διαπιστώνεις ότι η μαγεία αυτή αρχίζει σιγά-σιγά να ξεθωριάζει όσο περνούν τα χρόνια;

«Αντίθετα, όσο γερνάω τόσο πιο πολύ με συγκινεί η παρουσία μου σε αυτόν τον εξαίσιο, τρυφερό και τρομακτικό κόσμο. Τα σύννεφα παίρνουν διαφορετικές μορφές από τη μια στιγμή στην άλλη, η εναλλαγή των εποχών πάντοτε μας εντυπωσιάζει, ενώ το γεγονός ότι υπάρχουν διαρκώς νέα έργα τέχνης για να ανακαλύψει κανείς αποτελεί ένα ασύγκριτο δώρο. Τις προάλλες είχα βγει για φαγητό με μια φίλη και γύρω απ’ τα πιάτα μας πετούσαν μυγάκια των φρούτων – είναι η εποχή τους –, τα οποία η φίλη μου προσπαθούσε συνέχεια να διώξει με το χέρι. Τη ρώτησα τότε αν ήξερε ότι τα μικροσκοπικά αυτά έντομα μοιράζονται μ’ εμάς κατά 60% έως 70% τα ίδια γονίδια. Και το μπόρντερ κόλεΐ μου έχει στο τρίχωμα πάνω από τα μάτια του δύο μικρά οβάλ, τα οποία, όταν κοιμάται, σου προκαλούν την εντύπωση ότι είναι εντελώς ξυπνητό και ότι κοιτάζει απειλητικά όποιον και ό,τι πάει να το πλησιάσει. Σ’ αυτόν τον κόσμο τα θαυμαστά πράγματα είναι πολύ περισσότερα απ’ ό,τι τα φρικτά».

Και η αναπόφευκτη ερώτηση των καιρών μας: Φοβάσαι μήπως η Τεχνητή Νοημοσύνη καταφέρει μια μέρα να δημιουργήσει ένα… αυθεντικό μυθιστόρημα α λα Μπάνβιλ;

«Δεδομένου ότι ούτε εγώ δεν μπορώ να δημιουργήσω ένα αυθεντικό μυθιστόρημα α λα Μπάνβιλ, πώς είναι δυνατόν να τα καταφέρει ο παπαγάλος στη μηχανή;».

Μια συνεργασία είκοσι ετών

Η μεταφράστρια Τόνια Κοβαλένκο

Η Τόνια Κοβαλένκο (φωτογραφία), σημαντική και έγκριτη μεταφράστρια της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Μπάνβιλ πριν από 20 χρόνια, αποδίδοντας στα ελληνικά το πιο γνωστό μυθιστόρημα του συγγραφέα, τη Θάλασσα (Bραβείο Booker).

Εκτοτε, η ίδια έχει γίνει η αποκλειστική του «φωνή» στη δική μας γλώσσα και, εν προκειμένω, κουβεντιάζουν με την αμοιβαία εκτίμηση των συνεργατών που πλέον είναι και φίλοι.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version