Η χειρότερη απειλή για Eυρώπη και Ελλάδα

Ο ισχυρός και άμεσος κίνδυνος που συνιστούν οι αντιευρωπαϊκές, αντιδημοκρατικές, εθνικιστικές δυνάμεις για την ΕΕ, που συνεχίζει να πάσχει από έλλειμμα νομιμοποίησης

Η χειρότερη απειλή για Eυρώπη και Ελλάδα

Η Ευρώπη επιταχύνει τη διαδικασία ενίσχυσης της άμυνάς της για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής. Της απειλής «από τα έξω». Μόνο που «η απειλή από τα μέσα», από το εσωτερικό της, εμφανίζεται πολύ πιο ισχυρή και άμεση. Και δεν είναι άλλη από την άνοδο των αντιευρωπαϊκών, αντιδημοκρατικών, εθνικιστικών δυνάμεων. Των δυνάμεων που θέλουν να κατεδαφίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 – έτος-στόχος για τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας – η πλειοψηφία των κρατών-μελών, περιλαμβανομένων και των μεγαλύτερων (Γαλλία, Γερμανία), θα κυβερνάται από αντιευρωπαϊκές ακροδεξιές δυνάμεις, οι οποίες αντίθετα με την περίπτωση της Ιταλίας (η οποία ήδη κυβερνάται από την Ακροδεξιά) είναι φιλο-ρωσικές. Τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων όπως και η κρίση διακυβέρνησης στη Γαλλία δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας.

Στις πλέον πρόσφατες εκλογές, στην Τσεχία, το ακροδεξιό κόμμα ΑΝΟ (ΝΑΙ), μέλος της εθνολαϊκιστικής ομάδας «Patriots» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπό τον Αντρέι Μπαμπίς, κατέλαβε την πρώτη θέση (34,5% και 80/200 έδρες) και θα σχηματίσει κυβέρνηση. Ετσι Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία (και Πολωνία με τον νεοεκλεγμένο ακροδεξιό πρόεδρο) θα βρεθούν με εθνολαϊκιστικές αντιευρωπαϊκές κυβερνήσεις και δεν θα είναι οι μόνες. Ιταλία, Φινλανδία, Σουηδία, (Ολλανδία) βρίσκονται ήδη σ’ αυτόν τον πολιτικό σχηματισμό. Εκτός εάν οι εκλογές στην Ολλανδία ανατρέψουν τα δεδομένα και επιτρέψουν στη χώρα να σχηματίσει σοσιαλδημοκρατική φιλοευρωπαϊκή κυβέρνησή. Αν και γενικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει αποτύχει να προσφέρει ένα πειστικό εναλλακτικό πρόγραμμα.

Η μεγάλη ανησυχία ωστόσο συνδέεται με τις επικείμενες εκλογές στις δύο μεγαλύτερες χώρες-μέλη, Γαλλία και Γερμανία. Η περίπτωση της Γαλλίας είναι η περισσότερο κρίσιμη για αρκετά ευνόητους λόγους. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης αλλά η πολιτική υπερδύναμη της Ένωσης. Η αποτυχία Μακρόν να συγκροτήσει ένα νέο πολιτικό κέντρο, η ενδυνάμωση των πολιτικών άκρων και η συνακόλουθη αδυναμία διακυβέρνησης της χώρας έχει ως συνέπεια την ενίσχυση της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν / Τζορντάν Μπαρντελά με προοπτική στις προεδρικές εκλογές 2027 να καταλάβει την προεδρία της χώρας. Ενώ σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, η νεοναζιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η οποία κατέχει ήδη τη δεύτερη θέση στο Κοινοβούλιο (με 151 έδρες), δεν αποκλείεται να περάσει στην πρώτη θέση με αξιώσεις να διεκδικήσει την καγκελαρία. Οι περιπτώσεις αυτές είναι σημαντικές τόσο λόγω του μεγέθους και ρόλου των χωρών όσο και λόγω των σκληρών αντιευρωπαϊκών θέσεων που προωθούν.

