Δεκαπέντε μέρες μένουν ακόμα για τα Χριστούγεννα. Δεν ξέρω γιατί έχει τόσο μεγάλο νόημα αυτή η αντίστροφη μέτρηση, που ξεκινά κάθε χρόνο, όλο και νωρίτερα, αλλά δείχνει ίσως την ιδιαίτερη σχέση που έχει αναπτύξει το ανθρώπινο είδος με τα χρονικά ορόσημα. Οι μεγάλες γιορτές λειτουργούν ως δείκτης προσδοκίας και αναμονής, για μια διακοπή από τη σκληρή (συνήθως) καθημερινότητα.
Για όσους και όσες ακολουθούν το χριστιανικό εορτολόγιο, ο Δεκέμβριος είναι ένας «γεμάτος» μήνας. Σχεδόν κάθε μέρα, κάποιος εορτάζων και κάποια εορτάζουσα θα έρθει στη δουλειά κουβαλώντας γλυκά – η χαρά του διατροφολόγου.
Αυτή η εορταστική υπερφόρτωση, τον κρύο Δεκέμβρη (με τον Ιανουάριο να μην πηγαίνει πολύ πίσω), δεν είναι τυχαία. Ο αγροτικός πληθυσμός των προνεωτερικών κοινωνιών, όπου και αναπτύσσεται το εορτολόγιο, εργάζεται στην ύπαιθρο, η οποία αυτούς τους κρύους μήνες του έτους, πέρα από άγονη, γίνεται και αφιλόξενη. Βροχές, χιόνια, άνεμοι, δεν καθιστούν τη φύση και τόσο φιλική στον χρήστη.
Η γιορτή είναι η αφορμή για να χρυσώσουμε το χάπι της απραξίας. Η αποφυγή της κακουχίας μετατρέπεται σε συμμετοχή στη συλλογική χαρά της κοινότητας. Με αυτόν τον έξυπνο τρόπο, η κρισιμότερη πηγή άγχους των αγροτών, ο κακός καιρός, ξορκίζεται με τη χρήση του απόλυτου επιχειρήματος: της θείας βούλησης. Καθόλου άσχημος μηχανισμός, ειδικά όταν συνοδεύεται με κάθε λογής εδέσματα στα εορταστικά τραπέζια.
Στις εκκοσμικευμένες δυτικές κοινωνίες, όπου το κέντρο βάρους της οικονομίας έχει μεταφερθεί, από την παραγωγή στις υπηρεσίες, οι γιορτές δεν έχουν πια τόσο βαρύ κοινωνιολογικό νόημα. Είναι ακόμα μία ευκαιρία, να καταναλώσουμε το κάτι παραπάνω. Από κοινωνικό γεγονός, μετατρέπεται μάλλον σε συλλογική παράκρουση εισβολής στα εμπορικά κέντρα.
Ακόμα και η ύπαρξη του αγροτικού πληθυσμού μοιάζει πια παράδοξη σε κάποιους. Υπερβολή ίσως, αλλά θα τολμήσω να πω πως, μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας θυμούνται τους αγρότες μόνο όταν προβαίνουν σε κινητοποιήσεις και κάνουν μπλόκα. Εντάξει, φέτος με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ο αγροτικός χώρος είχε την τιμητική του, ενώ και «η τρέλα» του καιρού, αλλά και οι ασθένειες των ζώων, με τις επιπτώσεις τους στις τιμές των προϊόντων στο σουπερμάρκετ, έκανε αισθητή τη σύνδεση της κατάστασης στο χωράφι με την τσέπη μας. Ξαφνικά, η πορεία του προϊόντος, από τη γη στο τραπέζι, δε μοιάζει τόσο αυτόματη.
Τις τελευταίες ημέρες, ακόμα ένα ζήτημα έρχεται να διαταράξει τις σχέσεις πολιτείας και αγροτικού κόσμου: τα ηλεκτρονικά δελτία αποστολής. Για να μεταφέρει, π.χ., μια ελαιοπαραγωγός τον καρπό από το χωράφι στο ελαιοτριβείο, θα πρέπει να συνδεθεί στο σύστημα και να εκδώσει το αντίστοιχο ηλεκτρονικό παραστατικό. Καταλαβαίνει κανείς πώς ήχησε αυτό στα αυτιά των παραγωγών, που, ενόψει Byron, έτρεξαν άρον άρον στο χωράφι να μαζέψουν την παραγωγή πριν σαπίσει. Η επιθυμία της πολιτείας για αποτελεσματικούς ελέγχους και αξιοποίηση των ψηφιακών μέσων (και – επιτρέψτε μου μια καχυποψία – να μοιράσει εμμέσως κάποια χρήματα σε λογιστές και φοροτεχνικούς), κοντράρεται με την απουσία ενημέρωσης, την έλλειψη σωστής οργάνωσης και, το κυριότερο, την έλλειψη επαφής με την αγροτική πραγματικότητα. Ακόμα μία επιτυχία του περίφημου επιτελικού κράτους.
Οι αγρότες δηλώνουν έτοιμοι να κάνουν γιορτές στους δρόμους, το κράτος, διά στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου, απαντά ότι είναι έτοιμο να εφαρμόσει τον νόμο (δηλαδή να επιτεθεί στους διαδηλωτές) και το πνεύμα των Χριστουγέννων μοιάζει κάπως δύσκολο να προλάβει να ανθήσει μέσα σε δύο εβδομάδες, σε μια χώρα που, ούτως ή άλλως, η πιο σίγουρη καλλιέργεια είναι αυτή της φαιδράς πορτοκαλέας.
