Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: «Δοκίμασα τα πάντα· είδα τα πάντα κι έτσι άρχισα να ζω»

Από την αγγλοκρατούμενη Λευκάδα στην Ευρώπη των εθνικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, ο εκκολαπτόμενος ποιητής ζει και γράφει ρομαντικά

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: «Δοκίμασα τα πάντα· είδα τα πάντα κι έτσι άρχισα να ζω»

Στις 24 Ιουλίου 1879, λίγο προτού συμπληρώσει τα 55 του χρόνια, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης πεθαίνει στη γενέθλια Λευκάδα. Τον ίδιο χρόνο κιόλας, τυπώνεται στη Ζάκυνθο μια Βιογραφία του εθνικού ποιητού Αριστοτέλους Βαλαωρίτου από τον σχολάρχη Ιωάννη Ν. Σταματέλο.

Γεννημένος τρία χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης κι έναν χρόνο μετά τη συγγραφή του Υμνου εις την Ελευθερία από τον Διονύσιο Σολωμό, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης μεγαλώνει στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα μεν, μέσα στην ατμόσφαιρα του εθνικού αγώνα δε.

Για τους επτανησιώτες δημοτικιστές, ειδικά για όσους απογοητεύτηκαν με την αποσπασματικότητα των σολωμικών Ευρισκομένων (1859), ο Βαλαωρίτης, με τα πατριωτικά του θέματα, τις πρωταγωνιστικές ηρωικές φιγούρες και τον αφηγηματικό επικό λόγο του, θα είναι ο φυσικός διάδοχος του Ζακυνθίου, ο αναμφισβήτητος εθνικός ποιητής και ο αγαπημένος της ελληνικής εκπαίδευσης από πολύ νωρίς, όπως μαρτυρεί και το πόνημα του σχολάρχη της ιστορίας μας.

Γενιές Ελλήνων τον διάβασαν στις σχολικές τάξεις και τον απήγγειλαν στις σχολικές γιορτές. Κι αν οι στίχοι «Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη,/ το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει» («Η φυγή»), «”Μέριασε βράχε να διαβώ” το κύμ’ ανδρειωμένο/ λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο» («Ο βράχος και το κύμα»), «Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,/ τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπό σου/ να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,/ όσες μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;…» («Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως») που αποστηθίζονταν θαυμαστικά και σεβαστικά στον ρομαντικό 19ο αιώνα έγιναν στόχος κυνικών παρωδιών στη μεταπολεμική αντιρομαντική εποχή, κατέκτησαν πάντως, ως θρυλικές, παροιμιώδεις φράσεις, μια σταθερή θέση στο ελληνικό λεξιλόγιο.

Ενας βυρωνικός ήρωας απ’ τη Λευκάδα

Ο ποιητής του Αθανάση Διάκου, του Αστραπόγιαννου, της Κυρά Φροσύνης, ο εθνικός, δεν δημιουργήθηκε εκ διαβάσματος, αλλά γεννήθηκε απ’ την κοιλιά της μάνας του, θα πει ο Σταματέλος. Από ηρωική κι ευγενική γενιά του Libro d’ oro, απόγονος αγωνιστή της Ηπείρου και γιος ευκατάστατου ναυτεμπόρου, ο Αριστοτέλης θα αποφοιτήσει από την περίφημη Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα και ύστερα από μια περιήγηση στην Ευρώπη με τον πατέρα του θα παρακολουθήσει μαθήματα Νομικής στο Παρίσι (1844-1846).

Ο Ιωάννης Βαλαωρίτης την εποχή που ήταν φοιτητής, με την αδελφή του Ολγα. Βενετία, 1880. Ο Ιωάννης ήταν ο πρωτότοκος γιος του Αριστοτέλη, ο οποίος εξέδωσε (1907) και τη βιογραφία του πατέρα του εμπλουτισμένη με πλήθος ανέκδοτων εγγράφων. Πηγή: ΜΙΕΤ, Φ.Α. ΕΛΙΑ, Αρχείο Οικογένειας Βαλαωρίτη

Εκεί, τη μια βυθίζεται στην ανάγνωση του Σίλερ και της γερμανικής φιλοσοφίας και την άλλη συχνάζει σε κακόφημα στέκια προκαλώντας τους νταήδες σε πάλη. Φλογερός και παράτολμος, είναι ένας χαρακτηριστικός «βυρωνικός» τύπος, που χειρίζεται το ξίφος εξίσου καλά με την πένα.