Γενικότερα η εκτίμηση (του Economist μεταξύ άλλων) είναι ότι η «επίθεση» εναντίον των Βρυξελλών/ΕΕ πρόκειται να ενταθεί. «Οι πολιτικοί επικρίνουν τις αποφάσεις της ΕΕ ως εάν να πρόκειται για εντολές που προέρχονται από εξωτερική δύναμη» γράφει εντοπίζοντας το θεμελιακό πρόβλημα της Ένωσης. Ότι δηλαδή 60 και πλέον χρόνια από τη δημιουργία της δεν έχει περάσει στην «ιδιοκτησία» των ευρωπαίων πολιτών. Ή, με άλλα λόγια, το έλλειμμα νομιμοποίησής της παραμένει υψηλό. Η πολυσυζητημένη και αναγκαία ενηλικίωσή της παραμένει ως εκ τούτου μια χίμαιρα.

Όλα αυτά τα δεδομένα της εσωτερικής πολιτικής απειλής, σε συνδυασμό με την εξωτερική (Πούτιν, Τραμπ) προβάλλουν ένα σενάριο επερχόμενου κλονισμού, παράλυσης, αν όχι αποσύνθεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτή είναι ίσως η χειρότερη απειλή για Ευρώπη και Ελλάδα…

*Του Π. Κ. Ιωακειμίδη, Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), πρώην Πρεσβευτή – Συμβούλου του ΥΠΕΞ και μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Οι κινήσεις Πούτιν και ο παράγων Ουκρανία

Του Θάνου Βερέμη, Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Η Σοβιετική Ένωση ακολούθησε την παραίτηση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ από Γενικού Γραμματέα της ΕΣΣΔ το 1991 και την εκλογή του Μπόρις Γέλτσιν ως Προέδρου της Ρωσίας. Το 1992 υπογράφτηκε η Συνθήκη που επέτρεψε σε 18 αυτόνομες δημοκρατίες να μετασχηματιστούν σε ομοσπονδία ανεξαρτήτων κρατών.

Η μικρή δημοκρατία της Τσετσενίας κήρυξε επανάσταση το 1994 και οι ρωσικές δυνάμεις την κατέστειλαν. Ο Γέλτσιν κατάφερε να επανεκλεγεί το 1996 αλλά παραιτήθηκε το 2000. Ο Βλαδίμηρος Πούτιν, παλιό στέλεχος της KGB (μυστική αστυνομία), τον διαδέχθηκε ως Πρόεδρος και φρόντισε να επαναφέρει τη σκληρότητα του τσαρικού κράτους με κατακτήσεις εδαφών της Γεωργίας. Το 2014 προσάρτησε την Κριμαία και το 2022 επιτέθηκε στην Ουκρανία με πόλεμο που διαρκεί ακόμα.

Ως Πρωθυπουργός το 1999 ο Πούτιν έγραφε: «Για τους Ρώσους ένα ισχυρό κράτος δεν αποτελεί ανωμαλία, ισχύει ακριβώς το αντίθετο, καθώς το θεωρούν τη δύναμη η οποία εγγυάται την τάξη αλλά και αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες για κάθε αλλαγή»(*Henry Kissinger, ΗΠΑ: Αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη; Λιβάνης, 2002, σελ. 100)

Σε αντίθεση με άλλες αυτοκρατορίες η Ρωσία δεν έχασε τα εδάφη της και σήμερα αποτελεί τη μεγαλύτερη σε έκταση επικράτεια στον κόσμο. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν των σχέσεων Ρωσίας – Ουκρανίας θα αντιληφθούμε ότι οι Τσάροι δεν αναγνώριζαν την αυτονομία των Ουκρανών. Το 1932-33 ο Στάλιν κολεκτιβοποίησε την αγροτική Ουκρανία με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους από τον λιμό περίπου 4 εκατομμύρια άνθρωποι. Η μνήμη της τραγωδίας συντηρείται στην Ουκρανία ως «Χολοντομόρ».

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2025 η Ρωσία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο βομβαρδισμών ουκρανικών πόλεων με 800 ντρόουνς και μεγάλο αριθμό πυραύλων. Η Ρωσία μετράει ήδη 1 εκατομμύριο νεκρούς σε αυτόν τον πόλεμο.

