Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πόσο θεμελιώδη ρόλο έχουν παίξει οι Active Member στην ιστορία του ελληνικού χιπ-χοπ. Δημιουργήθηκαν το 1992 και ελάχιστα χρόνια αργότερα το «Άκου Μάνα» (το κομμάτι με το οποίο τους γνωρίσαμε οι πιο πολλοί) άρχισε να ακούγεται από ραδιόφωνα, boomboxes και cd players σε όλη την Ελλάδα. Τη χρονιά του «Μεγάλου Κόλπου» το συγκρότημα αυτό άνοιγε μια πόρτα σε έναν ολόκληρο κόσμο: το Low Bap, που δεν ήταν απλώς ένα μουσικό ύφος, αλλά μια ματιά στη ζωή, μια μικρή κοσμοθεωρία. Πίσω από όλα αυτά, ένας άνθρωπος: ο Μιχάλης Μυτακίδης.
REC ’N’ PLAY: Ένα rewind στη γέννηση του ελληνικού χιπ-χοπ
Τριάντα χρόνια μετά ο B.D. Foxmoor (όπως είναι το καλλιτεχνικό του όνομα) αποφασίζει να μιλήσει για την αφετηρία και για ό,τι έχει μεσολαβήσει έκτοτε. Το ντοκιμαντέρ «REC ’N’ PLAY» που προβάλλεται στους κινηματογράφους δεν είναι ωστόσο απλώς μια αναδρομή αφού ο άνθρωπος που σφράγισε το ελληνικό χιπ-χοπ ραπάρει τη ζωή του ολόκληρη μπροστά στην κάμερα – την κάνει ραψωδία, με ρίμες και beat.
Ο τίτλος λέει πολλά σε μια ολόκληρη γενιά καθώς rec ’n’ play ήταν τα δύο κουμπιά που πατούσαμε στο κασετόφωνο για να γράψουμε. Ο ίδιος ο Μυτακίδης ξεκίνησε έτσι, στα μέσα του ’80, μπροστά σε πρόχειρα μηχανήματα, χωρίς ακαδημαϊκές γνώσεις, με μόνο όπλο τη φωνή, το πείσμα και την επιμονή του. Το φιλμ έρχεται να κάνει ένα ένα rewind μέχρι εκείνη την πρώτη στιγμή, τότε που τίποτα δεν προμήνυε ότι από μια γειτονιά του Πειραιά θα ξεκινούσε το πρώτο ελληνικό hip hop κύμα, ο πρώτος ελληνικός δίσκος του είδους («Διαμαρτυρία», 1993) και μια ολόκληρη κουλτούρα.
Μνημες και low bap αφηγήσεις σε ασπρόμαυρο φόντο
Σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον B.D. Foxmoor μαζί με τον Βασίλη Παπαθεοχάρη, το «REC ’N’ PLAY» είναι ένα κατά βάση ασπρόμαυρο μουσικό ντοκιμαντέρ 91 λεπτών, όπου ο Μυτακίδης στέκεται σε ένα στούντιο, σε μια σχεδόν νουάρ ατμόσφαιρα, και αφηγείται τα κομβικά σημεία της διαδρομής του: από τα πρώτα beats στο Πέραμα μέχρι τις χιλιάδες συναυλίες, τις μεγάλες σκηνές, τα παράτολμα επαγγελματικά στοιχήματα, τις αδόκητες συνεργασίες (με τον Μάλαμα, τον Ξαρχάκο ή τη Δήμητρα Γαλάνη, για παράδειγμα), τους θριάμβους και τις προδοσίες.
Παράλληλα τρέχει και η ζωή: οι έρωτες και οι γάμοι, οι χωρισμοί και τα διαζύγια, οι γεννήσεις και οι θάνατοι, οι νίκες και οι ήττες. Και τα σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας παίζουν τον ρόλο τους: από την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την πανδημία του κορωνοϊού. Το φιλμ δεν αποτελεί όμως αντικειμενική καταγραφή αλλά μια συναρπαστική εξομολόγηση.