Οταν του επιτίθενται ένα βράδυ στο δάσος της Βουλώνης δύο κακοποιοί, μαχαιρώνει και σκοτώνει τον έναν και γρονθοκοπεί τον άλλον προτού εκείνος τον αφήσει αναίσθητο με μια μαχαιριά στο στήθος να χαροπαλεύει επί 40 μέρες.

Ο φοιτητής Βαλαωρίτης είναι συντονισμένος με την εποχή του, την εποχή των εθνικών επαναστάσεων στην Ευρώπη, και θέλει να συμμετάσχει σε όποιες μπορεί. Το 1847 παίρνει μέρος στις εξεγέρσεις στη Βενετία και συλλαμβάνεται από την αυστριακή αστυνομία. Στη Νεάπολη, ενοχλημένος από έναν αστυνομικό που τον παρακολουθούσε νύχτα-μέρα, τον ξυλοφορτώνει και μόλις που γλιτώνει τη σύλληψη.

Οι έλληνες συμμαθητές του στην Ιταλία, που θέλουν να πάρουν μέρος στις ιταλικές πατριωτικές κινήσεις, τον χρίζουν το 1848 κοντοτιέρο, αλλά η προσωρινή κυβέρνηση αρνείται τη συνδρομή θερμοκέφαλων νέων.

Πηγαίνει στην Ουγγαρία για να πάρει μέρος στην επανάσταση εκεί, αλλά φθάνει αργά. «Γενναίος και ανοικτόκαρδος εξήσκει ισχυρότατον επί τον ομηλίκων γόητρον, εις ο εκτός των προτερημάτων του νου και της καρδίας συνετέλει και ο ρομαντικός, ριψοκίνδυνος και αυτόχρημα υπέροχος χαρακτήρ, αι φιλελεύθεροι ιδέαι του, η ωραία όψις και ηράκλειος εκ φύσεως ρώμη, ην έτι μάλλον είχον ενισχύσει αι σωματικαί ασκήσεις, διότι ήτο άριστος ξιφομάχος, σκοπευτής και ιππεύς, ως και κυνηγός φανατικός και ακούραστος» θα γράψει αργότερα ο γιος του Ιωάννης βιογραφώντας τον πατέρα του στον τόμο Αριστοτέλους Βαλαωρίτου Βίος και Εργα (Βιβλιοθήκη Μαρασλή, 1907· νεότερη έκδοση: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Α΄ Βίος, Επιστολές και Πολιτικά κείμενα, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Νίκη Λυκούργου, εκδ. Ικαρος, 1981), χωρίς να κρύβει τον θαυμασμό και την περηφάνια για τον γονιό του.

«Ο ανδριάς του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’», αυτόγραφο χειρόγραφο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Πηγή: ΜΙΕΤ, Λ.Α. ΕΛΙΑ, Αρχείο Οικογένειας Βαλαωρίτη

Υπέρμαχος της ελευθερίας σε κάθε τόπο που ζει, ο εικοσιτετράχρονος Αριστοτέλης εκδηλώνει ήδη την πολιτική βούληση και του μελλοντικού ριζοσπαστικού πολιτευτή Βαλαωρίτη, που από το 1857 θα πρωτοστατεί στις κινήσεις για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα και μετά την Ενωση το 1864 ως το 1868 θα εκπροσωπεί ως βουλευτής Λευκάδας την πατρίδα του στην ελληνική Βουλή, συνδυάζοντας την πνευματική με την πολιτική δράση. Ποιητικόν αίσθημα και πολιτική ιδέα ήταν αξεχώριστα στον Βαλαωρίτη, θα υπογραμμίσει ο μεγάλος θαυμαστής του Παλαμάς.