Στη συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα, ο ρώσος ηγέτης αρνήθηκε να διαπραγματευτεί την παράδοση εδαφών που είχε κερδίσει από την Ουκρανία. Και ενώ ο Τράμπ είχε δεχτεί τις πιο σημαντικές από τις απαιτήσεις του Πούτιν, όπως τον αποκλεισμό του ενδεχομέενου να γίνει η Ουκρανία μέλος του ΝΑΤΟ, ο Ρώσος ζητάει να κηρυχθεί ουδέτερη και αποστρατιωτικοποιημένη και να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των ρωσοφώνων Ουκρανών.

Πριν από 20 χρόνια πολλοί πίστευαν ότι ο ανατολικός κόσμος επρόκειτο να προσδεθεί στο δυτικό σύστημα λειτουργίας και ότι ο κουμμουνισμός θα εξαφανιζόταν χωρίς ίχνη. Ωστόσο το 2018 ο ιστορικός της Οξφόρδης Πίτερ Φράνκοπαν έγραψε ότι η Κίνα προχωρούσε με το μεικτό οικονομικό σύστημά της προς την πρώτη θέση της παγκόσμιας οικονομίας.

Σύγκρουση δύο κόσμων στη μετά Brexit εποχή

Της Μαρίνας Ρήγου, Επίκουρης Καθηγήτριας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, η Βρετανία βρίσκεται και πάλι σε κρίσιμο σταυροδρόμι – τόσο ως προς τον ρόλο της στον ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο όσο και ως προς τις εσωτερικές πολιτικές της εξελίξεις. Οκτώ στους 10 Βρετανούς βλέπουν την κοινωνία τους διαιρεμένη και έρευνες δείχνουν το 55% να αντιλαμβάνεται ως απειλή την πόλωση που χαρακτηρίζει το σημερινό πολιτικό σκηνικό στη Γηραιά Αλβιώνα. Πόλωση ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον κόσμο της «ανανέωσης» και τον κόσμο της «μεταρρύθμισης». Ο κόσμος της «Ανανέωσης της Βρετανίας» («Renew Britain») – το σύνθημα του Εργατικού Κόμματος στο ετήσιο συνέδριο του Λίβερπουλ – σήμερα εκφράζεται από τον Κιρ Στάρμερ, αλλά και από εκείνα τα στρώματα της κοινωνίας που πιστεύουν πως η Βρετανία πρέπει να ξανασυνδεθεί με την Ευρώπη, να επανακτήσει σταθερότητα και διεθνή αξιοπιστία. Είναι η πλευρά που τάσσεται υπέρ μιας προοδευτικής αναδιανεμητικής οικονομικής πολιτικής και πιστεύει σε έναν προοδευτικό πατριωτισμό, όχι εθνικιστικό, αλλά «συμπεριληπτικό».

Η άλλη πλευρά είναι αυτή του εθνικιστικού, λαϊκιστικού, αντισυστημικού και ακροδεξιού κόσμου της «Μεταρρύθμισης του Ηνωμένου Βασιλείου» (Reform UK) του Νάιτζελ Φάρατζ και μέρους των Συντηρητικών που υιοθέτησαν παρόμοια ρητορική. Το τμήμα αυτό της βρετανικής κοινωνίας εκφράζει αντισυστημική στάση απέναντι στην πολιτική ελίτ και τους θεσμούς, σκεπτικισμό ή εχθρότητα προς την ΕΕ και την πολυπολιτισμικότητα και έντονη ρητορική κατά της μετανάστευσης.

Σε αυτήν την πλευρά ανήκει και ο ακροδεξιός ακτιβιστής Στίβεν Γιάξλεϊ-Λένον, γνωστός ως Τόμι Ρόμπινσον, με υπολογίσιμη επιρροή στη δημόσια σφαίρα μέσω των social media και του «αντισυστημικού» λόγου του. Μάλιστα, στις 13 Σεπτεμβρίου κατάφερε να πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ακροδεξιών εδώ και δεκαετίες στο Λονδίνο.