Η εξιστόρηση διακόπτεται από κάποια ιντερλούδια με ένα 13χρονο αγόρι, το παιδί μέσα του ίσως, ένα είδος alter ego που κινείται σε χαρακτηριστικές σκηνές μιας εφηβείας στην άκρη του χάρτη. Ο έφηβος αυτός γίνεται γέφυρα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα: είναι ο πιτσιρικάς που έψαχνε μανιωδώς βινύλια, που έστηνε fanzines, που άκουσε πρώτη φορά Sugarhill Gang από έναν στρατιωτικό σταθμό στα τέλη των ’70s, αλλά είναι και η σημερινή γενιά που προσπαθεί να καταλάβει πώς ήταν ο (αναλογικός) κόσμος πριν από τα social media, πριν από την κυριαρχία του streaming, προτού το rap γίνει παγκοσμίως mainstream.
Οι διαφορετικές γενιές του ελληνικού χιπ-χοπ
Σημαντική παρουσία έχει και ο γιος του, ο Σωτήρης Μυτακίδης (Λόγος Έργου Σκιά / Ramon), που εμφανίζεται να δείχνει αρχειακό υλικό: συναυλίες, backstage στιγμές, σκηνές όπως το περίφημο «κάψιμο των αμερικανικών διαβατηρίων» στο Σύνταγμα (τον λόγο για τον οποίο δεν μπορούσε να ταξιδέψει μέχρι σήμερα στισ ΗΠΑ, όπως λέει χαρακτηριστικά), στη συναυλία διαμαρτυρίας για τους βομβαρδισμούς στη Σερβία το 1999.
Η οικογενειακή αυτή συνέχεια – ο πατέρας που ραπάρει τη ζωή του και ο γιος που μας ξεναγεί στις εικόνες – δίνει στο ντοκιμαντέρ τη διάσταση μιας κληρονομιάς που περνάει από γενιά σε γενιά. Έχει φοβερό ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς και τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε τα live: στα στιγμιότυπα από τις συναυλίες των 90s το κοινό δηλώνει την παρουσία του με κάθε κύτταρό του, ήδη το 2015 τα χέρια είναι υψωμένα προκειμένου να τραβήξουν βίντεο με το κινητό.
Ο Σικελιανός και το Πέραμα
Στα άκρα αυτής της αφήγησης βρίσκονται δύο ονειρικές σεκάνς: η αρχή και το τέλος στο σπίτι του Άγγελου Σικελιανού στη Σαλαμίνα. Η πανέμορφη αυτή οικία πάνω στη θάλασσα, φορτισμένη με τη μνήμη ενός άλλου «ραψωδού» της ελληνικής γλώσσας, γίνεται καταφύγιο. Εκεί, μέσα σε μια σχεδόν εξωπραγματική ηρεμία, ο θόρυβος της πόλης και των συναυλιών σβήνει, για να μείνει μόνο το αποτύπωμα της διαδρομής. Σαν να βάζει ο Μυτακίδης τη δική του low bap ραψωδία δίπλα σε μια άλλη ποιητική παράδοση – από τη λύρα στο μικρόφωνο, από τον στίχο στη ρίμα.
Το «REC ’N’ PLAY» είναι, ταυτόχρονα, ένα πρώτο κεφάλαιο. Ο ίδιος ο δημιουργός έχει ήδη μιλήσει για μια τριλογία: το πρώτο φιλμ είναι η προσωπική του ιστορία, το δεύτερο θα αφορά το rap και το τρίτο τους DJs – τους αφανείς αρχιτέκτονες του ήχου. Στον πυρήνα αυτής της ιδέας βρίσκεται η έννοια του «χρέους» προς τους νεότερους: να σωθεί κάπου, με τον δικό του τρόπο, «η ουσία και η αρχική αίσθηση» που τον οδήγησε να βρει τον δρόμο του, πριν όλα χαθούν στον θόρυβο της υπερπληροφόρησης.
Για όσους έχουν μεγαλώσει με τους Active Member, η ταινία λειτουργεί σαν συναισθηματική επιστροφή σε έναν κόσμο που ίσως να έχει χαθεί για πάντα: βινύλια, fanzines, αυτοσχέδια στούντιο, live σε μικρές σκηνές, ταξίδια στην επαρχία, βραδιές στο «Ονειρολόγιο» και στην «Κοσμογωνιά», μια κοινότητα που χτιζόταν σιγά-σιγά. Για τους νεότερους, είναι μια μύηση – μια σπάνια ευκαιρία να δουν από πρώτο χέρι πώς κάτι μεγάλο μπορούσε να γεννηθεί από το μηδέν, με ελάχιστα μέσα και τεράστια επιμονή.