Angiolo, τα σκυλιά και τη μάνα!

Σε επιστολές του σε φίλους από τα φοιτητικά του χρόνια, που σώζονται στο Αρχείο της Οικογένειας Βαλαωρίτη στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), ο ίδιος γράφει στον φίλο του Αngiolo στη Λευκάδα. Ο 28 χρόνια μεγαλύτερός του Αngiolo Cicciliani (Αγγελος Σικελιανός), παππούς του ποιητή Σικελιανού, ήταν επιστήθιος φίλος του Αριστοτέλη και σύντροφός του στο κυνήγι.

Σ’ αυτόν εκμυστηρεύεται τις κάθε λογής περιπέτειές του, γράφοντάς του στα γαλλικά, σε επιστολές που εξέδωσε με απαράμιλλη δεξιοσύνη στην ιστορική εκδοτική σειρά του στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ο Οκτάβιος Μερλιέ (Quinze lettres francaises de Valaoritis, 1956).

Μεταφράζουμε πρόχειρα: «Δεν είχα ακόμη κλείσει τα 18 μου χρόνια και βρέθηκα στο Παρίσι ελεύθερος σαν πουλάκι· πετούσα με τα φτερά μου ολάνοιχτα· δοκίμασα τα πάντα· είδα τα πάντα κι έτσι άρχισα να ζω […] η πόλη αυτή με κατάπιε όπως το κήτος τον Ιωνά» (Πίζα, 18/1/1847). Αυτή τη ζωή θα διακόψει η ασθένεια από τυφοειδή πυρετό.

Θα επιστρέψει για ανάρρωση το 1846 στη Λευκάδα και θα συνεχίσει έπειτα τις σπουδές του στην Πίζα ως το 1848. Στον Angiolo μεταφέρει επαναστατικά νέα από την Ιταλία, του ζητάει να προσέχει τα αγαπημένα του κυνηγόσκυλα, τον Shot και τη Fanny, του γράφει με ενθουσιασμό από τη Σκωτία για την αφθονία του κυνηγιού και του περιγράφει αναλυτικά το κυνηγετικό τουφέκι που αγόρασε στο Λονδίνο.

Δεν παραλείπει όμως, αυτός ο τρυφερός αισθαντικός νέος, να κλείσει την επιστολή του με μια ειδική παραγγελιά: «Πήγαινε πότε πότε να βλέπεις τη μητέρα μου· βλέποντας εσένα θα νομίζει ότι βλέπει εμένα. Ημασταν κολλητοί βλέπεις! Τι χαρά που θα πάρει η καημένη η γυναίκα!». Προσθέτει βέβαια: «Και να της μεταφέρεις, από μένα, να προσέχει τα σκυλιά μου…».

«Μπουσουλώντας στα τέσσερα»

Στον παλιό του δάσκαλο στην Ιόνιο Ακαδημία κι όπως φαίνεται στη συνέχεια φίλο, τον άξιο Ιωάννη Οικονομίδη, σε άλλη επιστολή στα γαλλικά (Πίζα, 18/5/1847), εξομολογείται τα πνευματικά του ενδιαφέροντα: «Ο καιρός των εξετάσεων πλησιάζει· μελετώ σκυλίσια Ρωμαϊκό Δίκαιο. Ξέρεις τις συνήθειές μου στη μελέτη και συνεπώς μαντεύεις αν καλοπερνάω ή όχι. Είναι λυπηρό, φίλε μου, να κάνω κάτι που είναι κόντρα στη θέλησή μου. Η καρδιά μου θλίβεται όταν σκέφτομαι τι κακή χρήση του χρόνου μου κάνω· όταν σκέφτομαι την ωφέλεια που θα είχα αν ασχολιόμουν με τη λογοτεχνία […]».

Ο,τι κι αν λέει, φαίνεται πως έχει ήδη βρει χρόνο να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και να γράψει τους πρώτους του στίχους. «Περιμένω με ανυπομονησία να μάθω τι εντύπωση σου έκαναν οι κακοί στίχοι που σου έστειλα» λέει κλείνοντας την επιστολή προς τον Οικονομίδη.