Οι δημοσκοπήσεις, ήδη από την αρχή του χρόνου, έδωσαν για πρώτη φορά προβάδισμα στον Νάιτζελ Φάρατζ έναντι των Εργατικών και των Συντηρητικών, των δύο κομμάτων εξουσίας που έχουν διαμορφώσει την πολιτική ζωή της χώρας. Αν και βρισκόμαστε 4 χρόνια πριν τις εκλογές στη Βρετανία, και το προβάδισμα της «Μεταρρύθμισης» είναι δημοσκοπικό, έχει σημασία η αντιμετώπισή του αφού ήδη, το 2016, η Βρετανία έχει στο παρελθόν πληρώσει τη δημαγωγία του Φάρατζ. Η άνοδος του Reform UK δε, δεν αφορά μόνο τη Βρετανία. Είναι μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού και αμερικανικού κύματος δεξιού λαϊκισμού, μιας ανόδου της Ακροδεξιάς. Από την πλευρά του, ο Κιρ Στάρμερ βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση να καταφέρει να κάνει την «Ανανέωση» πράξη – δηλαδή να μετατρέψει το σύνθημά του σε συνεκτικό σχέδιο κοινωνικής και θεσμικής ανασυγκρότησης με την ανασύνταξη του κράτους πρόνοιας και αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής μετά από χρόνια διεύρυνσης των ανισοτήτων, ώστε η Βρετανία, ιστορική κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, να μπορέσει να βγει από τον φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας και της πολιτικής κόπωσης, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο της στη νέα παγκόσμια τάξη.

Ο Τραμπ και οι νέες επισφάλειες

Του Παναγιώτη Τσάκωνα, Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών

Βιώνοντας παράλληλα τάσεις «απο-παγκοσμιοποίησης», σύνθετης (οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτισμικής και κοινωνικής) αλληλεξάρτησης σε ένα περιβάλλον επιβαρυμένο από νέες ασύμμετρες απειλές και πρωτόγνωρες υγειονομικές κρίσεις (πανδημίες) ο κόσμος είχε καταστεί δυστοπικός ήδη αρκετό καιρό πριν από τη δεύτερη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στη προεδρία της σημαντικότερης δύναμης στο διεθνές σύστημα. Η δυναμική άνοδος της Κίνας – με επίσημα διακηρυγμένο στόχο ότι θα έχει καταστεί νούμερο ένα πριν από το 2049 –, της Ινδίας αλλά και κάποιων ακόμη αναδυόμενων δυνάμεων του «Παγκόσμιου Νότου» επέτεινε την αστάθεια ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου πολυπολικού συστήματος που είχε πλέον προσλάβει χαρακτηριστικά «μεταδυτικού» κόσμου. Όπως είναι φυσικό, στον ασταθή πολυκεντρικό αυτόν κόσμο, όπου η πολυμέρεια βρίσκεται σε συνεχή υποχώρηση, καθίσταται ακόμη δυσκολότερη η διεθνής συνεργασία όσον αφορά στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των μεγάλων παγκόσμιων προβλημάτων (περιφερειακές συγκρούσεις, πανδημίες, κλιματική κρίση, τρομοκρατία, μεταναστευτική πρόκληση κ.ά.)

Υπό το «αφήγημα/υπόσχεση» MAGA (Make America Great Again), η εκλογή Τραμπ συνοδεύτηκε σχεδόν αμέσως σε διεθνές επίπεδο από δυναμικές επιθετικές επιλογές. Πράγματι από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες στον Λευκό Οίκο οι αντιλήψεις του νέου προέδρου (διάβρωση ή/και κατάργηση διεθνών κανόνων και κατίσχυση της λογικής της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις, επιθετική στάση έναντι του διεθνούς δικαίου και των διεθνών οργανισμών) έγιναν πράξη τόσο σε ρητορικό επίπεδο όσο και μέσω της λήψης συγκεκριμένων μέτρων (κυρίως μέσω της επιβολής υψηλών δασμών), έναντι αδιακρίτως «εχθρών» (Κίνα), παραδοσιακών «φίλων» και συμμάχων (Ευρωπαϊκή Ένωση, Καναδάς, Δανία) ή/και «άλλων» (Ινδία).