«Ελπίζω όταν τυπωθούν να μου στείλεις μερικά αντίτυπα. Δεν αμφιβάλλω ότι θα βρεθούν πολλά λάθη. Μα όσον αφορά αυτό, μπορείς να απαντήσεις για λογαριασμό μου στην κριτική ότι το παιδί, προτού σταθεί στα δυο του πόδια όρθιο, ασκείται για λίγο καιρό μπουσουλώντας στα τέσσερα». Τα Στιχουργήματά του, τα πρώτα του ποιήματα, τυπώθηκαν το 1847.

Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Με το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα συνδεθεί αμετάκλητα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αργότερα, όταν η πρυτανεία θα του απευθύνει πρόσκληση (1/2/1872) να συνθέσει και να απαγγείλει ποίημα στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γρηγορίου του Ε΄, του πρώτου ανδριάντα που τοποθετείται στα πρόθυρα του πανελληνίου πανδιδακτηρίου για τον υπέρ της ελευθερίας θυσιασθέντα πατριάρχη: «…διά της ηδυεπούς και εθνικοτάτης υμών γλώσσης προσαγορεύσητε τον ανδριάντα του αθανάτου τούτου τέκνου της νεωτέρας Ελλάδος» διαβάζουμε στην πρόσκληση που υπογράφει ο πρύτανης Ευθύμιος Καστόρχης, στο Ιστορικό Αρχείο του ΕΚΠΑ.

. «Θέλω τηρήση μέχρι τάφου κεχαραγμένη εν τη καρδία μου την ανάμνηση της ημέρας…». Ευχαριστήρια επιστολή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών για την πρόσκληση να προσφέρει το «ευτελές θυμίαμά» του προς τις ψυχές των αθανάτων ηρώων, 29/3/1872. Πηγή: Ιστορικό Αρχείο ΕΚΠΑ

Ο Βαλαωρίτης θα δεχθεί. Το ποίημα θα προκαλέσει δάκρυα στα μάτια των παρευρισκομένων και θα μείνει στην Ιστορία, παρά τις δημόσιες αντιρρήσεις του Δημήτριου Βερναρδάκη για την επιλογή του ποιητή, που θα εγείρουν συζητήσεις και θα στενοχωρήσουν τον Λευκαδίτη. Η δημοτικότητά του ήταν ήδη μεγάλη, το έργο του αναγνωρισμένο, ο τίτλος του εθνικού ποιητή στη συνείδηση του κοινού αναμφίβολος. Το τελετουργικό της 25ης Μαρτίου του 1872 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν μόνο η θεσμική του επικύρωση.

Πάντως, στην κρησάρα του χρόνου και των τάσεων στην τέχνη, μεγάλη αντοχή έδειξε ο Φωτεινός, το τελευταίο του ποίημα που ξεκίνησε να γράφει ο Βαλαωρίτης το 1879, κουρασμένος από τη δημόσια ζωή και αποσυρμένος στο οικογενειακό αρχοντικό στη νησίδα της Μαδουρής στις ακτές της Λευκάδας, το οποίο έμεινε ημιτελές.

Ο Φωτεινός, «Εγώ… ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης,/ που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τονε πάρεις./ Εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω/ για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω/ την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι/ ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Αδη», αναγνωρίζεται ως η ενσάρκωση της αντίστασης σε κάθε ξένο κατακτητή.

Με τον Φωτεινό «Ο στίχος, μέσα στ’ αρματωλικά του χέρια, σα λεπίδι ξανάστραψε, ξαναβρόντηξε σαν καρυοφύλλι. Μα τα χέρια δεν τρέμουν, κι ο στίχος αλάθευτα χτυπά», θα πει ο αμείλικτος αλλά και δίκαιος κριτής του «αρρενωπών ποιημάτων» του Παλαμάς. Σαν εκείνο το νεανικό ξιφίδιο στο δάσος της Βουλώνης; «Κι έδρεψεν ο μισόκοπος τη δάφνη που θα την ονειρεύοταν ο νέος».

Την επόμενη Κυριακή: Γιώργος Θεοτοκάς

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version