Οι επιλογές αυτές επέφεραν σοβαρό πλήγμα στη μακρά και ισχυρή διατλαντική σχέση και ενίσχυσαν τις διαιρετικές τάσεις εντός της Δύσης, αν και δεν αποκλείεται – όπως πολλοί εύχονται στη λογική «ουδέν κακόν, αμιγές καλού» – να επισπεύσουν την «ενηλικίωση» της Ευρώπης καθώς η τελευταία είναι πλέον υποχρεωμένη – χωρίς την «ομπρέλα προστασίας» που της προσέφεραν οι ΗΠΑ για οκτώ συναπτές δεκαετίες – να αναλάβει το βάρος που της αναλογεί όσον αφορά την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας και θωράκισης των πολιτών της από εξωτερικούς κινδύνους και απειλές. Παράλληλα, οι επιλογές του αμερικανού προέδρου δημιούργησαν σημαντικές – αν και προσώρας συγκυριακές – «παγκόσμιες αντισυσπειρώσεις», όπως κατέδειξε πρόσφατη συνάντηση των απανταχού «αντιδυτικών» αυταρχικών ηγετών στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης (OSC).

Η επιλογή της μεθόδου της «εξαναγκαστικής διαπραγμάτευσης» προκειμένου να επιτευχθούν προσωπικά ωφέλιμες συμφωνίες για τον πρόεδρο Τραμπ μέσω διαφόρων ειδών πίεσης (προειδοποιήσεων, τελεσιγράφων, οικονομικών κυρώσεων κ.ά.) δεν ενισχύει μόνον τη διεθνή αστάθεια στον σημερινό απρόβλεπτο κόσμο. Είναι επίσης καταδικασμένη να αποτύχει όσον αφορά την προώθηση σταθερών συμφωνιών «βιώσιμης ειρήνης» – αντί προσωρινών συμφωνιών «εύθραυστης εκεχειρίας» – σε σχέση με τα εν εξελίξει πολεμικά μέτωπα (Ουκρανία, Γάζα). Δυστυχώς το πρόβλημα των επισφαλειών που συνεπάγονται οι επιλογές του προέδρου Τραμπ δεν περιορίζεται στη διεθνή σκηνή αλλά αφορά και την ίδια τη δημοκρατία στις ΗΠΑ.

«Ελευθερία» υπό έλεγχο

Του Ναπολέοντος Μαραβέγια, Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Η Κίνα έχει πλέον καθιερωθεί ως η ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη του 21ου αιώνα. Με εντυπωσιακούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, τεχνολογική πρόοδο και στρατηγική εξάπλωση σε Ασία, Αφρική και Ευρώπη, το Πεκίνο αμφισβητεί ανοιχτά την αμερικανική ηγεμονία. Η πολιτική της βασίζεται σε έναν κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό που συνδυάζει την οικονομική ελευθερία με αυστηρό πολιτικό έλεγχο. Μέσα από προγράμματα όπως το «Made in China 2025» και την πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», η Κίνα επιδιώκει να κυριαρχήσει στις νέες τεχνολογίες και να δημιουργήσει δίκτυα οικονομικής εξάρτησης σε δεκάδες χώρες. Στο διεθνές τοπίο η αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ έχει πλέον ξεπεράσει τα στενά όρια του εμπορίου. Πρόκειται για μια συνολική αναμέτρηση ισχύος μεταξύ δύο οικονομικών και ιδεολογικών συστημάτων: του αμερικανικού φιλελεύθερου καπιταλισμού και του κινεζικού κρατικά ελεγχόμενου καπιταλισμού, μεταξύ δημοκρατικής και δεσποτικής διακυβέρνησης.  Ωστόσο, η στρατηγική αυτή ενέχει κινδύνους. Οι δασμοί αυξάνουν τις τιμές για τους αμερικανούς καταναλωτές και προκαλούν αναταραχή στις αγορές. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη ένταση απειλεί να διασπάσει την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, επηρεάζοντας αρνητικά και τις δύο οικονομίες. Η σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας αποτελεί, ουσιαστικά, το επίκεντρο της νέας παγκόσμιας ισορροπίας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version